Οταν γράφεις την αυτοβιογραφία σου ενώ βρίσκεσαι μόλις στην τέταρτη δεκαετία της ζωής σου, καλό είναι να έχεις κάτι εξαιρετικό να πεις. Ο βρετανός ποιητής και συγγραφέας Ρόμπερτ Γκρέιβς, για παράδειγμα, έγραψε το «Goodbye to all that» σε ηλικία 34 ετών το 1929 – αλλά είχε να καταγγείλει το περιβάλλον των αγγλικών αριστοκρατικών ιδιωτικών σχολείων και να διηγηθεί την εμπειρία των χαρακωμάτων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Αντρέ Αγκάσι, από την άλλη πλευρά, έχοντας αποχωρήσει από το παγκόσμιο τένις μόλις πριν από τρία χρόνια, στα 36 του, με οκτώ τίτλους Grand Slam και το χρυσό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας στα χέρια του, τι ανάλογο να έχει να μας πει στο αυτοβιογραφικό «Open» το οποίο κυκλοφόρησε στις αρχές Νοεμβρίου 2009 προκαλώντας τόσες αντιδράσεις;

Οχι ότι τέτοιοι πρόωροι και φαινομενικά ανούσιοι απολογισμοί είναι ασυνήθιστοι τελευταία στον αθλητισμό – ο Λιούις Χάμιλτον έσπευσε να μας εξομολογηθεί τα πάντα για τα οικογενειακά του και τους εφηβικούς του έρωτες με το που πάτησε τα 22 και θεωρήθηκε φαβορί για τον τίτλο της Φόρμουλα 1. Η ζωή του Αγκάσι ωστόσο έχει ένα παραπάνω ενδιαφέρον: υπήρξε το πιο πρόσφατο παρορμητικό και αντιφατικό «κακό παιδί» ενός καθ’ όλα «καθαρού» αθλήματος – ένας Τζον Μάκενρο με πολύ μεγαλύτερη εμμονή στη δημοσιότητα.
{{{ moto }}}
Ο Αγκάσι γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1970 στο Λας Βέγκας, γιος του Ιρανού αρμενικής καταγωγής Ιμάνουελ Αγκασιάν, ο οποίος υπήρξε επίσης αθλητής εκπροσωπώντας την Περσία ως πυγμάχος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1948 και του 1952 προτού μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ηλικία 13 ετών έστειλε τον Αντρέ στην περίφημη Ακαδημία Αντισφαίρισης του Νικ Μπολετιέρι – ενός απαιτητικού προπονητή από τα χέρια του οποίου πέρασε η αφρόκρεμα του τένις, από τον Μπόρις Μπέκερ και τον Τζιμ Κούριερ ως τη Μόνικα Σέλες – στη Φλόριδα, με την προοπτική να μείνει εκεί για δύο μήνες μια και δεν είχε τα απαιτούμενα χρήματα για μεγαλύτερης διάρκειας παραμονή.

Ο Μπολετιέρι παρακολούθησε τον νεαρό να αγωνίζεται για ένα δεκάλεπτο και επέστρεψε στον πατέρα του τα δίδακτρα λέγοντάς του ότι ο γιος του ήταν τόσο ταλαντούχος ώστε αναλάμβανε ο ίδιος να τον διδάξει δωρεάν! Σε τρία χρόνια, σε ηλικία 16 ετών, ο Αγκάσι έπαιζε επαγγελματικό τένις, με σήμα κατατεθέν την ταχύτητα, τη δύναμη, το παιχνίδι πάνω στη γραμμή και την καλύτερη ίσως «απάντηση» των τελευταίων δεκαετιών σε σέρβις αντιπάλου. Κατεξοχήν καλής φυσικής κατάστασης αθλητής, επέλεγε συντηρητικές βολές για να τελειώσει τους πόντους του, ώστε να μειώσει τα δικά του λάθη και να μεγιστοποιήσει την κόπωση του άλλου, κάτι που του έδωσε το παρωνύμιο «Τιμωρός». Με 60 τίτλους και 31 εκατ. δολάρια σε κέρδη στην εικοσαετή σταδιοδρομία του, τρίτη καλύτερη οικονομική επίδοση όλων των εποχών πίσω από τον Πιτ Σάμπρας και τον Ρότζερ Φέντερερ, πρώτος στην παγκόσμια κατάταξη το 1995 και μεταξύ των καλύτερων του κόσμου ως το 2002, προτού μια σειρά τραυματισμών στη μέση τον αναγκάσουν να αποχωρήσει το 2006, επανέφερε από κοινού με τον Σάμπρας την αντισφαίρηση στην ατζέντα και στη φίλαθλη συνείδηση των Αμερικανών. Και όλα αυτά λειτουργώντας αντιθετικά με τα ευγενή πρότυπα του αθλήματος: γκρινιάρης προς τους διαιτητές, αμφισβητίας της πάλλευκης στολής και λάτρης της δημοσιότητας – σήμα κατατεθέν του η δήλωση: «Το ίματζ είναι τα πάντα».

Ακόμη και στον πρώτο του θρίαμβο, την επική νίκη επί του Γκόραν Ιβανίσεβιτς στον τελικό του Γουίμπλεντον το 1992, φρόντισε ώστε μια «εξωγηπεδική» ενέργεια να κάνει τα μέσα ενημέρωσης να ασχοληθούν περισσότερο μαζί του: όταν παρέλαβε το τρόπαιο από τη Δούκισσα του Κεντ, δεν έβγαλε το καπέλο του μπροστά της – για το σκουλαρίκι που φορούσε στο αριστερό αφτί, φυσικά ούτε λόγος… Οι βρετανικές εφημερίδες μίλησαν για «παραβίαση πρωτοκόλλου», ο Αγκάσι ήταν εκεί όπου ήθελε, στο πρωτοσέλιδο.

Η αυτοβιογραφία του φυσικά επαναλαμβάνει όλα τα παραπάνω – και προσθέτει μερικά μυστικά της προσωπικότητάς του, που ο αμερικανός τενίστας έκρυβε επιμελώς ως σήμερα. Το 1996, σε μια στιγμή αδυναμίας, βρέθηκε να δοκιμάζει την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη που ένας φίλος του άπλωσε πάνω σε ένα τραπεζάκι του καφέ. Η διαδοχή των συναισθημάτων που περιγράφει είναι χαρακτηριστική: λύπη που την ακολουθεί ένα αίσθημα απέραντης ευφορίας, το οποίο με τη σειρά του συνοδεύεται από μια τεράστια συσσώρευση ενέργειας.

«Με έπιασε ξαφνικά μια απίστευτη ανάγκη για καθαριότητα. Αρχισα να γυρίζω πάνω-κάτω στο σπίτι και να πετάω πράγματα, να ξεσκονίζω τα έπιπλα, να τρίβω την μπανιέρα και να φτιάχνω τα κρεβάτια». Στη συνέχεια, όταν η μανία καθαριότητας καταλάγιασε και ήρθε η ώρα να βγάλει την ποδιά της νοικοκυράς, ο Αγκάσι ήρθε αντιμέτωπος και με τις υπόλοιπες συνέπειες της πράξης του. Ενημερώθηκε ότι είχε βρεθεί θετικός σε τεστ κατά των ναρκωτικών τις παραμονές ενός τουρνουά όπου θα συμμετείχε. Η αντίδρασή του ήταν να γράψει ένα γράμμα προς την Ενωση Επαγγελματιών Αντισφαιριστών, στο οποίο παραδεχόταν τη χρήση μεθαμφεταμίνης, υποστήριζε όμως ότι αυτό συνέβη κατά λάθος, έχοντας μπερδέψει το δικό του αναψυκτικό με κάποιου φίλου του, που συνήθιζε να το απολαμβάνει με συγκεκριμένες προσμείξεις.

Το τι ακριβώς ακολούθησε δεν είναι σαφές, μια και ενώ ο Αγκάσι λέει ότι η Ενωση αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς του, ο ίδιος ο οργανισμός με επίσημη ανακοίνωσή του διαψεύδει ότι είχε την αρμοδιότητα να κάνει κάτι τέτοιο. Ωστόσο είναι γεγονός ότι ο τενίστας δεν τιμωρήθηκε με αποκλεισμό, όπως προέβλεπαν οι κανόνες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ήδη την καταδίκη από μια σειρά παραγόντων του αθλήματος. Ο αντίπαλός του στον τελικό στους Αγώνες της Ατλάντας το 1996, Ισπανός Σέρχι Μπρουγκέρα, ζήτησε να του αφαιρεθεί το χρυσό μετάλλιο πάραυτα (και μαντέψτε πού θα πάει μετά). Ο επίσης Ισπανός Ραφαέλ Ναδάλ έσπευσε στο πλευρό της ηθικής, δηλώνοντας ότι οι παραβάτες πρέπει να τιμωρούνται, ο Ρώσος πρώην τενίστας Μαράτ Σάφιν υπερθεμάτισε καλώντας τον Αγκάσι να επιστρέψει όσα χρήματα και τίτλους κέρδισε υπό την επήρεια των ναρκωτικών, ενώ η WADA ανακοίνωσε ότι διερευνά το αν μπορούν να διατυπωθούν κατηγορίες εναντίον του με αφορμή την ψευδορκία. Η περιπέτεια με την κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη μάλλον δεν θα πρέπει πάντως να εξέπληξε πολλούς, δεδομένου του βεβαρημένου ιστορικού των βιαστικών αποφάσεων του Αγκάσι.

Ενδεχομένως η αποκάλυψη ότι η πλούσια κόμη, σήμα κατατεθέν του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δεν ήταν φυσική αλλά αποτελούσε μια ιδιαίτερα επιμελημένη και εντυπωσιακή περούκα να κλόνισε περισσότερες συνειδήσεις από όσες σόκαρε η «εκδρομή» του στον χώρο των ναρκωτικών. Οι πολυάριθμες θαυμάστριές του κατανοούν πλέον και την αιτία της κάκιστης απόδοσής του στον πρώτο μεγάλο τελικό της καριέρας του, εκείνον του Ρολάν Γκαρός το 1990: το προηγούμενο βράδυ η φενάκη είχε αρχίσει να καταρρέει στο μπάνιο («μάλλον χρησιμοποίησα λάθος προϊόν» γράφει ο Αγκάσι) και χρειάστηκε να επιστρατευτούν ο αδελφός του και 20 τσιμπιδάκια για να μην εμφανιστεί φαλακρός στο κορτ την επόμενη ημέρα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα ωστόσο δεν τον κατέτρυχε ο εφιάλτης της απώλειας του τίτλου, αλλά της περούκας: «Σε κάθε άλμα τη φανταζόμουν να πέφτει στην άμμο και εκατομμύρια τηλεθεατές να γουρλώνουν τα μάτια τους και να αναρωτιούνται σε δεκάδες γλώσσες και διαλέκτους πώς είναι δυνατόν τα μαλλιά του Αντρέ Αγκάσι να ξεκόλλησαν από το κεφάλι του». Οφείλει τη μάλλον σοφή απόφαση να ξυρίσει ό,τι απέμεινε στην πρώτη του σύζυγο, Μπρουκ Σιλντς, με την οποία χώρισαν το 1999 έπειτα από δύο χρόνια γάμου. Αλλά οι παρορμήσεις του Αγκάσι είναι γνωστές: χρειάστηκε ο καθιερωμένος χορός των νικητών στο Ρολάν Γκαρός του 1999 για να προσέξει την παρουσία της Στέφι Γκραφ, η οποία τελικά έγινε σύζυγός του το 2001.

Μετανοημένος για τα λάθη του, αν και αδιάφορος για όσα λέει πλέον για αυτόν ο κόσμος του τένις, ο Αντρέ Αγκάσι προβάλλει ως εξαιρετικά ειλικρινής αλλά και άριστος χειριστής ξανά του παιχνιδιού της δημοσιότητας. Αλλωστε, «σημασία δεν έχουν τα λάθη σου», επεσήμανε σε συνέντευξη που παραχώρησε στο πρακτορείο Reuters στις 12 Νοεμβρίου 2009, «εκείνο που μετράει είναι τι αποκομίζεις από αυτά». Θα το μάθουμε σίγουρα, μια και μόλις στα 39 του ο Αγκάσι προλαβαίνει προφανώς να κάνει κι άλλα.

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 15 Νοεμβρίου 2009.