Ακόμη και σήμερα, μπορεί να τον πλησιάσει κάποιος στον δρόμο και να τον προσφωνήσει «Αλεξάντερ Πετρόφσκι». Το «Sex and the City» μοιάζει ένα μακρινό παρελθόν, όμως για τους φανατικούς της δημοφιλούς σειράς ο απόμακρος «Ρώσος» με το καθηλωτικό βλέμμα υπήρξε ένας από τους πιο αξιομνημόνευτους ανδρικούς χαρακτήρες που διεκδίκησαν την καρδιά της άστατης Κάρι Μπράντσο (στον τελευταίο κύκλο, το 2003). Η πλειονότητα του κοινού μάλλον τον έβλεπε για πρώτη φορά στους δέκτες του και στη ζωή του. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα τον ξεχνούσε ποτέ πια. Γιατί ακόμη και μέσα από το σύντομο πέρασμα από τη μικρή οθόνη ήταν σε θέση να απελευθερώσει ωστικά κύματα καθηλωτικής ενέργειας με την πιο ανεπαίσθητη κίνησή του.
Υπερβολή; Ισως. Ωστόσο, είναι αδύνατον να απεμπλακείς από την έλξη που σου ασκούν, ο άνδρας, η ιστορία του, ο χορός του, η χάρη με την οποία ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ ανέκαθεν ακροβατούσε ανάμεσα στο μυθικό και στο πιθανό. Γι’ αυτό είναι και τόσο πολλοί οι μικροί ή μεγαλύτεροι θρύλοι που περιβάλλουν το όνομά του.
Οπως, για παράδειγμα, ότι είχε αρνηθεί τουλάχιστον δεκαπέντε φορές να υποδυθεί τον Βασλάβ Νιζίνσκι (1889-1950), τον μεγαλύτερο χορευτή των αρχών του 20ού αιώνα, μοιράζοντας επίμονα «όχι» σε επίδοξους δημιουργούς που του το πρότειναν, ακόμη και στον υπέρτατο Ινγκμαρ Μπέργκμαν. «Δεκαπέντε φορές; Πρόκειται για υπερβολή» θα πει με τη νωχελική φωνή του και με μια ανεπαίσθητη υποψία θυμηδίας. «Σίγουρα μου προτάθηκε να τον ενσαρκώσω αρκετές φορές αλλά κάθε φορά θεωρούσα ότι τα πρότζεκτ δεν ήταν τα κατάλληλα. Γιατί εξιστορούσαν τη ζωή του Νιζίνσκι, τον λαμπερό βίο αυτού του μεγάλου χορευτή, και πάντα πίστευα ότι δεν ήμουν εγώ ο κατάλληλος για να τον ενσαρκώσω, ότι δεν διέθετα τα κατάλληλα υποκριτικά εργαλεία, πέρα από το ότι είχα παρουσιάσει τις ίδιες χορογραφίες».
Μέχρι που μπήκε στο κάδρο ο Μπομπ Γουίλσον, συνεργάτης του στην παράσταση «The Old Woman» του Δανιήλ Χαρμς, την οποία είδαμε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου το 2013. Ο αμερικανός σκηνοθέτης της αψεγάδιαστης ομορφιάς και της μέγιστης εφικτής τελειότητας διατύπωσε την πρότασή του με έξυπνο timing, στη διάρκεια ενός χαλαρού δείπνου. Η πρόταση ήταν να συνεργαστούν σε μια παράσταση βασισμένη στο αυτοβιογραφικό ημερολόγιο του ρωσοπολωνού χορευτή Νιζίνσκι, σε μια κατάδυση στον εύθραυστο ψυχισμό του ανδρός, ο οποίος πέθανε μόλις στα 49 του εξαιτίας της σχιζοφρένειας που τον καταταλαιπώρησε στη σύντομη ζωή του. Και επειδή τον Πετρόφσκι πολλοί μνημονεύουν αλλά τον Νιζίνσκι πολύ λιγότεροι, ο περί ου ο λόγος χορευτής «εκπροσωπεί για τον χορό ό,τι και η Μαρία Κάλλας για το λυρικό τραγούδι» όπως επισημαίνει πολύ εύστοχα ο Μπαρίσνικοφ από τη Ζυρίχη όπου βρίσκεται στο πλαίσιο της περιοδείας της παράστασης «Γράμμα σε έναν άνδρα».
Το μεγάλο ταλέντο των μυθικών Ρωσικών Μπαλέτων του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ χόρεψε το «Απομεσήμερο ενός Φαύνου» του Ντεμπισί το 1912, ενώ χορογράφησε την πρώτη εκτέλεση της μυθικής «Ιεροτελεστίας της Ανοιξης» του Στραβίνσκι στο Παρίσι το 1913 με ένα νεωτεριστικό πνεύμα που τον κατέταξε αυτομάτως στους πρωτοπόρους του μοντερνισμού. «Χωρίς τον Νιζίσνκι δεν θα υπήρχε ο σύγχρονος χορός ή τουλάχιστον θα είχε ξεκινήσει πολύ αργότερα» λέει ο Μπαρίσνικοφ. Ενα άλλο επίτευγμά του ήταν ότι μπόρεσε να καταγράψει την καταβύθισή του στην τρέλα μέσα από ένα πλήρες ημερολόγιο το 1919, «κάθε ημέρα για έξι με επτά εβδομάδες μέσα από το ψυχιατρικό άσυλο όπου νοσηλευόταν, κάτι πολύ σπάνιο για ένα άτομο με τη δική του ψυχική ασθένεια».
Ο Μπαρίσνικοφ είχε πρωτοδιαβάσει «Το ημερολόγιο του Νιζίνσκι» σε γαλλική μετάφραση τη δεκαετία του ’60 και είχε εντυπωσιαστεί, όπως λέει, από τη γοητεία του κειμένου και από τη συγκινητική μαρτυρία ενός από τους διασημότερους χορευτές όλων των εποχών. «Ορισμένα αποσπάσματα διέθεταν μια αξιοθαύμαστη συνοχή, αλλά και μια ποιητικότητα, ενώ σε άλλα σημεία θύμιζαν παράλληλα μονολόγους του Ντοστογέφσκι. Ο Νιζίνσκι αναφέρεται στη σχέση του με τον Θεό, και την πατρότητα, στην τέχνη, στις ηθικές αξίες. Η ανάγνωση του ημερολογίου ήταν μια πολύ δυνατή εμπειρία». Δεν του περνούσε βεβαίως από το μυαλό ότι πολλά χρόνια μετά, κοντά στα 70 του χρόνια κι ενώ θα είχε πλέον κρεμάσει επισήμως τις «πουέντ» του, το κείμενο αυτό θα γινόταν η αφετηρία για το one-man show του σε αυτό το ιδιότυπο γουιλσονικό χοροθέατρο το οποίο θα καταφθάσει και στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση στο πλαίσιο του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, γεμάτο με τις μουσικές των Τομ Γουέιτς, Αρβο Περτ και Χένρι Μαντσίνι αλλά και του σοβιετικού φουτουριστή συνθέτη Αλεξάντερ Μοσόλοφ.
Η αλήθεια είναι ότι μοιάζει με το ιδανικό κάστινγκ και δικαιολογεί βεβαίως και τη μεγάλη ζήτηση του Μπαρίσνικοφ για να υποδυθεί ποικιλοτρόπως τον Νιζίνσκι. Ο μεγαλύτερος εν ζωή υποδύεται τον μεγαλύτερο που υπήρξε ποτέ. Δύο τιτανοτεράστιοι οι οποίοι επιπλέον κατάγονταν από την επαρχία, φοίτησαν στα Μπαλέτα Μαριίνσκι και το κυριότερο: έφυγαν και δεν επέστρεψαν ποτέ στη Ρωσία.
Υπάρχει ωστόσο μια μεγάλη, μικρή λεπτομέρεια που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περίπτωσή του Βασλάβ Νιζίνσκι και στην αναγωγή του στον υπέρτατο χορευτή όλων των εποχών. Δεν υπάρχει κινηματογραφημένο αρχειακό υλικό που να έχει συλλάβει την κίνησή του, τον χορό του. Ποιος μας λέει λοιπόν ότι κάποιος άλλος χορευτής δεν ξεπέρασε τη μεγαλοσύνη του στην πορεία και ότι ο απόλυτος υπερθετικός έχει τη χροιά του θρύλου χάρη σε μια εύφημη μνεία; «Πρέπει να χρησιμοποιήσετε τη φαντασία σας ή να δείτε και να κρίνετε τους χορογραφικούς πειραματισμούς του» λέει ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ στο BΗMAgazino. «Εγώ από την πλευρά μου μπορώ να σας πω ότι έχω χορέψει ρόλους που χόρεψε κι εκείνος και σας διαβεβαιώ ότι δεν πρόκειται για μια εύκολη δουλειά. Επειτα, αν θέλετε να πειστείτε, διαβάστε κείμενα ανθρώπων που τον είδαν να χορεύει. Οπως ο Ζαν Κοκτό, οι κριτικοί των αρχών του 20ού αιώνα στο Παρίσι, ο Προυστ, ο Ραβέλ, ο Στραβίνσκι. Ηταν ευρέως αποδεκτό ότι εκείνη την εποχή, τότε που ο Ντιαγκίλεφ είχε αρχίσει να μεσουρανεί στο Παρίσι, το μπαλέτο που ήταν μέχρι τότε γυναικεία υπόθεση άρχισε να ανοίγεται και στους άνδρες χάρη στον υπέρμετρα ταλαντούχο Νιζίνσκι. Εκείνος άνοιξε τον δρόμο για όλα τα φύλα. Ηταν άφοβος. Δεν έλειψαν βέβαια και τα σκάνδαλα από τη ζωή του» θα πει κάνοντας έτσι μια έμμεση αναφορά στην τρικυμιώδη και ερωτική σχέση του Νιζίνσκι με τον δημιουργό των Ρωσικών Μπαλέτων, Σεργκέι Ντιαγκίλεφ.
Ο «άνδρας» εξάλλου στον τίτλο της παράστασης είναι ο διάσημος ιμπρεσάριος o οποίος ανακάλυψε τον Νιζίνσκι όταν ήταν 19 ετών και το μεγάλο ταλέντο των Μπαλέτων Μαριίνσκι. Ο Νιζίνσκι δεν τον αναφέρει ποτέ ευθέως στο βιβλίο του. Η παθιασμένη τους σχέση κλυδωνίστηκε ανεπανόρθωτα όταν σε μια περιοδεία των Ρωσικών Μπαλέτων στη Λατινική Αμερική ο Νιζίνσκι επέστρεψε παντρεμένος με τη Ρόμολα Πάλσκι, μια φανατική θαυμάστριά του, μέλος της ουγγρικής αριστοκρατίας. Η απόλυσή του από τον προδομένο Ντιαγκίλεφ τον οδήγησε στην απραξία και σταδιακά στην τρέλα. Μέχρι το τέλος της ζωής του θα μπαινόβγαινε τσακισμένος σε ψυχιατρικές κλινικές.


Διαφάνεια και πειθαρχία

Η «τρέλα» του Νιζίνσκι οφειλόταν σε μια ενδογενή ψυχική διαταραχή, ωστόσο δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κανείς αν η απόλυτη και ολοκληρωτική αφοσίωση στην τέχνη μπορεί να σε οδηγήσει σε οριακές καταστάσεις. «Πολλοί χάνουν το μυαλό τους γράφοντας ένα μυθιστόρημα, ζωγραφίζοντας έναν πίνακα ή συνθέτοντας συμφωνίες» παραδέχεται ο Μπαρίσνικοφ. «Οι ηθοποιοί, οι ζωγράφοι, οι συνθέτες επιτρέπουν στον εαυτό τους να ξεπεράσουν τα όρια προκειμένου να διατηρήσουν τη φαντασία και την έμπνευσή τους. Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν με αυτό όλη τους τη ζωή». Πώς μπορείς να καθηλώσεις το κοινό χωρίς να απογυμνώσεις κομμάτια του ψυχισμού σου, χωρίς να εκθέσεις την ευαισθησία που σε καθιστά «διαφανή», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μπαρίσνικοφ, «παρά τη θέλησή σου» απέναντι σε ένα κοινό που σε κοιτάζει εξονυχιστικά και αναμένει να παρασυρθεί από τη μαγεία της κίνησής σου; «Η ευθραυστότητα είναι σίγουρα ένα συν όταν ερμηνεύεις, γιατί υπάρχει μια κοινώς αποδεκτή γοητεία η οποία πηγάζει από τη διαφάνεια του κάθε ξεχωριστού ψυχισμού. Συχνά ακούς άτομα από το κοινό να λένε: «Θεέ μου, πρέπει να είναι τρελός για να μπορεί να το κάνει αυτό». Κι εκείνοι όμως είναι τρελοί που αγοράζουν εισιτήρια για να δουν τον καλλιτέχνη. Είναι ένα παιχνίδι που απαιτεί δύο παίκτες».
Ο Μπαρίσνικοφ ευλογήθηκε ωστόσο με ένα πειθαρχημένο μυαλό. Η αφοσίωση και η δουλειά του είναι υποδειγματικές. Πώς αλλιώς αλήθεια μπορείς να ανταποκριθείς σε μια τόσο απαιτητική τέχνη όπως ο χορός για τόσες δεκαετίες; «Το σίγουρο είναι ότι δεν αρκεί να έχεις ταλέντο. Ορισμένοι καλλιτέχνες το έχασαν στην πορεία γιατί δεν ήξεραν πώς να δουλέψουν. Αυτό όμως είναι ένα ταλέντο από μόνο του το οποίο πρέπει κάπως να ενσωματωθεί στη φύση και στις δυνατότητες ενός ατόμου. Ξέρετε, γνώρισα πολλούς υπέροχους καλλιτέχνες μέσα από τον χορό οι οποίοι δεν μπορούσαν να επιτύχουν γιατί δεν ήξεραν πώς να δουλέψουν. Δεν είχαν τη δύναμη της θέλησης να δαμάσουν τον εαυτό τους και τις διαθέσεις τους. Να ριχτούν στη δουλειά ακόμη και αν δεν το αισθάνονταν απολύτως ορισμένες φορές, να μπορούν να έχουν μια εύθραυστη πνευματική κατάσταση και παράλληλα να είναι δυνατοί ώστε να κρατούν το σώμα σε άψογη φυσική κατάσταση. Το ίδιο συμβαίνει και στον αθλητισμό».
Για καιρό πλανιόταν στην ατμόσφαιρα η αίσθηση ότι η ευδοκίμηση ταλέντων σαν το δικό του ήταν το αποτέλεσμα της ατσαλένιας πυγμής του σοβιετικού καθεστώτος μέσα στο οποίο γαλουχήθηκε απ’ όταν γεννήθηκε το 1948 στη Ρίγα της τότε ΕΣΣΔ (σημερινής Λετονίας) ως Μιχαήλ Νικολάγεβιτς Μπαρίσνικοφ. «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε» δυσανασχετεί ελαφρώς. «Ναι, η Σοβιετική Ενωση υπήρξε μια χώρα που έδωσε πολλούς προικισμένους ανθρώπους στον κόσμο. Η πειθαρχία όμως ξεκινάει από την παιδική ηλικία και από τις οικογένειες επίσης και δεν οφείλεται μόνο στη σοβιετική εκπαίδευση. Ισως υπάρχει και ένα στοιχείο υπερβολής στην πίστη για την περίφημη σοβιετική παράδοση. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που μεγάλωσαν εκτός της σοβιετικής κοινωνίας, στη Γερμανία, στη Γαλλία ή στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία ή στο Περού».
Ωστόσο, στη συνέχεια θα αναθεωρήσει, υπό μια έννοια, την άποψή του: «Ο τρόπος με τον οποίο ήταν οργανωμένες οι καλλιτεχνικές σχολές, είτε πρόκειται για τον χορό είτε για τη μουσική –ξέρετε οι δάσκαλοί σου παραμένουν οι ίδιοι για πολλά χρόνια –ήταν υποδειγματικός. Ισως αυτή είναι η απάντηση. Προσωπικά στάθηκα πολύ τυχερός με τους δασκάλους που είχα αλλά και με τους ανθρώπους που με ενέπνευσαν». Ανάμεσά τους ήταν και ο μεγάλος δάσκαλος του μπαλέτου Αλεξάντερ Πούσκιν (1907-1970), ο οποίος τον δίδαξε στην Ακαδημία Χορού Βαγκάνοβα στο πάλαι ποτέ Λένινγκραντ. Ο Μπαρίσνικοφ εισήχθη στα 16 του μετά τις σπουδές κλασικού χορού στη γενέτειρά του, Ρίγα, και διαδέχθηκε τον άλλο μεγάλο της Ρωσίας, τον Ρούντολφ Νουρέγεφ.
Πάντως, η«πειθαρχία» του θρυλείται ότι επιβλήθηκε στον μικρό «Μίσα» (χαϊδευτικό του Μιχαήλ) από τον αυταρχικό πατέρα του, έναν συνταγματάρχη του σοβιετικού στρατού. Η αλήθεια είναι ότι σπανίως μιλάει γι’ αυτόν ενώ κάνει συχνά αναφορές στη μητέρα του, η οποία αυτοκτόνησε όταν ο Μπαρίσνικοφ βρισκόταν στην αρχή της εφηβείας του. Εκείνη του μεταστάλαξε μια βαθιά αγάπη για την τέχνη και χάρη σε εκείνη είδε για πρώτη του φορά μπαλέτο. «Με έπαιρνε μαζί της παντού για να βλέπω πράγματα, λάτρευε τις τέχνες, όλα τα είδη μουσικής, το θέατρο, τη ζωγραφική. Μια μέρα με πήγε να δούμε μπαλέτο. Ημουν 6-7 χρόνων και έχασα το μυαλό μου» διηγείται. Κάπως έτσι, προδιεγράφη το μέλλον του Μίσα, ο οποίος σαν το ομώνυμο αρκουδάκι των Ολυμπιακών της Μόσχας έμελλε να ανέβει πολύ ψηλά στον ουρανό της πρώην Σοβιετικής Ενωσης για να εξαφανιστεί τελικά από τον ορίζοντά της, ωστόσο δίχως να δακρύσει όπως η συμπαθής μασκότ.


Από την Ανατολή στη Δύση

H αυτομόλησή του στη Δύση θα έπαιρνε, όπως ήταν αναμενόμενο, μυθιστορηματικές διαστάσεις. Συνέβη το 1974 κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας με τα Μπαλέτα Μπαλσόι στον Καναδά όπου ζήτησε άσυλο προτού εγκατασταθεί τελικά στις ΗΠΑ. Ηταν μόλις 26 ετών και βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του στη Σοβιετική Ενωση, ήταν δηλαδή ήδη αστέρι των Μπαλέτων Κίροφ και οι σπουδαιότεροι χορογράφοι της Ρωσίας δημιουργούσαν αποκλειστικά για αυτόν. Είναι ενδεικτικό ότι η αγωνιώδης φυγή του, η οποία ενορχηστρώθηκε από φίλους και θαυμαστές του, έπρεπε να καθυστερήσει αρκετή ώρα καθώς μετά το τέλος της παράστασης «Δον Κιχώτης» με την οποία βρέθηκε στη συγκεκριμένη περιοδεία ο Μπαρίσνικοφ έπρεπε να επανέρχεται στη σκηνή για να ανταποκριθεί στα παθιασμένα «encore» του κοινού.
Σε μια συνέντευξη που έδινε εκείνη την εποχή στους «New York Times» δήλωνε ότι αν το σοβιετικό καθεστώς τού επέτρεπε να περνάει καιρό στο εξωτερικό ως επισκέπτης καλλιτέχνης σε ομάδες χορού, δεν θα είχε προβεί στο τολμηρό διάβημα. Αμφίβολο είναι ωστόσο αν θα είχε χτίσει την πλούσια και πολυποίκιλη καριέρα τους καρπούς της οποίας μπορεί να απολαμβάνει μέχρι σήμερα. Ποιος Πετρόφκσι και ποια Κάρι; Από το American Ballet Theatre στο New York City Ballet, στη συνεργασία με τον Ζορζ Μπαλανσίν, μέχρι το αβανγκάρντ πείραμα, White Oak Project, μια απόπειρα δηλαδή να συνεχίσει την παράδοση του ρωσικού μπαλέτου μέσα από τον σύγχρονο αμερικανικό χορό ή το Baryshnikov Arts Center, ένα κέντρο για όλους τους καλλιτέχνες στη Νέα Υόρκη, ο Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ δεν έπαψε να αναζητεί νέους τρόπους να εξελίξει την τέχνη του.
Για να μην παραλείψουμε και τη μαγεία του κινηματογράφου. Ο Μπαρίσνικοφ έκανε το ντεμπούτο του με την «Κρίσιμη καμπή» (1977) του Χέρμπερτ Ρος σε έναν ρόλο για τον οποίο μάλιστα απέσπασε μια υποψηφιότητα για Οσκαρ. Το Χόλιγουντ τον φλέρταρε, το ίδιο και η Τζέσικα Λανγκ με την οποία απέκτησε μια κόρη. «Πάντα φοβόμουν να μη βαρεθώ. Είναι κάτι που με έχει κρατήσει ζωντανό και με έχει βοηθήσει να μην παίρνω πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μου» θα πει.
Στο μεταξύ, η Ρωσία που άφησε πίσω του ξέφτισε, θάμπωσε και αναδύθηκε ξανά πιο φανταχτερή από ποτέ, με το αϊ-λάινερ να μουντζουρώνει γκροτέσκες μάσκες στα πρόσωπα των χορευτών μπαλέτων, όπως τα Μπαλσόι. Υπήρξε μια εποχή που ο θρύλος, για άλλη μια φορά, ήθελε το θλιμμένο βλέμμα του Μπαρίσνικοφ να οφείλεται στην αυτοεξορία του από τη μητέρα-πατρίδα, όμως η αλήθεια παραμένει ότι σε καμία άλλη χώρα πέραν της Αμερικής δεν θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος. Ή δεν θα είχε εξασφαλισμένη την ικανή και αναγκαία συνθήκη για να μπορέσει να προσεγγίσει την ευτυχία: την καλλιτεχνική ελευθερία που αποζητούσε αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να βρει στην ΕΣΣΔ.
Πρόσφατα, ο Μπαρίσνικοφ πολιτογραφήθηκε Λετονός. Για την ακρίβεια της πληροφορίας ο καλλιτέχνης αποδέχθηκε την τιμή που θέλησε να του επιφυλάξει η κυβέρνηση της βαλτικής χώρας. Μια κίνηση αβρότητας, τουλάχιστον από τη δική του πλευρά. «Επιστρέφω στη Λετονία μία φορά τον χρόνο συνήθως. Κάποιες φορές για να παρουσιάσω δουλειά μου αλλά συνήθως για να επισκεφθώ τον τάφο της μητέρας μου και να της αφήσω λίγα λουλούδια. Εζησα σε αυτήν τη χώρα μέχρι τα 16 μου, σε αυτήν βρίσκονται οι συμμαθητές μου αλλά και άνθρωποι από εκείνο το μακρινό παρελθόν».
Ως εκεί. Γιατί στο μυαλό και στην καρδιά του δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: «Είμαι Αμερικανός» θα δηλώσει απερίφραστα με την ελαφρώς ρωσική (ή μήπως λετονική;) προφορά του. «Είμαι ένας Αμερικανός», υπερθεματίζει, «και θα αφήσω την τελευταία μου πνοή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εχω μια αμερικανική οικογένεια και αγαπώ πολύ αυτήν τη χώρα. Δεν είναι όλα τέλεια, αλλά δεν θα μπορούσα να ζήσω πουθενά αλλού». Ακόμη και στη σημερινή εποχή όπου η Αμερική μοιάζει με μια πολύ θλιμμένη σκιά του παλιού, μεγαλειώδους εαυτού της. «Πρέπει να προσαρμοζόμαστε και στις καλές αλλά και κακές ημέρες. Αυτήν την περίοδο τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα όσον αφορά και την πολιτική κατάσταση και τη νέα κυβέρνησή μας. Για εμένα τα πράγματα είναι πολύ ξεκάθαρα, είμαι κατάφωρα εναντίον του Τραμπ, δεν συμφωνώ με το παραμικρό απ’ όσα λέει. Ομως εξακολουθώ να έχω την τέχνη μου, συνεχίζω ν’ ανεβαίνω στη σκηνή. Η τέχνη έχει μια θεραπευτική δύναμη. Πιστεύω ότι πρέπει να ζούμε διατηρώντας τις ηθικές αρχές μας και αν όλα πάνε κατ’ ευχήν, η πολιτική κατάσταση θα αλλάξει. Στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και οπουδήποτε αλλού. Είναι μια καταθλιπτική περίοδος αυτή που βιώνουμε αλλά θέλω να είμαι αισιόδοξος για το μέλλον». l
«Γράμμα σε έναν άνδρα»: Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, 10-13 Ιουλίου, σε συμπαραγωγή των Baryshnikov Arts Center, CPA και Αττικής Πολιτιστικής Εταιρείας.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο BHMAgasino στις 9 Ιουλίου 2017

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ