Για τους μεν ήταν το κορίτσι των «dos» και των «don’ts», των «μας φτιάχνει» – «μας χαλάει», μια σάρκινη Ντρούνα (από το ομώνυμο, χυμώδες κορίτσι του κομίστα Πάολο Σερπιέρι), έτοιμη να υποκύψει στη σαγήνη ενός ρεμαλιού, επειδή «το ρεμάλι στο κρεβάτι είναι τεφαρίκι πράμα». Για τους δε ήταν η γυναίκα που πέταξε από πάνω της τα ενοχικά σύνδρομα που της φόρτωσε η Μεταπολίτευση και η μαμά της και απόλαυσε μέχρι τελευταίας ρανίδος τη σεξουαλικότητά της. Για πολλούς ήταν απλώς «μία» που μπορούσες με ένα βλέμμα να ταξινομήσεις στις φυλές που περιδιάβαζαν την Ελλάδα του μεγάλου πάρτι στις αρχές της δεκαετίας του ’90: η Ντροπαλιάρα, η Αρέσω και το Ξέρω, η Executive, η Αθλήτρια, η (φευ!) Στερημένη. Για κάποιους άλλους ήταν η ξανθιά bimbo στην οποία μπορούσες να διοχετεύσεις όλο το μεταφεμινιστικό μένος σου. Η αυτή που δεν δίσταζε να γίνει και «κοκότα» και «Κατίνα», αφού «Σε παράτησε ο γκόμενός σου, γιατί έπεσε στην καψούρα της Αννας Μαρίας Λογοθέτη και την πάει Δεκαπενταύγουστο στη Μύκονο». Οπως και να την έβλεπες, η «γυναίκα του lifestyle» ήταν εκεί, σε περίοπτη θέση, σε περίπτερα και εφηβικά δωμάτια.

Ζητήσαμε από μία συγγραφέα και τρεις δημοσιογράφους (οι δύο εξ αυτών με θητεία στον lifestyle Τύπο, η τρίτη στην αντίπερα, στην εφημεριδίστικη, όχθη) να μας γράψουν για τα γυναικεία πρότυπα έτσι όπως γαλουχήθηκαν μέσα από τα έντυπα του Πέτρου Κωστόπουλου. Χωρίς εμπάθεια, χωρίς να κραδαίνουν χαιρέκακα τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης, με όλη τη νοσταλγία και την αυστηρότητα που επιδεικνύεις κοιτάζοντας παλιές φωτογραφίες σου: «Μα έτσι ήμουν;».


Ελένη Ψυχούλη
δημοσιογράφος

Ο υπερφιλόδοξος σχεδιασμός της Ελληνίδας του μέλλοντος

Η εποχή «Κλικ» ήρθε για να πάει τρία-και πολύ περισσότερα-κλικ δυτικά τη γυναίκα της «Γυναίκας», που φορούσε Μπίλι Μπο και Τσεκλένη και μέσα από ταχύρυθμα μαθήματα μακιγιάζ προσπαθούσε να αποτινάξει το «ταγάρι» της Μεταπολίτευσης. Στο κωστοπουλικό όραμα για μια νέα Ελληνίδα που ανήκει οπωσδήποτε στην αφρόκρεμα της κοσμοπολίτικης Δύσης, η γυναίκα εκφράζει για πρώτη φορά από ελεύθερα ως σοκαριστικά τη σεξουαλικότητά της, κάνει σεξ κρεμασμένη από τον πολυέλαιο, νομιμοποιεί το one-night stand, αναλύει ένα προς ένα τα «αχ» και τα «βαχ» του οργασμού της, βγάζει στη φόρα τα ντεσού της αποπλάνησης, αφήνει την αντρική ματιά να κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα της τουαλέτας των κοριτσιών, να ψάξει στα κατάβαθα μιας γυναικείας τσάντας. Στο «όλα στο φως» του ηδονισμού, ο άντρας τής αποκαλύπτει πώς ακριβώς προτιμά την πεολειξία του, γιατί ροχαλίζει μετά το σεξ και τι κοιτάζει πρώτα σε μια γυναικεία ανατομία – όχι πάντως τα μάτια της! Η Ελληνίδα από μάνα-μητέρα-μαμά προάγεται σε κραταιά καριερίστα, Θάτσερ πάνω σε δεκάποντα Louboutin, που κερδίζει πολλά και ξοδεύει πολύ περισσότερα στον τρελό καταναλωτικό χορό του lifestyle που θα την προάγει σε ισότιμη φιλενάδα, και ποσώς φτωχή συγγενή, της Μανχατανέζας Κάρι Μπράντσο. Χωρίς ωστόσο να ξεχνά και το όραμα του γάμου, απαραιτήτως με επιχειρηματία που έχει και κότερο, γνωρίζει όλη την γκάμα των Cohiba και όλα τα facilities των εξωτικών resorts, φροντίζοντας με συχνά ρεπορτάζ για τους περιζήτητους «εργένηδες» να στοχοποιεί τα «καλά κομμάτια» της αγοράς. Στο αθώο, τελικά, και διόλου κατακριτέο όραμα της γυναίκας που μπορεί να τα έχει όλα στην πιο αστραφτερή εκδοχή τους, έχει πρόσβαση και η κοπέλα που κατεβαίνει από την Καβάλα για να εξελιχθεί σε Δέσποινα Βανδή, αλλά και η γραμματεύς και η βοηθός στυλίστριας, σε μια δημοκρατική ευδαιμονία που δεν ξεχωρίζει τους «γόνους» από τους «αυτοδημιούργητους».

Η πρώτη ρωγμή έγινε όταν η «πρόταση» για μια εξιδανικευμένη εικόνα άρχισε σταδιακά να μεταμορφώνεται σε φασιστική επιταγή, μέσα από fashion και λοιπές police, μέσα από επιτακτικά «πρέπει», μέσα από έναν αυταρχισμό που μεταμόρφωσε το προσωπικό στυλ σε «σωστό» και «λάθος», αποκλείοντας εις το πυρ το εξώτερον της βλαχιάς όποιον τολμούσε να σηκώσει κεφάλι στο μανιφέστο της μυκονιάτικης Εδέμ. Βοηθούσης και της περιρρέουσας αφθονίας, το δημιούργημα ξεπέρασε τον Πέτρο-δημιουργό, μέσα από τις στρατιές των συντακτών και στυλιστών που γενναιόδωρα ανέθρεψε. Το τελικό τσουνάμι έρχεται να αποδείξει το χιμαιρικό μέγεθος του προτύπου. Την υπέρμετρη φιλοδοξία του που αγνόησε την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα. Ποια δεν θα ήθελε να είναι η απάντηση στην Αντζελίνα Τζολί και όχι μόνο στην απέναντι όχθη του ωκεανού; Μόνο που Αντζελίνα δεν γίνεσαι όταν μιμείσαι στον αφρό μιας φούσκας την γκλαμ ζωή που περνούσε το Κολωνάκι για Μανχάταν. Αντζελίνα γεννιέσαι στα βιωμένα, χωρικά σου ύδατα.


Αντζελα Δημητρακάκη
συγγραφέας

Νιτροκλικερίνη

Τελευταία (επί κρίσης), όταν στέκομαι μπροστά σε ένα περίπτερο, έχω κάτι σαν όραμα, το βλέπω να μεταλλάσσεται σε σκελετό του αλλοτινού, παχουλού εαυτού του, με τα περιοδικά να κρέμονται πάνω του, κάνοντάς το να μοιάζει με βαρυφορτωμένο τσαμπί. Θυμάμαι ότι το ασήκωτο βάρος του glossy χαρτιού άρχισε να παρατηρείται όταν τελείωνα το λύκειο. Η αρχή της έξαρσης βολεύει πολύ να συνταιριαστεί με την ημερομηνία 1987 και την εμφάνιση του «Κλικ». Δεν επρόκειτο ακριβώς για λέξη, αλλά για ήχο. Ηχος κίνησης γρήγορης, χρηστικής, τεχνολογικά δημιουργικής. Σημάδι πως θα άρχιζε και εγχώρια η συγκομιδή φωτογράφων, γραφιστών, μακιγιέρ… Και ασφαλώς των απαραίτητων ημίγυμνων heroin chic θηλυκών. Οχι, σιγά μη μέναμε στις χειραφετημένες μαμάδες του «Πάνθεον», που τα έφτασε τα 80s, πάντως, κι έτσι έγινε η αλλαγή φρουράς από το πλεχτό-με-τα-χεράκια-σου στην Diesel.

Δεν θα έλεγα ότι αντιλήφθηκα αμέσως το «Κλικ» ως ιστορική media στιγμή. Εξάλλου μιλάμε για έναν χρόνο μετά την πενταήμερη, κάτι τέτοιο, εκεί πάνω που συνερχόμασταν από το «σπουδές ή θάνατος» των Πανελλαδικών. Προσφάτως είχαμε ανακαλύψει το βρετανικό «The Face», σύμφωνα με το οποίο ήταν cool να φοράς τα ρούχα του μπαμπά σου (τα ’χα τσακίσει τα γιλέκα). Το «Κλικ» πάντως δε σε έκανε να νιώθεις άσχημα άμα δεν έσκαγες μύτη σαν διαφήμιση για brands, η επίδρασή του ήταν πιο ύπουλη. Βασιζόταν στο peer pressure: Aμα το διάβαζαν οι φίλοι σου, έπρεπε να το ’χεις κι εσύ τουλάχιστον υπόψη σου.

Και μόνο που τα γράφω αυτά κατανοώ το μέγεθος της χρονικής απόστασης, το τι χωρίζει το τότε (ανακύκλωση) από το τώρα (ενοχή) και τις δύο δεκαετίες «του μεταξύ» (κατανάλωση). Ειδικά η πρώτη εκ των δύο «μεταξύ» δεκαετιών, η λεγόμενη του ’90, η «αθώα» δεκαετία της Δύσης ή, αλλιώς, η δεκαετία της καλπάζουσας ηλιθιότητας ή, τέλος πάντων, η δεκαετία που ο ελληνικός περιοδικός τύπος έφτασε από το «Κλικ» στο «Nitro». Φοβερή πρόοδος. Mainstream χωρίς αιδώ. Μη γινόμαστε και παρανοϊκοί, αν δεν ήταν το «Nitro», θα ήταν κάποιο άλλο. Ο Νέος Μισογυνισμός δεν μπορούσε να μην έρθει, ήταν συστατικό της συνταγής, συμβολίζοντας θαυμάσια τη δυνατότητα να τη δει και η Ελλάδα post-political και μεταφεμινιστική: «Λεφτά υπάρχουν, όσοι πεινάνε είναι στην Αφρική, δεν τους φταίμε εμείς, συνεπώς ας χαρούμε τη ζωή, δηλαδή το αμάξι-γκόμενα nexus». Αμα ήσουν γκόμενα, δεν έβλαπτε να χώσεις και δυο σιλικόνες – όπως και το αμάξι, ήταν θέμα συντήρησης, βελτίωσης, απόδοσης. Γιατί όχι; Εξάλλου δεν το ’κανες για τον άντρα, κοτζάμ απελευθερωμένη γυναίκα, το ’κανες για τον εαυτό σου! Μισό λεπτό, όμως, γιατί έχω άποψη; Αφού δεν το ’χα διαβάσει (έστω, πέραν εξωφύλλου) ποτέ το αποτέτοιο. Από την άλλη, αυτό υπήρξε το μέγα μάθημα των media: μπορείς να έχεις άποψη για όλα διότι η άποψη δεν προϋποθέτει γνώση του αντικειμένου. Τέλος πάντων, η σχέση που είχα με το «Nitro» δεν ήταν αναγνώστριας, αλλά μεταμοντέρνου καταναλωτή. Σε σύνοψη είχε ως εξής: Βλέπεις γκόμενο να κρατάει «Nitro»; Δεν τον πηδάς. Κάπως έτσι.

Με άλλα λόγια, εκεί ακριβώς που νομίζεις ότι είσαι και πολύ μάγκας, καταλαβαίνεις πως έχεις χάσει κι έχουν κερδίσει. Καθ’ ότι εκεί ήταν το ζουμί της δεκαετίας του ’90 και της άνθησης του lifestyle, να σου γίνει δεύτερη φύση το να κρίνεις αστραπιαία βάσει σημειολογικών συνδυασμών όπως και σε έκριναν: κώλος+φουστάνι+ανταύγειες.


Βένα Γεωργακοπούλου
δημοσιογράφος

Η γυναίκα πάντα τρόπαιο

Τα μποτάκια μου κατάφεραν να με πάνε παντού, δεκαετίες τώρα, εκτός από τον θαυμαστό εκείνο χώρο του lifestyle με τις πολλές άγνωστες λέξεις και τις γυναίκες να τρεκλίζουν προς την επιτυχία πάνω σε δωδεκάποντα. Αρα, κανονικά θα ’πρεπε να είμαι η τελευταία που θα εξέφραζε τη γνώμη της για τα περιοδικά της δυναστείας Κωστόπουλου. Κι όμως, το 1987, που κυκλοφόρησε το «Κλικ», ήμουν πολύ νέα και στα δημιουργικά μου ντουζένια. Και, ναι, η τομή που όντως έκανε στα βαριεστημένα περιοδικίστικα ήθη σιγά σιγά διέβρωσε και εμάς, στη γειτονική επικράτεια των εφημερίδων – ήθελε κι αυτή, επειγόντως, τις αλλαγές της. Τι δουλειά είχε, όμως, μια νέα, κανονική μέχρι αηδίας και σκληρά εργαζόμενη γυναίκα με όλα αυτά τα επιθετικά, καλοντυμένα και με γεμάτες τις τσέπες αρσενικά που διαχειρίζονταν την τεστοστερόνη τους με παιδιάστικες ιαχές; Σιγά την πρωτοτυπία. Τα περιοδικά του Κωστόπουλου όλα τα άλλαξαν: layout, γλώσσα, θεματολογία. Αφησαν, όμως, ακλόνητη στον θρόνο της την πανάρχαια, βαθιά μικροαστική εικόνα για τις σχέσεις των φύλων. Η γυναίκα πάντα τρόπαιο, κι ας είχε την ψευδαίσθηση ότι είναι πια και κυνηγός.

Το φεμινιστικό κίνημα είχε προσπεράσει από τα αριστερά, δεκαετίες πριν, τον Κωστόπουλο κι αυτός βαυκαλιζόταν ότι η λεωφόρος μπροστά του είναι ελεύθερη και άδεια. Κάποιος έπρεπε να του ψιθυρίσει ότι σεξουαλική επανάσταση δεν είναι να λες κακές λέξεις και να μοιράζεις προφυλακτικά. Αυτές που μπορούσαν είχαν, όμως, σοβαρότερες ασχολίες. «Μέτρησε πόσο μαλάκας είσαι», πρότεινε κάποτε στους άντρες αναγνώστες του το «Κλικ». Ακόμη κι αν ήταν αυτοσαρκασμός, ήταν πια αργά. Εγώ και πολλές άλλες γυναίκες την είχαμε «κάνει» διακριτικά από τη μισογύνικη και πληκτική παρέα του. Στα «Νitro» και «Downtown» πια, ούτε καν πλησιάσαμε. Για να δούμε τι; Τη Σάσα Μπάστα και τη Μαριάντα Πιερίδη σε σέξι πόζες; Αν θέλαμε, θα ξημεροβραδιαζόμασταν μπροστά στην τηλεόραση.


Γιώργος Πανόπουλος
δημοσιογράφος

Mια εποχή που ήθελε να ζήσει σαν ξανθιά

Ξεφυλλίζω μια «Diva» του ’94 στην οποία υπήρξα για μερικά χρόνια αρχισυντάκτης: «Νέα Υόρκη, η πιο παράξενη πόλη του κόσμου», «Ο πόλεμος των προσκλήσεων για μια θέση στα παρισινά ντεφιλέ», «Τα σέξι pin-up boys είναι της μόδας», «Οι επιτυχημένοι έλληνες άντρες μιλάνε για τις γυναίκες», «Διάσημοι άντρες γυμνοί και τρομακτικά ή ανύπαρκτα μεγέθη», «Φλερτ, καμάκι ή one-night stand», «Οι δέκα ωραιότερες Ελληνίδες», «Μόδα και χρήμα», «Πάρτι 2000», «Απαγορεύεται το ρήμα “Βαριέμαι”», «Μαθήματα κλάμπινγκ». Και ξαφνικά εκεί γύρω στα μέσα του ’90 ο φεμινισμός δεν είχε να κάνει πια με τα ίσα δικαιώματα των γυναικών από τη δουλειά μέχρι τα δικαστήρια, τα οποία είχαν κατοχυρωθεί, αλλά με το δικαίωμα να διασκεδάζεις, να βγάζεις τόσα χρήματα και να έχεις τόση εξουσία όση και ο καλύτερος από τους άντρες. Είναι η εποχή που όταν ρωτάνε τη Μαντόνα για την κακή γνώμη που έχουν οι φεμινίστριες για αυτήν απαντάει: «Ω, πιστεύω σε ό,τι κάνουν, αλλά εγώ ήμουν πολύ ανυπόμονη. Δεν μπορούσα να περιμένω». Η ανυπομονησία της έγινε κέρδος του φεμινισμού. Εσυρε τον φεμινισμό στα βήματά της σαν πρωτόγονη που μόλις σκότωσε το γεύμα της.

Οπως σε όλον τον δυτικό κόσμο, έτσι και εδώ το σλόγκαν μιας μάρκας χρωμοσαμπουάν έγινε το υπόγειο μότο μιας εποχής: «Αν έχω μόνο μια ζωή, άσε με να τη ζήσω σαν ξανθιά». Η πεποίθηση ότι δεν υπάρχεις μέχρι να δεις το όνομα ή τη φωτογραφία σου τυπωμένη, μέχρι δηλαδή να γίνεις διάσημος, θεωρήθηκε η επιτομή της μοντέρνας εμπειρίας και η επιτομή του Μοντέρνου Κοριτσιού συνοψίστηκε στο να δείχνεις σαν Πόρνη και να Σκέφτεσαι σαν Νταβατζής. Ο κόσμος ζούσε μεθυσμένος κάνοντας σερφ στην επιφάνεια χωρίς να υπολογίζει τον αφόρητο πονοκέφαλο της αυριανής ημέρας. Οπως συμβαίνει πάντα, η πρωτοπορία, οι μόδες και οι ιδέες της χθεσινής ημέρας είναι η βαρεμάρα και ο αφόρητος μικροαστισμός της επόμενης. Η Σύβαρη της μίας εποχής είναι τα Σόδομα και τα Γόμορρα της άλλης. Και τώρα;

Ειρήνη Ζαχαράκη

27 ετών, ελεύθερη επαγγελματίας

«Οποια δεν το είχε από μόνη της, διαβάζοντας αυτά τα περιοδικά μπορούσε να υιοθετήσει ένα στυλ, για να φαίνεται πιο ερωτική, πιο σεξουαλική, πιο μοντέρνα ή πιο μέσα στα πράγματα. Οι γυναίκες που φωτογραφίζονταν στα έντυπα του Κωστόπουλου έγιναν διάσημες για τα κάλλη τους και ανέβασαν το κασέ τους.

Ελένη Καζαντζίδου 48 ετών, ιδιοκτήτρια περιπτέρου

«Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα έντυπα, η γυναίκα είναι μόδα, χρήμα, γκόμενα. Αυτή η γυναικεία εικόνα ούτε με προσβάλλει ούτε μου αρέσει, μου είναι εντελώς αδιάφορη. Οι φωτογραφίσεις ήταν σέξι, αλλά ένα σέξι δήθεν και φτηνό. Ενώ ο Πέτρος Κωστόπουλος μού είναι συμπαθής (διάβαζα ό,τι έγραφε ο ίδιος με μεγάλο ενδιαφέρον), τα έντυπά του δεν μου άρεσαν».

Εβίτα Λύκου

26 ετών, διδακτορική φοιτήτρια

«Η κωστοπουλική γυναίκα είναι ένα πλάσμα κλασικά αισθησιακό, όλα τα σωματικά προσόντα του οποίου εκτιμώνται και υπερτονίζονται με έναν πολύ τυποποιημένο τρόπο. Είναι σαν γυναίκες εργοστασίου, που παράγονται η μία μετά την άλλη. Σε μεγάλο βαθμό, τα περιοδικά αυτά απλώς αισθητικοποιούν την υποκουλτούρα της ελληνικής τηλεόρασης. Δεν είμαι φεμινίστρια, δεν συμπαθώ τον φεμινισμό με τον τρόπο που πλασάρεται και δεν θεωρώ ότι μια γυναίκα η οποία εμφανίζεται σε ένα περιοδικό κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι προϊόν εκμετάλλευσης. Δεν είναι λάθος ότι, όντως, εμφανίζεται σαν ένα κομμάτι κρέας, αλλά εφόσον έχει επιλέξει να εμφανίζεται έτσι, το περιοδικό δεν έχει κάνει κάποιο ιδεολογικό σφάλμα. Η ευθύνη δεν είναι του εντύπου, αλλά του αναγνωστικού κοινού».

Σοφία Θεοδωροπούλου

44 ετών, ιδιοκτήτρια καταστήματος εσωρούχων

«Τέτοιου είδους έντυπα έχουν τη δύναμη να διαμορφώσουν την εικόνα της γυναίκας: Πρέπει να είναι ψηλή, υπερβολικά σέξι, με ιδανικές αναλογίες, να τα κάνει όλα, αλλά να είναι και μαμά – μια εικόνα εντελώς ψεύτικη, δηλαδή, σε σχέση με την πραγματικότητα».

Ελένη Καρατζίδου

35 ετών, κομμώτρια

«Οι γυναίκες στα περιοδικά του Κωστόπουλου ήταν σέξι, χωρίς να είναι πρόστυχες. Η εικόνα της γυναίκας ως σεξοβόμβας δεν με πρόσβαλε. Αντιθέτως, έχω ζηλέψει φωτογραφίσεις που έβλεπα. Εξάλλου, οι κοπέλες που φωτογραφίζονται για την ομορφιά τους παίρνουν πολύ περισσότερα χρήματα από εμένα που δουλεύω τόσες ώρες. αν ο Πέτρος Κωστόπουλος με καλούσε στο “Βράδυ”, θα τον ρωτούσα πώς ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος την πάτησε έτσι». – Κέλλυ Κική