«Οι άνθρωποι πρέπει να βλέπουν την αλλαγή, να αντιλαμβάνονται άμεσα τις βελτιώσεις που συμβαίνουν σε μια πόλη. Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να κάνεις εργασίες σε έναν χώρο επί έναν χρόνο. Οι άνθρωποι θα νιώσουν ότι τους προσβάλλεις» περιγράφει ο συνομιλητής μου και είναι σαν να μιλάει για τις πλατείες, τους δρόμους, τις γέφυρες ή τις σήραγγες ανά την ελληνική επικράτεια για την ολοκλήρωση των οποίων απαιτήθηκε από τους πολίτες ιώβεια υπομονή. «Στην Τάιμς Σκουέαρ στη Νέα Υόρκη», με επαναφέρει, «δουλέψαμε για να αλλάξει γρήγορα, ώστε μέσα σε μια νύχτα το μποτιλιάρισμα να παραχωρήσει τη θέση του σε έναν χώρο γεμάτο ανθρώπους». Δουλειά του είναι να μεταμορφώνει πόλεις. Οπως «μεταμορφώθηκε» και ο ίδιος από τυπικό Αμερικανό σε πραγματικό Βορειοευρωπαίο. Ο Τζεφ Ρίσομ βρέθηκε πρόσφατα στην Αθήνα, προσκεκλημένος της Πρεσβείας της Δανίας, στο πλαίσιο του Athens Bike Festival 2011 που διοργανώθηκε και εφέτος στην Τεχνόπολη από το περιοδικό «MBiKe», για να εξηγήσει με εποικοδομητικό τρόπο πώς η ζωή των κατοίκων της Κοπεγχάγης έγινε ποδήλατο – με την καλή έννοια. Στη βόλτα που κάναμε αργότερα μαζί του στο Γκάζι παραδέχθηκε εξαρχής ότι «το ποδήλατο είναι μόνο ένα κομμάτι της όλης ιστορίας».

Αν το ποδήλατο είναι μόνο ένα κομμάτι της ιστορίας, ποια είναι ολόκληρη η ιστορία; «Το ζητούμενο, στο σύνολό του, είναι να φτιάχνουμε καλύτερες πόλεις για τους ανθρώπους, ώστε να βελτιώνεται η ποιότητα ζωής μέσα σε αυτές και να είναι πιο ασφαλείς, πιο ελκυστικές, πιο βιώσιμες, πιο ζωντανές, πιο υγιείς. Αυτό ακριβώς (πρέπει να) είναι και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των πόλεων».

Προς αυτήν την κατεύθυνση, των περισσότερο βιώσιμων πόλεων, δεν δραστηριοποιούνται άλλωστε και οι Gehl Architects κάθε φορά που αναλαμβάνουν κάποιο πρότζεκτ «μεταμόρφωσης» μιας πόλης; «Ναι, ωστόσο οι Gehl Architects εστιάζουμε περισσότερο στην ποιότητα ζωής (livability) από ό,τι στη βιωσιμότητα με την έννοια της αειφορίας (sustainability), διότι η ποιότητα ζωής αφορά τοπικά ζητήματα και το πόσο εύκολο και απολαυστικό είναι να κάνουμε καθημερινά πράγματα στην πόλη. Η βιωσιμότητα, από την άλλη, είναι ζήτημα προσανατολισμένο περισσότερο στο μέλλον, στη διάσωση του πλανήτη, στις επόμενες γενιές, σε παγκόσμιο επίπεδο. Οπότε, επιλέγουμε να εστιάζουμε στην καθημερινότητα και στα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, τα οποία είναι καλά πρώτα για τους ίδιους και κατ’ επέκταση για τον πλανήτη. Και ένα από αυτά είναι και η χρήση του ποδηλάτου».

{{{ moto }}}

Πώς τα κατάφερε, λοιπόν, η Κοπεγχάγη, και έγινε ποδηλατική όαση; «Στην Κοπεγχάγη ό,τι έχει επιτευχθεί έγινε με το να δώσουμε έμφαση στην ποιότητα της καθημερινής ζωής. Είναι πολύ σημαντικό να προσέχουμε τις μικρές λεπτομέρειες που διευκολύνουν την καθημερινότητά μας, να μην αποδίδεται σημασία μόνο στην τεχνολογία ή στις μεγάλης κλίμακας υποδομές. Οι ποδηλάτες, για παράδειγμα, είναι επίσης επιβάτες στα μέσα μεταφοράς, πεζοί, μοτοσικλετιστές. Οι λωρίδες στις οποίες κινείται το ποδήλατο συνδέονται, λοιπόν, με αυτά και όλα μαζί αποτελούν ένα ευρύτερο, ενοποιημένο δίκτυο μεταφοράς και συγκοινωνίας. Σήμερα, από τον κεντρικότερο δρόμο της Κοπεγχάγης (ο οποίος διαθέτει ανά κατεύθυνση μία ποδηλατολωρίδα πλάτους δύο μέτρων) περνούν κατά μέσον όρο 38.000 ποδηλάτες ημερησίως, ενώ το 50% των κατοίκων της πόλης πηγαίνει στη δουλειά ή στο σχολείο με το ποδήλατο. Από αυτούς, μόνο το 5% επιλέγει το ποδήλατο ως μέσο μεταφοράς σκεπτόμενο το περιβάλλον. Αλλά αυτό δεν μας πειράζει, διότι οι μισοί κάτοικοι τελικά ποδηλατούν και αυτό, ως αποτέλεσμα, δεν είναι καλό μόνο για τους ίδιους, αλλά και για το περιβάλλον».

Εσείς χρησιμοποιείτε το ποδήλατό σας καθημερινά ως βασικό μέσο μετακίνησης; «Ναι, βέβαια. Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Κολοράντο των ΗΠΑ: πολύ ζεστό κλίμα και πολύ κακή ποιότητα αστικού περιβάλλοντος. Πήγα για σπουδές στη Δανία, όπου γνώρισα και τη σύζυγό μου, και έμεινα στην πόλη. Προτού μετακομίσω στην Κοπεγχάγη δεν έκανα καθόλου ποδήλατο, τώρα το χρησιμοποιώ καθημερινά. Αρχισα να ποδηλατώ διότι κατάλαβα ότι ήταν ο καλύτερος τρόπος μετακίνησης στην πόλη. Στην αρχή, όμως, μου έλεγαν: “Θέλεις να πας σε ένα μπαρ ή σινεμά; Πήγαινε με το ποδήλατό σου” και εγώ αποκρινόμουν: “Τι εννοείτε; Θα πάω σε ραντεβού με ποδήλατο;”. Αλλά τελικά το κάνεις και βγαίνεις έξω με το ποδήλατο, και βάζεις και το κράνος σου, και βλέπεις ότι όλο αυτό είναι μια χαρά! Σήμερα, η κόρη μου είναι δύο ετών, τη βάζω και κάθεται σε ειδικό κάθισμα στο μπροστινό μέρος του ποδηλάτου και το χρησιμοποιούμε μαζί ακόμη και υπό βροχήν – δεν την πειράζει καθόλου. Εντάξει, δεν θα το έκανα βέβαια οπουδήποτε, στην Αθήνα για παράδειγμα δεν θα έβαζα την κόρη μου στο ποδήλατο – προς το παρόν τουλάχιστον!».

Για πολλούς η Αθήνα δεν ενδείκνυται για ποδήλατο, όχι μόνο εξαιτίας της έλλειψης υποδομών, αλλά και επειδή δεν το επιτρέπει το ανάγλυφο της πόλης. Εσείς τι λέτε; «Εκανα μια βόλτα με ποδήλατο στην Αθήνα και νομίζω ότι είναι φανταστική· ο πυρήνας της, ο σκελετός της πόλης, είναι άψογος για ποδήλατο: τα κτίρια έχουν διαστάσεις ανθρώπινης κλίμακας, οι δρόμοι έχουν το πλάτος που χρειάζεται, η καθημερινότητα εκτός σπιτιού είναι γεμάτη ζωντάνια, οι βασικοί προορισμοί είναι κοντά μεταξύ τους και το κλίμα είναι τέλειο. Ακόμη και στην Πανεπιστημίου, που είναι ένας μεγάλος, κεντρικός δρόμος στο κέντρο, υπάρχει χώρος ώστε να ποδηλατεί ο κόσμος μελλοντικά (η ιδέα της πεζοδρόμησής της δεν νομίζω ότι είναι καλή). Κάποιοι παραπονούνται ότι δεν μπορούν να κάνουν ποδήλατο στη ζέστη της Αθήνας. Στην Κοπεγχάγη ποδηλατούμε με τόσο χιόνι! Εντάξει, αυτό είναι βέβαια μια σύντομη και έξυπνη ή εξυπνακίστικη απάντηση. Η ολοκληρωμένη απάντηση είναι ότι μπορεί ο κόσμος να χρησιμοποιεί το ποδήλατό του δέκα μήνες τον χρόνο, για παράδειγμα, και όχι τους δύο πιο ζεστούς, ή μπορεί να επιλέγει να μετακινηθεί με το ποδήλατο συγκεκριμένες ημέρες. Κάποιοι λένε, επίσης, ότι θα δυσκολεύονταν λόγω του ανάγλυφου της πόλης. Ωραία, μπορεί κανείς να επιλέγει την πιο σύντομη διαδρομή ή να μην παίρνει το ποδήλατο για 10 χλμ., αλλά να το βάζει στο μετρό και βγαίνοντας από εκεί να συνεχίζει ποδηλατώντας για το υπόλοιπο της διαδρομής του. Το θέμα είναι να σκεφτόμαστε το ποδήλατο ως τμήμα ενός ολοκληρωμένου, οικολογικού δικτύου μετακίνησης».

Σε πόλεις όπως η Αθήνα, όπου η ποδηλατική «κουλτούρα» μόλις έχει αρχίσει να διαμορφώνεται, θεωρείτε ότι οι σχετικές υποδομές, εκ μέρους της πολιτείας, θα ήταν σε θέση να αλλάξουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων ή μήπως το αντίστροφο – αν ποδηλάτες ξεχύνονταν καθημερινά και μαζικά στους δρόμους θα δρομολογούνταν τελικά και οι υποδομές; «Η νοοτροπία και οι υποδομές πηγαίνουν χέρι χέρι. Εμείς λέμε ότι σε κάθε πόλη υπάρχει το “hardware”, που είναι οι υποδομές και οι εγκαταστάσεις, και το “software”, που είναι η συμπεριφορά των ανθρώπων και η νοοτροπία ενός τόπου. Πρέπει και τα δύο να αναλύονται προσεκτικά, όπως πρέπει να γίνεται κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους. Η μεγαλύτερη πρόκληση ώστε να αλλάξει η νοοτροπία είναι η κατάσταση του επείγοντος. Στην Ελλάδα, δεδομένης της κρίσης, ίσως πρέπει οι άνθρωποι να αρχίσουν να απαιτούν κάτι παραπάνω. Κάτι αντίστοιχο συνέβη στη Δανία με την πετρελαϊκή κρίση του 1973: ριζικές αλλαγές στις δημόσιες επενδύσεις, στις υποδομές για τους πεζούς και τους ποδηλάτες. Αυτά έγιναν διότι ο κόσμος ήταν εκείνος που απειλήθηκε από την κρίση, οι άνθρωποι αναστατώθηκαν, άρχισαν να απαιτούν λύσεις και η κυβέρνηση άρχισε να τις βρίσκει. Τίποτε δεν είναι πιο αποδοτικό από την αλλαγή στο μυαλό των ανθρώπων».

* Αυτή η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 30 Οκτωβρίου 2011.