Σκόνταψα σε ένα τεύχος του περιοδικού «The Idler» («Ο αργόσχολος») στις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο Λονδίνο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα άρθρο για το πώς να κάνεις σεξ χωρίς να καταβάλλεις περιττές, άσκοπες προσπάθειες, αποτολμώντας στάσεις και συμβουλές από λάιφσταϊλ έντυπα, κόλπα που σου «σφύριξε» ο κολλητός σου. Ηταν ένα καθ’ όλα βλάσφημο έντυπο για τη χρυσή εποχή των workaholics, ένα περιοδικό που επιτέλους απενοχοποιούσε πλήρως τη φυσική κλίση του ανθρώπου στο να μην κάνει απολύτως τίποτε. Είχε σήμα το σαλιγκάρι, βινιέτες τύπου «Νotes from couch» (σημειώσεις από τον καναπέ) και αφιερώματα όπως «Ξεκίνα την επανάσταση από το κρεβάτι σου», «Κήρυξε τον πόλεμο στη δουλειά» και «Πώς να σώσεις τον κόσμο χωρίς να προσπαθήσεις και πολύ». Ηταν ένα αλλόκοτο μείγμα «της κουλτούρας των slackers (λουφαδόρων) και του ιδεαλισμού της προβιομηχανικής εποχής». Εκδότης του εξαμηνιαίου περιοδικού σήμερα, ο συνομιλητής μου, Τομ Χότζκινσον, ένας διανοούμενος χασομέρης που λατρεύει τον Αριστοτέλη, έχει στο μεταξύ εκδώσει κάμποσα βιβλία (όπως το «Ζήσε ανέμελα! Μανιφέστο για μια καλύτερη ζωή» και «Ζήσε ελεύθερα», στα ελληνικά αμφότερα από τις εκδόσεις Μίνωας), αρθρογραφεί στον βρετανικό «Guardian» και στους «Sunday Times», ενώ πέρυσι άνοιξε στο Nότινγκ Χιλ του Λονδίνου ένα καφέ-βιβλιοπωλείο ονόματι «The Idler Academy», σημείο συνάντησης για συνειδητοποιημένους αργόσχολους, με σπιτικό κέικ και φιλοσοφικές βραδιές.

Μη με ξυπνάς απ’ τις έξι

«Οσο ήμουν στο πανεπιστήμιο ήμουν απόλυτα κύριος του χρόνου μου και έκανα αυτά που ήθελα να κάνω» μου λέει ο Χότζκινσον. «Διάβαζα διηγήματα, εξέδιδα περιοδικά, ήμουν μέλος ενός πανκ συγκροτήματος, συζητούσα ώρες ολόκληρες όλα αυτά που με απασχολούσαν και ξυπνούσα ό,τι ώρα μου κάπνιζε. Οταν, όμως, μπήκα στα 22 μου στην αγορά εργασίας, δουλεύοντας για κάποια λονδρέζικη φυλλάδα, ένιωθα απαίσια, έχασα την ελευθερία μου. Κάθε πρωί έφθανα καθυστερημένος, επειδή ήταν αδύνατο να σηκωθώ νωρίς από το κρεβάτι, όλοι οι άλλοι φαίνονταν πιο επιτυχημένοι από μένα και μισούσα να κουβαλάω τους καφέδες ή να πηγαίνω στο γκαράζ για να παραλάβω το αυτοκίνητο του διευθυντή σύνταξης. Είχα τσαντιστεί με τον εαυτό μου. Αντί για χαρά, ικανοποίηση και χρήμα, εισέπραττα πενταροδεκάρες, δεν έκανα τίποτε το δημιουργικό και στο τέλος της ημέρας πήγαινα με τους άλλους στην παμπ να θάψουμε με την ησυχία μας τα “αφεντικά”. Κατάλαβα μάλλον βάναυσα ότι στο θέμα της εργασίας υπάρχει ένα τεράστιο κενό μεταξύ της υπόσχεσης και της πραγμάτωσης». Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Idler»: «Επεσαν στα χέρια μου κάτι κείμενα του μεγάλου στοχαστή του 18ου αιώνα Σάμιουελ Τζόνσον τα οποία έκαναν λόγο για τις αρετές της χαλάρωσης και τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ απραξίας και δημιουργικότητας. Ετσι, συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ένας τεμπέλαρος του κερατά, αλλά ένας αφυπνισμένος αργόσχολος. Ηταν υπέροχο!».

Τεμπέλης με πατέντα

Ο 44χρονος Τομ Χότζκινσον, στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, μου μιλάει από την καταπράσινη ματαιότητα μιας φάρμας στο Ντέβον της Νοτιοδυτικής Αγγλίας, κάπου τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο από το Λονδίνο. Εκεί ζει εδώ και οκτώ χρόνια με τη γυναίκα του, τα τρία παιδιά τους (τα οποία διδάσκονται κατ’ οίκον… λατινικά), το πόνι, τις κότες και τα γουρούνια τους. Χωρίς κεντρική θέρμανση και τηλεόραση, απολαμβάνοντας τους καρπούς μιας λιτής και αυτάρκους ζωής δίπλα στη φύση, ο Τομ κόβει ξύλα, μαζεύει τα αβγά από το κοτέτσι του, αλλά επιμένει να κηρύσσει τις χαρές της τεμπελιάς: «Οχι με την έννοια της παραίτησης από τη ζωή, του λατινικού “acedia” (το ένα από τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα) που είναι ένα μείγμα μελαγχολίας και οκνηρίας. Εγώ μιλάω για αυτή τη δημιουργική εξαργύρωση του χρόνου σου, για αυτό το τόσο εποικοδομητικό κενό, όταν δίνεις προτεραιότητα στην πνευματική ζωή, στον διαλογισμό, στους φίλους, στην οικογένειά σου, δραπετεύεις από τη σκλαβιά του μεροκάματου και απαλλάσσεσαι από αφεντικά, μισθούς, άσκοπη μετακίνηση, κατανάλωση και χρέη. Το να είσαι τεμπέλης σημαίνει ότι ζεις ελεύθερος. Σημαίνει ότι ζεις με τους δικούς σου κανόνες. Οι ώρες νωθρότητας και η ενατένιση του ταβανιού είναι απαραίτητες σε κάθε δημιουργικό άνθρωπο». Μου φέρνει ως παράδειγμα τον «μεγάλο ποιητή της οκνηρίας», τον Γουόλτ Γουίτμαν. Οταν ήταν νέος, έφτανε στα γραφεία της εφημερίδας κατά τις 11.30 π.μ. και έφευγε… εξαντλημένος από την κούραση για ένα δίωρο διάλειμμα για γεύμα. Δούλευε άλλη μία ώρα και αυτό ήταν.

Η προτεσταντική ηθική της Μέρκελ

Το πρώτο τεύχος του «Idler» κυκλοφόρησε το 1993, όταν ο ίδιος ήταν 25 ετών. Μαζί του (ως και σήμερα) ο Γκάβιν Πρέτορ-Πίνεϊ, συγγραφέας του μεταγενέστερου μπεστ σέλερ «Οδηγός του ανέμελου παρατηρητή των νεφών» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κέδρος), έτερος παλαβός που πρεσβεύει πώς το να κάθεσαι να κοιτάζεις τον ουρανό συμβάλλει τα μάλα στην ψυχική ηρεμία σου. «Θέλαμε να αποτινάξουμε τη “ρετσινιά“ από την απραξία». Για τον Χότζκινσον «τα θεμέλια της εργασίας είναι οι ενοχές. Αν δεν σηκωθείς το πρωί να πας στη δουλειά, δεν κάνεις τίποτε στη ζωή σου. Δείτε τι γίνεται τώρα στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης: οι μισοί δουλεύουν υπερβολικά σκληρά και οι άλλοι δεν δουλεύουν αρκετά σκληρά. Αυτό που λέει η Μέρκελ για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης είναι απάνθρωπο. Θέλει να επιβάλει παντού την “προτεσταντική ηθική της εργασίας”. Οι άνθρωποι θα φθάσουν στα όρια των αντοχών τους. Είναι κομμάτι μιας ολόκληρης προπαγάνδας που ξεκίνησε από τη Βιομηχανική Επανάσταση. Θυμηθείτε ότι στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν ημέρες που το εμπόριο ήταν απαγορευμένο, ημέρες αφιερωμένες στο γλέντι ή στην προσευχή. Ακόμη και τον Μεσαίωνα εθεωρείτο αμαρτία να περιστρέφεται η ζωή σου γύρω από το χρήμα. Από τότε που εμφανίστηκαν οι μηχανές που δουλεύουν μέρα νύχτα, η αξιοπρέπεια του ανθρώπου βασίζεται στον κάματό του. Ο καπιταλισμός έχει αναγάγει την εργασία σε θρησκεία. Το τραγικό, βέβαια, είναι ότι το ίδιο έχει κάνει και ο σοσιαλισμός!». Μου υπενθυμίζει ότι οι τεμπέληδες αντιμετωπίζονται διαχρονικά ως κακοποιά στοιχεία: «Οι ναζί φοβούνταν ιδιαίτερα αυτούς που δεν εργάζονταν. Τον Ιανουάριο του 1938, ο Χίμλερ διέταξε “όλα εκείνα τα στοιχεία που αποφεύγουν τη δουλειά” να σταλούν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως με ένα μαύρο τρίγωνο ραμμένο στα ρούχα τους. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ένας επικίνδυνος ιός που απειλούσε να βλάψει τον σκληρά εργαζόμενο οργανισμό του κράτους».

Less is more

Τον εκλιπαρώ να μου εξηγήσει με απλά λόγια το οξύμωρο που διατρέχει τη θεωρία τού «Δουλεύοντας λιγότερο, παράγεις περισσότερα». «Εγώ και στις καλύτερες δουλειές που είχα το βίωνα» μου απαντάει. «Τη μισή ημέρα κάθεσαι εκεί απλώς, χαζεύεις την οθόνη του υπολογιστή σου, αγωνίζεσαι να πείσεις τον εαυτό σου και τους άλλους ότι έχεις πέσει με τα μούτρα στη δουλειά, τσεκάρεις τα e-mail σου, χαζολογάς, κάνεις κανένα τηλέφωνο στην γκόμενά σου. Δεν άργησα να συνειδητοποιήσω ότι είναι προτιμότερο να δουλεύω δύο-τρεις ώρες (τις ώρες δηλαδή που πραγματικά δούλευα) και τις υπόλοιπες ώρες να “αράζω“, π.χ., κάνοντας μια ωραία βόλτα στο πάρκο. Ανακάλυψα ότι δεν υπάρχει καμία αντιστοιχία ανάμεσα στις εργατοώρες που “βάζεις” και στην ποιότητα της δουλειάς που βγάζεις. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι τα περισσότερα τραγούδια των Beatles γεννήθηκαν μέσα σε πέντε λεπτά».

Μήπως είναι λίγο τραβηγμένο να προτάσσεις αυτή τη στιγμή το δικαίωμα στην τεμπελιά σε μια χώρα που μαστίζεται από την ανεργία; «Ετσι δουλεύει το καπιταλιστικό σύστημα. Υπάρχουν πάντα εκατομμύρια άνθρωποι άνεργοι, όπως υπάρχουν και άνθρωποι τόσο απελπισμένοι, που μπορούν να κάνουν οποιαδήποτε δουλειά. Η ύπαρξη των δεύτερων συντελεί στο να μείνουν οι πρώτοι υποδουλωμένοι σε δουλειές που απεχθάνονται, για να μη γνωρίσουν και αυτοί το τρομακτικό φάσμα της ανεργίας. Είναι, βέβαια, πολύ οδυνηρό να χάνεις τη δουλειά σου. Αυτό που κατ’ ουσίαν συμβαίνει είναι ότι σε γαλουχούν με έναν συγκεκριμένο τρόπο, χρόνια ολόκληρα σου λένε ότι είσαι υπό τη δική τους φροντίδα, σε μαθαίνουν να παπαγαλίζεις “είμαι ξυλουργός”, “είμαι οδηγός σε ασθενοφόρο”, “είμαι αρχιτέκτονας”, “είμαι εργάτης σε εργοστάσιο” και στο τέλος σού το παίρνουν πίσω όλο αυτό, σε εγκαταλείπουν, σε απολύουν. Είναι σαν τη μετάβαση από έναν κήπο στον οποίο υπάρχει η ανθρώπινη επέμβαση σε έναν κήπο ολότελα φυσικό, “άγριο”: Δεν μπορείς, για παράδειγμα, να φροντίζεις επί σειρά ετών μια πορτοκαλιά, να την κλαδεύεις, να την “ταΐζεις” τεχνητά λιπάσματα και γενικά να επεμβαίνεις επάνω της και μετά να εξαφανίζεσαι, περιμένοντας ότι η πορτοκαλιά αυτή θα αναπτυχθεί μόνη της μέσα στη φύση, ότι δεν θα πεθάνει».

Ελεύθερος ωραρίου

Ο άοκνος τεμπέλης Τομ Χότζκινσον παραδέχεται ότι η δουλειά μπορεί να είναι σημαντική. «Ομως, για ποια δουλειά μιλάμε; Στο βιβλιοπωλείο μας στο Λονδίνο συναντάμε ανθρώπους που δεν κερδίζουν από την εργασία τους ούτε ικανοποίηση, ούτε αξιοπρέπεια, ούτε καν χρήματα. Οχι μόνο δεν τους προσδίδει μια ταυτότητα, αλλά τους κάνει να αισθάνονται κουρέλια. Δουλεύουν εξοντωτικά ωράρια, υφίστανται bullying από το αφεντικό τους, παραμελούν την οικογένειά τους, τους φίλους τους, τον εαυτό τους». Νομίζω ότι ο Χότζκινσον είναι ο μοναδικός τον οποίο μπορώ να ρωτήσω σήμερα ανερυθρίαστα για τα… αγαθά της ανεργίας. «Οταν χάνεις τη δουλειά σου, λες “τι θα κάνω;”, “πώς θα τα βγάλω πέρα;”. Και όμως, αν καταφέρεις να ξεπεράσεις αυτή την εξαιρετικά επώδυνη περίοδο, θα ξαναβρείς την αξιοπρέπεια που νομίζεις ότι έχεις απολέσει. Δείτε στη Βρετανία τι έγινε με τους ανθρακωρύχους. Η μεταλλευτική βιομηχανία πήρε την κάτω βόλτα και πολλοί βρέθηκαν σε απόγνωση. Σιγά σιγά, όμως, κάποιοι ορθοπόδησαν, έστησαν τις δικές τους μικρές επιχειρήσεις, έγιναν κοινωνικοί λειτουργοί κτλ.».

Η λύση; «Πρέπει να σπάσουμε τα δεσμά του κράτους και της μεγάλης επιχείρησης, να επαναδιοργανωθούμε σε μικρότερες, τοπικές κοινότητες, να πάρουμε την ευθύνη της ζωής μας στα χέρια μας». Ο ίδιος, πάντως, κάτι τέτοιο έκανε στήνοντας ένα περιοδικό με σήμα το σαλιγκάρι, ένα καφέ-βιβλιοπωλείο με σπιτικό κέικ και μια φάρμα με γουρουνάκια. Σε τι θα συνόψιζε το μανιφέστο του αληθινού τεμπέλη; «Ελευθερία, ευθύνη, αυτονομία. Με την ευθύνη πιο σημαντική από τις τρεις, επειδή αναλαμβάνεις εσύ να δημιουργήσεις τις δικές σου συνθήκες». Η κουβέντα τελειώνει με την προμετωπίδα στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου του «Ζήσε ανέμελα»: «Ας είμαστε οκνοί στα πάντα εκτός από τον έρωτα, το ποτό και την ίδια την οκνηρία» (Γκότχολντ Εφρεμ Λέσινγκ 1729-1781).