Ο τύπος ήταν δυστυχισμένος. Κοιμόταν για χρόνια με μια γυναίκα, τη νόμιμη σύζυγό του, που θα μπορούσε να είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια στο άθλημα του χειρισμού. Την άφησε οριστικά με μια υπέροχη αφορμή: όταν κατάλαβε πως το βράδυ ξεσκεπαζόταν μόνη της για να τον κατηγορήσει την επόμενη μέρα ότι «δεν τη σκέφτεται ούτε στον ύπνο του». Την άφησε τρέχοντας. Καλά της έκανε.

Ο καθηγητής ιστορίας Γκράχαμ Χέντρικ την παράτησε για τη γεμάτη ζωντάνια Αν, μια φρέσκια, έξυπνη, γυναίκα με ταλέντο στην αγάπη. Ήταν τόσο περιπετειώδης και ενδιαφέρουσα που για ένα φεγγάρι είχε παίξει και στο σινεμά, πριν τον γνωρίσει. Τον ερωτεύτηκε, την ερωτεύτηκε αλλά κάπου υπήρχε ένας αστερίσκος. Ο ανασφαλής καθηγητής δεν μπορούσε να ξεπεράσει το «μα τι μου βρήκε;», μια κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει έναν ερωτευμένο στην άλλη όχθη της λογικής. Τον οδήγησε.

Μια μέρα, τυχαία, ο κύριος καθηγητής πήγε να δει μια παλιά ταινία της. Ήταν μάλλον κουρασμένος από την ευτυχία του – οι άνθρωποι έχουν περισσότερο ταλέντο στο να είναι δυστυχισμένοι, νιώθουν πιο βολικά εκεί. Είδε την ταινία μόνος σε μια απογευματινή προβολή κι εκεί την αντίκρισε να κάνει σκηνοθετημένο έρωτα με έναν τύπο. Πριν ακόμα τη γνωρίσει. Ένιωσε επιθετικότητα, τάση για εμετό, ιδρώτα, τρέλα. Η ζωή του άλλαξε. Δεν της καταλόγιζε τίποτα, δεν μπορούσε να της καταλογίσει, αλλά ξαφνικά βούτηξε σε έναν περίεργο βούρκο χωρίς σωτηρία: βούτηξε στη βαθιά παραλυτική, σκληρή ερωτική ζήλια. Ο Γκράχαμ είναι ήρωας του βιβλίου «Πριν εκείνη με γνωρίσει» του βραβευμένου με Booker συγγραφέα Τζούλιαν Μπαρνς. Δεν είναι «Ελληνάρας» για να του καταλογίσουμε επιπολαιότητα και επιφανειακό συναισθηματισμό, είναι γεννημένος στη βαθιά φλεγματική Αγγλία. Δεν είναι ακαλλιέργητος, είναι καθηγητής ιστορίας. Δεν είναι πρωτάρης, έχει πατήσει τα 50. Και όμως, έπεσε κι αυτός θύμα της. Αλίμονό μας.

Η ζήλια είναι ένα μικρό τερατάκι με πράσινα μάτια που κοιμάται μέσα σου – έτσι το έχει περιγράψει ο Σέξπιρ στον Οθέλλο, μάλλον κάτι ήξερε περισσότερο. Δεν εισβάλλει ξαφνικά, είναι τοποθετημένο από τον κατασκευαστή. Είναι πάντα εκεί, απλά τις περισσότερες περιόδους κοιμάται – μπορούμε να το φανταστούμε μακάρια, όπως όλοι όσοι τρέφονται από το κακό του άλλου και ξέρουν πως αυτή είναι η δουλειά τους: απλά κάποιος πρέπει να την κάνει.

Κάποια στιγμή το τέρας ξυπνάει. Δεν είναι ωραία εικόνα. Είναι εργατικό, φιλότιμο, ανελέητο. Κάνει βόλτες από το στομάχι μέχρι τον εγκέφαλο, συχνάζει στην καρδιά, ενίοτε κατεβαίνει και μέχρι τα πόδια και τα μουδιάζει. Σε καλεί να κατεβάσεις ποτά, σου φέρνει νευρικότητα, ταχυκαρδία. Όταν ξυπνάει για τα καλά, όταν πιάνει δουλειά με αυταπάρνηση και ζήλο, θέλεις να ανάψεις τσιγάρα, να μιλήσεις ακατάληπτα και κουραστικά σε απρόθυμα αυτιά. Θέλεις να σκύβεις το κεφάλι σε μπάρες που έχουν δει παρόμοια ανθρώπινα δράματα. Θέλει να θολώνει το μυαλό σου, να μπερδεύει την καρδιά σου, να σφίγγει τα νεφρά σου, να ταλαιπωρεί το συκώτι σου.

Απ’ όλες τις ποικιλίες της ζήλιας αυτή του αρσενικού είναι η πιο βασανιστική. Ίσως όχι άδικα, αν θεωρήσουμε πως η ζήλια είναι ένα πρόστιμο που αργά ή γρήγορα θα το πληρώσεις σε αυτήν τη ζωή. Είναι επίπονη γιατί είναι ριζωμένη σε ένα πρωτόγονο ένστικτο. Είναι τοξική γιατί δεν έχει να κάνει με την αγάπη, έχει να κάνει με τη θλιβερή αλλά απαραίτητη εξουσία. Είναι ενοχλητική γιατί έχει να κάνει με την τάση ιδιοκτησίας του άλλου. Είναι βασανιστική γιατί σ’ την έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοί σου και ας μην το έκαναν επίτηδες. Είναι σκληρή γιατί είναι ανεπεξέργαστη, ωμή, βαθιά.

Δεν υπάρχει πιο εύθραυστο πλάσμα από έναν εμποτισμένο με τα στερεότυπα της αρσενικής φύσης άνδρα, ίσως γιατί μέσα στην εξίσωση εμφανίζεται ενδόμυχα ο φόβος της πατρότητας. Ο πρωτόγονος φόβος (ανασφάλεια;) πως η γυναίκα θα επιλέξει ένα πιο δυνατό γονίδιο για να αναπαραχθεί, ο φόβος πως το παιδί δεν σου ανήκει, ο φόβος του ότι είσαι δεύτερος. Όπως λέει μια αφρικανική παροιμία, «Mama’s baby, papa’s maybe». Δεν είναι τυχαίο πως έξω από τα φαρμακεία διαφημίζονται ακόμα και σήμερα τα τεστ πατρότητας, μια φυσική μοντέρνα πρακτική μάρκετινγκ ενός προαιώνιου φόβου.

Δείξε μου έναν επίμονο ζηλιάρη και θα σου δείξω έναν παρατηρητικό άνθρωπο. Έναν τύπο μονίμως σε εγρήγορση, με φωτογραφική μνήμη, πιο έξυπνο (πονηρό;) απ’ ό,τι χρειάζεται για να διασκεδάσει κανείς τη ζωή. Ο ζηλιάρης προσέχει πράγματα που δεν θα έπρεπε να προσέχει. Έναν κωδικό στο facebook. Ένα βλέμμα ξεχασμένο σε ένα άλλο πρόσωπο για λίγα δευτερόλεπτα. Μια απουσία. Μια μνήμη που ξεχάστηκε. Ένα διαρκές βάσανο εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει ανεμελιά.

Η ζήλια, στην ακραία αρσενική μορφή της, παίρνει μια σχέση και την κάνει ιδιοκτησία, παίρνει την αγάπη και την κάνει κούραση. Και η αναδρομική ζήλια; Αυτό που έπαθε ο Γκράχαμ, ένας θλιβερός ήρωας βιβλίου, είναι κάτι που έχουν νιώσει όλοι (και όλες) έστω και αν δεν το ομολογούν. Είναι μια παθολογία, μια ανοησία, άλλη μία από τις απαραίτητες ανοησίες που πρέπει να περάσει κανείς για να φτάσει στη χαρά της απλότητας.

Ο Γκράχαμ δεν το κατάφερε – θυσιάστηκε για τη λογοτεχνία. Το ίδιο και ο Οθέλλος. Και αυτές είναι οι μόνες θυσίες της ζήλιας που μπορεί να θεωρηθούν ανεκτές. Στην κανονική ζωή δεν είναι θυσία, είναι ανοησία.