Τη λέξη ταμάμ οι Τούρκοι τη χρησιμοποιούν για να δηλώσουν ότι κάτι έχει έρθει ομαλά και στην ώρα του. Δεν γνωρίζουμε αν ο Ντένης Μακρής πιστεύει στα σημάδια, τώρα όμως που συμμετέχει σε μια τηλεοπτική σειρά που τιτλοφορείται έτσι, Ταμάμ δηλαδή, θα μπορούσε να σκεφτεί ότι η έκφραση τού πάει, βρίσκει δε μια χαρά εφαρμογή στην πορεία του στο θέατρο. Διότι ο τριαντάρης ηθοποιός ανήκει στο θίασο της παράστασης Η εκδοχή του Μπράουνινγκ, με πρωταγωνιστή το δάσκαλό του στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Καταλειφό και σκηνοθέτιδα την Ελένη Σκότη, αλλά από τις 15 Δεκεμβρίου θα ανεβαίνει και στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία υποδυόμενος έναν από τους πιο διάσημους ήρωες του παγκόσμιου θεάτρου. Θα παίξει τον Άμλετ σε μια νέα εκδοχή του σεξπιρικού έργου (με καινούργια, υπέροχη μετάφραση από την Ιζαμπέλα Κωνσταντινίδου) σκηνοθετημένη από τον ταλαντούχο Χρήστο Θεοδωρίδη, που παρουσιάστηκε την άνοιξη και επανέρχεται σε λίγες μέρες.

Ο νεαρός ηθοποιός δεν φοβήθηκε: «Αρνήθηκα να χρησιμοποιήσω λέξεις όπως “δέος” ή “θηρίο” γιατί αν άρχιζα έτσι θα ήταν σαν να παραδέχομαι μια μεγάλη ήττα. Ενστικτωδώς, ή έστω λίγο συνειδητά, αποφάσισα ότι δεν θα με συνέφερε το να ασχοληθώ με το μύθο που συντροφεύει το έργο. Θέλησα να αποφύγω τα σχετικά με τον Άμλετ στερεότυπα που πρώτος εγώ είχα στο μυαλό μου και επικεντρώθηκα στο ποιος μου πρότεινε αυτόν το ρόλο και κάτω από ποιες συνθήκες. Γενικά μιλώντας, θεωρώ σχεδόν αυτονόητη τη δυσκολία να συνδεθώ ή να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους που συναντάω. Όποτε λοιπόν μου συμβαίνει να ταιριάζω με κάποιον θεωρώ αυτήν τη συνάντηση ένα θαύμα, κάτι μαγικό. Με την ομάδα αυτή, την Ορχήστρα των Μικρών Πραγμάτων, ένιωσα αυτό ακριβώς».

Με τον Άμλετ ωστόσο επικοινώνησε; «Είδα πόσο απόλυτα ταιριάζω μαζί του σε ένα πράγμα: με πόσο ακράτητη λαιμαργία ψάχνουμε να βρούμε την αλήθεια. Τα τελευταία χρόνια με γοητεύει τόσο πολύ αυτή η διαδικασία, η αναζήτηση του νοήματος. Πιστεύω πως ακόμα και στις πρωτόγονες κοινωνίες, αυτός που άκουσε ένα θρόισμα στα φύλλα και έψαξε να βρει τι το προκάλεσε έζησε λίγο παραπάνω από εκείνον που απλώς σκέφτηκε ότι έφταιγε ο άνεμος και έμεινε ασάλευτος στη θέση του». Την υπερπληθώρα θεατρικών επιλογών στη σημερινή Αθήνα την αντιμετωπίζει βεβαίως με μια κάποια αμφιθυμία: «Πότε σκέφτομαι “Α, τι ωραία, προσπαθούμε να εκφραζόμαστε, παλεύουμε” και πότε αναρωτιέμαι “Αν είμαστε τόσο πολλοί πώς θα ακουστεί η αλήθεια που πρέπει να πούμε, πώς δεν θα χαθεί αυτό που αξίζει πραγματικά μέσα στο χάος;”»