Το καλοκαίρι που μας πέρασε ο Δημήτρης Καραντζάς κατέρριψε το ρεκόρ του νεαρότερου σκηνοθέτη στην ιστορία των Επιδαυρίων με την Ελένη του Ευριπίδη. Στα 26 του έχει συνηθίσει πλέον να διαβάζει την ηλικία του πριν από κάθε αναφορά σ’ εκείνον. «Ωστόσο είναι λίγο άχαρο. Ιδίως όταν σε κάθε δημοσίευμα υπάρχει μπροστά από το όνομά μου ένας μετρητής ετών. Τι νόημα έχει; Δεν ζω μέσα σε έναν αέρα ασφάλειας και υπεροχής που να με αφήνει να σκέφτομαι “κοίτα τι κατάφερα, άλλοι δεν θα τα κατάφερναν ούτε στα 40 τους”. Κινούμαι με τεράστια ανασφάλεια και δεν θεωρώ τίποτα κεκτημένο».

Από τις Δοκιμές του Αμόρε το 2008 με ένα έργο που είχε γράψει ο ίδιος, το Χιόνι στο στόμα, φοιτητής ακόμα στη σχολή του Εμπρός, βρέθηκε χρόνο με το χρόνο σε μεγαλύτερες σκηνές με φετινές ενδιάμεσες στάσεις στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο Εθνικό Θέατρο και στο Φεστιβάλ της Αβινιόν με τον Κυκλισμό του τετραγώνου να αποθεώνεται από τη Libération.

Μια αξιοζήλευτη πορεία, «ένας ταχύς κύκλος πραγμάτων» όπου τα μαθήματα ζωής είναι ανάμεικτα. «Κατάλαβα τι σημασία έχει η τόλμη, να εμπιστεύεσαι –τους άλλους και τον εαυτό σου–, ότι η προσωπική νεύρωση του καθενός δεν πρέπει να μπαίνει στην πρόβα, ότι για κάποιο λόγο οι άνθρωποι συνεργάζονται με τους ίδιους και τους ίδιους· είναι δύσκολο να βρίσκεις συνομιλητές και συνεργάτες πραγματικούς και τρέμω μην τους χάσω».

Σε ένα μήνα (αρχές Νοεμβρίου), στο αναγεννημένο θέατρο Πόρτα, σκηνοθετεί τον Σλάντεκ του εμβληματικού Γερμανόφωνου συγγραφέα του Μεσοπολέμου Έντεν φον Χόρβατ. «Είναι συγκλονιστική η γραφή του. Ο ήρωάς του είναι ένα “παιδί” που μεγάλωσε κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε άθλιες συνθήκες και μόνο τον πόλεμο μπορεί να φανταστεί. Ένα άτομο μη προερχόμενο, χωρίς ρίζες, χωρίς κέντρο και καταβολές, που γεννιέται σε μία από τις πιο ασταθείς ιστορικές περιόδους και η ανάγκη ένταξής του τον ωθεί στο Μαύρο Στρατό, μια παραστρατιωτική ακροδεξιά οργάνωση που προσπαθεί να επιβάλει την Εθνική Δικτατορία. Το έργο μιλάει για τη διάλυση των ιδεών, τη διάλυση του ατόμου, την εσω-ομαδική διάλυση, τη διάλυση των σχέσεων, τη διάλυση του πυρήνα. Μιλάμε για ακραίες εποχές, σχεδόν εξίσου ακραίες με τις δικές μας».

Από το θέατρο για ενήλικους στο θέατρο για μωρά

Στο ίδιο θέατρο θα σκηνοθετήσει το Άκου, μια ιδιαίτερη παράσταση για μωρά. «Είναι πολύ δύσκολο να βρεις με ποιο τρόπο θα μιλήσεις σε ένα παιδί, πόσω μάλλον σε ένα βρέφος. Η ιδέα που είχε η Ξένια Καλογεροπούλου είχε να κάνει με την ακοή, με την ανακάλυψή της από ένα μωρό και προχώρησε ακόμα περισσότερο. Μαζί μ’ εκείνη, τον Κορνήλιο Σελαμσή και τον Κωνσταντίνο Βουδούρη –που θα βρίσκεται πάνω στη σκηνή– θα φτιάξουμε μια ιστορία ενός παιδιού που κοιμάται υπό τους ήχους μιας μελωδίας, μέχρι που ξαφνικά αυτή η μελωδία παύει κι αυτό πετάγεται όρθιο και προσπαθεί να την ξαναβρεί, να την ανακαλύψει, να την ανασυνθέσει».

Μικρός σιχαινόταν το παιδικό θέατρο, «μάλλον είχα δει τις λάθος παραστάσεις με το σχολείο, μέχρι που είδα μία “για μεγάλους” στο Εθνικό όταν ήμουν περίπου 12 και μαγεύτηκα. Από τότε πήγαινα κάθε Σαββατοκύριακο στο θέατρο. Μετά σημείωνα τις παραστάσεις που έβλεπα και έγραφα κριτικές». Δεν καταπιάστηκε με τη δημοσιογραφία, αν και είχε περάσει στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών. «Πέρασα αλλά ποτέ με πρόθεση να ασχοληθώ. Κι έτσι έδωσα συνολικά τρία ή τέσσερα μαθήματα. Ήταν το χρέος στην οικογένεια».

Αυτοχαρακτηρίζεται «κυκλοθυμικός, αγχώδης και υποχωρητικός». Είδωλά του είναι ο Λευτέρης Βογιατζής και η ιέρεια του σύγχρονου χορού Μαγκί Μαρέν, αγαπάει τον Τσέχοφ, τον Κολτές («με συγκινεί η συνειρμολογία αυτού του συγγραφέα και πώς από το σκοτάδι προτείνει το φως»), τη Βιρτζίνια Γουλφ («το βιβλίο της Τα κύματα είναι σχεδόν πάντα στην τσάντα μου και το έχω λίγο σαν εγχειρίδιο»). Από την τσάντα του δεν λείπουν ποτέ και τα τσιγάρα του. Ξυπνάει με τη σκέψη «ότι πάλι ξύπνησα πιο αργά» και όταν δεν είναι στο θέατρο βγαίνει για ποτά με τους φίλους του, κάνει βόλτες στην Αθήνα, ενώ πρόσφατα έσβησε το λογαριασμό του στο instagram.

Ο Δημήτρης Καραντζάς αγαπάει αυτό που κάνει σε όλες τις διαστάσεις του και θα συνεχίσει να το κάνει καλά. «Είναι μια δουλειά που παρά τη χαρά και τη δημιουργικότητα που έχει είναι πολύ ψυχοφθόρα και βαμπιριστική. Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή γιατί στην ουσία πρέπει να μπορείς να διαχειρίζεσαι την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι σαν μελέτη πάνω σε αυτήν».

*Άκου από τις 28 Σεπτεμβρίου και Σλάντεκ από τις 6 Νοεμβρίου (Θέατρο Πόρτα, porta-theatre.gr)