Σάββατο βράδυ, 11 Φεβρουαρίου, λίγα λεπτά μετά τις 9 μ.μ. Είχαμε μόλις τελειώσει από ένα ρεπορτάζ στο κέντρο της Αθήνας. Τώρα, διασχίζαμε την πλατεία Συντάγματος η οποία, «νεκρή» όπως ήταν, και παρόλο που το Σαββατόβραδο ήταν μόλις στην αρχή του, έμοιαζε περισσότερο σαν να βρίσκεται στην άκρη της πόλης παρά στην καρδιά του κέντρου της πρωτεύουσας. Χρονικά, βρισκόμασταν ανάμεσα σε δύο διαμαρτυρίες, η μία είχε τελειώσει πριν από κάποια ώρα και η άλλη θα ακολουθούσε το απόγευμα της επομένης (και θα εξελισσόταν, όπως όλοι ξέρουμε ότι εξελίχθηκε).

Στο κλειστό σιντριβάνι της πλατείας, μια ιδιότυπη πολιτική παρέμβαση, που έμοιαζε σχεδόν εικαστική, υπογράμμιζε ακριβώς αυτό το «ανάμεσα σε δύο διαμαρτυρίες». Τοποθετημένες επάνω στο σιντριβάνι, δύο παλιές, ασημένιες κορνίζες έκλειναν μέσα τους ασπρόμαυρες φωτογραφίες περασμένων δεκαετιών, και μαζί τους στιγμές νοσταλγικές: Στη μία, εικονιζόταν κάποιο ζευγάρι, σε κάποια παραλία, κάποιο καλοκαίρι. «Ο μπαμπάς και η μαμά σε διακοπές (Το ΠαΣοΚ τότε μας έστελνε διακοπές)» είχε γράψει από κάτω, με κόκκινο μαρκαδόρο επάνω στο σιντριβάνι, ο άγνωστος εμπνευστής της ιδέας. Στην άλλη, το πορτρέτο μιας γυναίκας. «Η θεία μου η Μαριγώ» μας πληροφορούσε και πάλι ο άγνωστος, του οποίου την πρωτοβουλία εμείς τώρα φωτογραφίζαμε και σχολιάζαμε στα όρθια.

«Ε, παιδιά, συγγνώμη. Για αυτό που κάνετε πρέπει να μου δώσετε πέντε ευρώ» ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή. Ενας ψηλόλιγνος μεσήλικας, με το τζιν του μέσα στις δερμάτινες μπότες του, ένα κόκκινο φούτερ με κουκούλα και ένα φουσκωτό, μπλε μπουφάν, μας πληροφορούσε ότι μπορούμε να φωτογραφίσουμε όσο θέλουμε και να καθίσουμε όσο θέλουμε να κοιτάζουμε το «έργο τέχνης» του («γιατί αυτό είναι έργο τέχνης, έτσι;»), αλλά αφού του δώσουμε πέντε ευρώ. Λίγο η αμηχανία της στιγμής, λίγο η «επαγγελματική διαστροφή» μας να ακούσουμε την ιστορία του, τα πέντε ευρώ τα πήρε – εύκολα. Αμέσως μετά, μας συστήθηκε: «Αλέξανδρος. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, αλλά σίγουρα με ξέρετε».

Και μας είπε και την ιστορία του – την οποία μάλλον δεν είχε κάνει πρόβα: «Μένω έξω επτά χρόνια. Ημουν στην ομάδα αστέγων τις ημέρες των “Αγανακτισμένων” στο Σύνταγμα και έμενα εδώ, στην πλατεία. Οταν μας έδιωξε ο δήμαρχος, πήγα στο Ζάππειο. Εκεί μένω τώρα, μαζί με άλλους 35 ανθρώπους. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι γεροντάκια και, σαν πιο έμπειρος στον δρόμο και πιο νέος, τους βοηθάω. Και τώρα βρήκα αυτόν τον τρόπο για να μαζέψω μερικά χρήματα για αυτούς τους ανθρώπους». Πριν προλάβουμε να απαντήσουμε, μας πρόλαβε και πάλι: «Εντάξει, βέβαια, δεν ενημερώνω εκ των προτέρων ότι πρέπει να δώσετε πέντε ευρώ, αλλά νομίζω ότι δεν είναι εκμετάλλευση γιατί είναι για καλό σκοπό – αν θέλετε, πηγαίνετε στο Ζάππειο να δείτε, και να ρωτήσετε για μένα, όλοι θα με ξέρουν».

Αλλά, πολύ σύντομα, ο Αλέξανδρος μάς είπε και άλλα: ότι μένει «έξω» με τη γυναίκα του και τη 12χρονη κόρη του, η οποία πηγαίνει στην Α’ Γυμνασίου και λέει σε όλους τους φίλους της πού μένει διότι δεν υπάρχει λόγος να το κρύβει, ότι πηγαίνουν δύο φορές την εβδομάδα σε κάποιο ξενοδοχείο της Ομόνοιας και, με 12 – 13 ευρώ, κάνουν ένα μπάνιο, ότι ψήφισε το ΠαΣοΚ στις εκλογές του 2009 διότι «τον είχα δει αυτόν (σ.σ.: τον Γιώργο Παπανδρέου) μια φορά στο μετρό και μου είχε φανεί άνθρωπος με όραμα». Και ότι αυτές τις δύο φωτογραφίες, για τη θέαση και τη φωτογράφιση των οποίων εμείς είχαμε πληρώσει πέντε ευρώ, τις βρήκε τυχαία στα σκουπίδια: «Τις βρήκα, τις πήρα και σκέφτηκα να κάνω αυτό εδώ το πράγμα στο Σύνταγμα. Εξυπνο δεν είναι; Οπου και να πάω, αυτές τις φωτογραφίες θα τις πάρω μαζί μου, είναι το γούρι μου» μας είπε στο τέλος, και η συζήτηση διακόπηκε όταν οι φίλοι του από το διπλανό παγκάκι τού ζήτησαν το ούζο που είχε στην τσέπη του.

Αν ο Αλέξανδρος είναι άστεγος, πρεζάκι ή οτιδήποτε άλλο δυστυχές, αν είναι πνεύμα φιλάνθρωπο ή επιχειρηματικό και αν το «γούρι» του το βρήκε ή το κατασκεύασε, είναι ερωτήματα που δεν μπορώ να απαντήσω. Αυτό που ξέρω είναι ότι είκοσι λεπτά αργότερα, όταν από καθαρή περιέργεια επέστρεψα στην πλατεία Συντάγματος, ο Αλέξανδρος (;) και οι φίλοι του τα έπιναν, καθισμένοι στο ίδιο παγκάκι. Αλλά οι κορνίζες δεν ήταν πια τοποθετημένες στο σιντριβάνι. «Η μαμά και ο μπαμπάς σε διακοπές (τότε το ΠαΣοΚ μας έστελνε διακοπές» και «η θεία μου η Μαριγώ», αυτά έμεναν στο σιντριβάνι σαν λεζάντες σε ανύπαρκτες αναμνηστικές φωτογραφίες.