Έλλη Τρίγγου

Το κορίτσι-πειρασμός στη νέα ταινία του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου κινείται από το επείγον της νεότητας

Συνέντευξη Γιώργος Νάστος


Μεταξωτό νεγκλιζέ Intimissimi. Koσμήματα Swarovski

Στις 31 Μαρτίου θα αρχίσει να προβάλλεται στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες το «Suntan», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του βραβευμένου σκηνοθέτη Αργύρη Παπαδημητρόπουλου («Bank Bang», «Wasted Youth») με πρωταγωνιστή τον Μάκη Παπαδημητρίου. Αν έχετε δει το τρέιλερ αποκλείεται να μην έχετε προσέξει το ξανθό κορίτσι που παρασύρει τον κεντρικό ήρωα σε μια δίνη ηδονής και κινδύνου. Έλλη Τρίγγου ονομάζεται η νεαρή ηθοποιός που αναφλέγει με την παρουσία της την οθόνη και μιλήσαμε μαζί της μια μέρα μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του φιλμ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ: «Ήταν μια εξαιρετική εμπειρία, κάτι σαν όνειρο αφού βρέθηκα εκεί για 24 ώρες μόνο. Είδα για πρώτη φορά την ταινία ολοκληρωμένη. Με συνεπήρε τόσο αυτό που έβλεπα στην οθόνη ώστε σχεδόν βγήκα από την προσωπική εμπλοκή που δημιουργείται όταν συμμετέχεις σε κάτι. Είχα μεγάλη αγωνία. Υπάρχει μια τρομερή αντίφαση, από τη μία το φως, η ομορφιά, το καλοκαίρι και από την άλλη υποβόσκει κάτι ερεβώδες, παγωμένο και επικίνδυνο».

Τα γυρίσματα έγιναν το περασμένο καλοκαίρι: «Τον Ιούλιο πήγαμε στην Αντίπαρο, αρχικά για τις 15 μέρες προετοιμασίας. Ο βασικός στόχος ήταν να μαυρίσουμε πολύ και να αποκτήσουμε οικειότητα με τους χώρους των γυρισμάτων. Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος ήθελε να είμαστε σε καλή φυσική κατάσταση, έτσι ο καθένας διάλεγε μια αθλοπαιδιά και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν. Ζούσαμε όλοι μαζί στο κάμπινγκ της Αντιπάρου. Η σκηνή που έμενα ήταν το σπίτι μου αλλά και χώρος γυρισμάτων. Τις μέρες εκείνες έβλεπες ένα ολόκληρο νησί να πάλλεται στο ρυθμό του “Suntan”».

Η ηρωίδα που υποδύεται μοιάζει να ζει κάθε μέρα της σαν να είναι η τελευταία. «Η Άννα είναι σκληρή και αφελής όπως η νιότη. Τυχερό πλάσμα, έχει ομορφιά, φίλους και το χρόνο με το μέρος της. Κινείται από το επείγον της νεότητας, από μια βουλιμία να τα ζήσει όλα. Και δεν τη νοιάζει το τίμημα που ίσως χρειαστεί να πληρώσει. Δεν κοιτάζει πίσω, δεν έχει δεύτερες σκέψεις. Υπάρχει όμως μια αίσθηση ματαιοδοξίας σε όλα αυτά, κάτι ανικανοποίητο. Σίγουρα έχω δει τον εαυτό μου να τρέχει να τα γευτεί όλα, σε αντίθεση όμως με την Άννα έχω συνείδηση κάθε πράξης μου. Αναλαμβάνω την ευθύνη. Έχω λάβει πάρα πολλή αγάπη με ποικίλες μορφές και αυτό μου έχει μάθει να αγαπώ τους ανθρώπους γι’ αυτό που είναι και να είμαι αυστηρή μαζί τους όσο είμαι και με τον εαυτό μου. Δηλαδή πολύ», λέει χαμογελώντας.

Γεννήθηκε στην Πάτρα και μεγάλωσε στην Αθήνα. «Ήμουν καλόβολο παιδί, χαρούμενο, ανεξάρτητο, κοινωνικό αλλά και μοναχικό ταυτόχρονα και όσο θυμάμαι τον εαυτό μου βρισκόμουν συνεχώς σε μπελάδες. Μου αρέσει πολύ να παρατηρώ τους ανθρώπους και να τους ακούω, είμαι δέκτης. Για να ανοιχτώ χρειάζεται να χτιστούν γερά θεμέλια εμπιστοσύνης. Έχω λίγους φίλους που λατρεύω. Αγαπώ τα ζώα. Μου αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια. Σκοπεύω να γυρίσω όλο τον κόσμο με εισιτήριο τη δημιουργία», λέει. Το να γίνει ηθοποιός δεν ήταν παιδικό της όνειρο. «Μικρή δεν το είχα φανταστεί καν. Μια μέρα συνάντησα τον Έρωτα και ο Έρωτας μου “σύστησε” το θέατρο. Ήταν αποκάλυψη. Όσα αναζητούσα, όσα προσπαθούσα να καταλάβω και να πω χόρευαν ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου. Με πλημμύρισαν ευφορία, θαυμασμός και ερωτηματικά. Ακολούθησε ένα ταξίδι στο εξωτερικό όπου ήρθα σε επαφή με το τσίρκο και το θέατρο δρόμου, την απαρχή του θεάτρου. Οι ευσεβείς πόθοι επιβεβαιώθηκαν. Αυτό που αγαπώ στο θέατρο είναι ότι έχει τη δύναμη να σου χαρίσει απλόχερα την απόλυτη ελευθερία.

Αν τολμάς να τη γευτείς». Τα αγαπημένα της βιβλία είναι η «Ασκητική» του Νίκου Καζαντζάκη και το «Σμιλεύοντας το χρόνο» του Αντρέι Ταρκόφσκι. Μελετάει τον Τσέχοφ στη σχολή και τον έχει ερωτευτεί. Αυτή την περίοδο ακούει πάρα πολύ ένα παλιό μπλουζ, το «Black and Blue». Η Έλλη έχει αδυναμία στο πράσινο. Και στο χρώμα και στο περιβάλλον. «Όπου υπάρχει βουνό, θάλασσα και δάσος νιώθω πολύ ευτυχής. Με ένα μαγικό τρόπο όλα τα μέσα μου εναρμονίζονται με τη φύση». Οι αντιξοότητες που συναντούν οι ηθοποιοί στην Ελλάδα σήμερα δεν την πτοούν: «Δεν θα θυσίαζα ποτέ την ψυχική πληρότητα που μου προσφέρει η τέχνη για να ασχοληθώ με κάτι που θα μου πρόσφερε οικονομική ευημερία».

H ταινία «Suntan» θα προβάλλεται από τις 31 Μαρτίου στους κινηματογράφους.

Χαρά-Μάτα Γιαννάτου
Η νεαρή ηθοποιός συνδυάζει τα γερμανικά γονίδια με το μεσογειακό ταμπεραμέντο

Συνέντευξη Γιώργος Νάστος

Κοστούμι και πουκάμισο, όλα Βrooks Brothers by Zac Posen. Σκουλαρίκια Folli Follie

Τη Χαρά Μάτα Γιαννάτου δεν την περνάς εύκολα για Ελληνίδα. Φταίει το ύψος της (είναι ψηλή), φταίει το χρώμα των ματιών της (είναι γαλάζια), φταίει και ο τρόπος με τον οποίο κινείται στο χώρο (έχει κάτι το αγέρωχο). Σε μια πρώτη, επιφανειακή ανάγνωση φαίνεται να έχει πάρει πιο πολλά από τη Γερμανίδα μητέρα της, όμως μιλώντας μαζί της καταλαβαίνεις ότι στην περίπτωσή της ο βορειοευρωπαϊκός ορθολογισμός συνυπάρχει αρμονικά με το μεσογειακό πάθος. Η νεαρή ηθοποιός τελείωσε τη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και μέχρι πριν από λίγο καιρό έπαιζε στην παράσταση «Ο σεισμός στη Χιλή» που σκηνοθέτησε ο Ακύλλας Καραζήσης – με τον οποίο έχει ξανασυνεργαστεί και του έχει απόλυτη εμπιστοσύνη – , ενώ τους προσεχείς μήνες θα βρίσκονται μαζί στη Γερμανία όπου θα παρουσιάσουν με γερμανικό θίασο το «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα.

Οι πιστοί θεατές ελληνικών ταινιών θα την έχετε δει κατά πάσα πιθανότητα στο «Νοτιά» του Τάσου Μπουλμέτη. «Ήμουν πολύ ευτυχισμένη που θα έπαιζα στην ταινία του. Ήταν πολύ ωραίο δώρο αυτό. Οι πρώτες πρόβες έγιναν σπίτι του, μιλήσαμε πάρα πολύ για το ρόλο και ήταν πολύ ανοιχτός σε προσωπικά πράγματα που ήθελα να χρησιμοποιήσω στην ερμηνεία μου. Στα γυρίσματα υπήρχε πολύ ζεστή ατμόσφαιρα και τρομερή ασφάλεια. Ένιωθα πως δούλευα με τους καλύτερους στον τομέα τους», θυμάται. Αμέσως πριν είχε ολοκληρώσει τα γυρίσματα του γερμανικού φιλμ «Μια ανάσα» του Κρίστιαν Τσούμπερ όπου πρωταγωνιστεί ως Ελληνίδα νταντά που φεύγει από την Αθήνα και βρίσκει δουλειά σε μια οικογένεια στη Γερμανία.

Η οικογένειά της έχει παράδοση στην υποκριτική. «Ο Γερμανός παππούς μου ήταν ηθοποιός και μάλιστα πολύ γνωστός, τον αναγνώριζαν στο δρόμο. Μια φορά, όταν ήμουν παιδάκι, είχε τύχει να πάω στα γυρίσματα μιας ταινίας του κι εκεί κάποιος από τους συνεργάτες, ο παραγωγός ίσως, με κοίταξε και μου είπε: “Εσύ θα γίνεις ηθοποιός”. Ήταν η πρώτη φορά που σκέφτηκα: “Ωραία θα ήταν”. Μετά βεβαίως το ξέχασα, θέλησα να γίνω κτηνίατρος, αεροσυνοδός και πολλά άλλα. Στο Λύκειο άρχισα να ξαναψάχνομαι σχετικά με το θέατρο. Πέρασα τελικά στο Εθνικό και αυτό αποδείχτηκε μεγάλο ευτύχημα γιατί με έφερε λίγο πιο κοντά στην ελληνική κουλτούρα, βρήκα κι άλλα πράγματα που με συγκινούν στην Ελλάδα που δεν θα τα αναγνώριζα αλλιώς».

Τα τελευταία χρόνια μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στις δύο χώρες, άρα και ανάμεσα στις δύο γλώσσες: «Έχω μεγαλώσει εδώ, οπότε αισθάνομαι πιο κοντά στα ελληνικά, είναι η γλώσσα μου. Όταν παίζω στα γερμανικά νιώθω μια άλλη ελευθερία, επειδή δεν μου φαίνεται καμιά λέξη παράταιρη, δεν σκέφτομαι αν στη ζωή θα την έλεγα αλλιώς. Απολαμβάνω πάντως την εμπειρία τού να παίζω σε κάθε γλώσσα. Μου έχουν πει ότι στα ελληνικά η φωνή μου είναι πιο βαθιά – και είναι αλήθεια, το πρόσεξα κι εγώ». Στα χρόνια των μνημονίων οι δύο χώρες δεν διανύουν και την καλύτερη φάση της σχέσης. Πώς το βιώνει εκείνη; H δική της μαρτυρία έχει αξία: «Το περασμένο καλοκαίρι για πρώτη φορά δίσταζα κάποιες φορές να πω ότι είμαι από την Ελλάδα. Οι Γερμανοί είναι γενικώς πολύ φιλέλληνες και επειδή συνήθως βρίσκομαι με καλλιτέχνες δεν είχα νιώσει ποτέ άβολα. Μάλιστα εδώ ίσως να υπάρχει πιο έντονα το παράπονο ότι οι Γερμανοί μας πολεμούν. Το καλοκαίρι του 2015 όμως όταν τους έλεγα ότι είμαι Ελληνίδα δεν μου απαντούσαν “Ούζο! Συρτάκι!” αλλά με ρωτούσαν πώς είναι τα πράγματα εδώ, ακόμα και με λύπηση, σαν να μιλούσαμε για μια τριτοκοσμική χώρα. Έβλεπα όμως παράλληλα πως κάποιοι άλλαζαν ακόμα και τις διακοπές τους και αποφάσιζαν να έρθουν στην Ελλάδα για να στηρίξουν τη χώρα μας. Ανέκαθεν βέβαια ζούσα τη διαφορετικότητα μεταξύ των δύο πολιτισμών. Στην Ελλάδα είμαι πάντα η Γερμανίδα και στη Γερμανία είμαι πάντα η Ελληνίδα. Όταν είμαι εδώ μου λείπει η Γερμανία και όταν είμαι εκεί μου λείπει η Ελλάδα».

Με ψυχραιμία κρίνει τις διαφορές των δύο χωρών στις συνθήκες εργασίας. «Όταν δουλεύω ως ηθοποιός στη Γερμανία μπορώ να ζω αποκλειστικά από αυτό, εδώ θα πρέπει να σκεφτώ και τι άλλο πρέπει να κάνω παράλληλα για να συντηρήσω τον εαυτό μου. Μου αρέσει όμως πιο πολύ ο τρόπος με τον οποίο δημιουργείται εδώ το θέατρο. Νομίζω ότι στην Αθήνα συμβαίνουν πολλά και ενδιαφέροντα και οι ηθοποιοί είναι κατά κάποιο τρόπο πιο πολύπλευροι, υπάρχει το περιθώριο να φανεί η προσωπικότητα και η προσωπική αλήθεια τους στη σκηνή και αυτό μου αρέσει. Οι Γερμανοί ηθοποιοί είναι βεβαίως εξαιρετικά εκπαιδευμένοι όμως καμιά φορά έχουν δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία – κυρίως επειδή οι περισσότεροι συνεργάζονται σε μόνιμη βάση με συγκεκριμένους θεατρικούς οργανισμούς».

Η (πολύ εντυπωσιακή) εμφάνισή της δεν την έχει παγιδεύσει στην τυποποίηση αν και «το πρώτο σχόλιο που θα ακούσω είναι συνήθως “τι όμορφη που είσαι”, ενώ θα ήθελα κάποιες φορές να μου πουν “τι ωραία που έπαιξες”. Όμως όταν κάποιος δείχνει ωραίος πάνω στη σκηνή κι εγώ το προσέχω. Θα ήθελα φυσικά να παίξω περισσότερα πράγματα που να πηγαίνουν κόντρα στην εμφάνισή μου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχω τσαλακωθεί ως τώρα. Και γενικώς μου αρέσει η καφρίλα στο θέατρο. Το να ανατρέπει κανείς τις συμβάσεις».

H ταινία «Μια ανάσα» θα προβάλλεται στους κινηματογράφους από τις 17 Μαρτίου.

Δάφνη Πατακιά
Ξεχώρισε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και έγινε το αγαπημένο it girl του ελληνικού σινεμά και του θεάτρου

Συνέντευξη Μαριλένα Αστραπέλλου


Φόρεμα For Love & Lemons, Linea Imports

Eσκισε τον ουρανό σχηματίζοντας μια φωτεινή γραμμή όταν ανακοινώθηκε ότι είναι ανάμεσα στους νέους, υποσχόμενους ηθοποιούς οι οποίοι παρουσιάστηκαν στο τμήμα European Shooting Stars στο Φεστιβάλ Βερολίνου το Φεβρουάριο. Σημαντική διάκριση, αναμφίβολα, αν και το μόνο σίγουρο είναι ότι ο «διάττοντας αστέρας» που είναι η 23χρονη ηθοποιός Δάφνη Πατακιά δεν θα εξαφανιστεί μετά τη θεαματική εμφάνισή του. Γιατί απλούστατα δεν πρόκειται για κομήτη. Τη γνωρίσαμε ως Μαργαρίτα στον «Φάουστ» του Μιχαήλ Μαρμαρινού στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Τη διακρίναμε ως το μικρό ποντικάκι στον καρτουνίστικων αποχρώσεων «Βυσσινόκηπο» του Νίκου Καραθάνου και πάλι στη Στέγη. Μια μικροκαμωμένη κοπέλα με μεγάλο εκτόπισμα στη σκηνή και ακόμα μεγαλύτερο ειδικό βάρος απ’ ό,τι φαίνεται στις κινηματογραφικές εμφανίσεις της. Τόσο στο «Interruption» του Γιώργου Ζώη όσο και στο «Ξύπνημα της Άνοιξης» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη η αλαβάστρινη Πατακιά αναδύει αυτό το «je ne sais quoi», αυτό τον υπόγειο ερωτισμό που έχουν ορισμένες ηθοποιοί ερήμην τους, τουλάχιστον σε αυτό το πρώιμο στάδιο της ζωής τους. Η πανέμορφη αυτή «μικρή» με τα δυο μεγάλα αθώα μάτια θα μπορούσε να είχε βγει με την ίδια ευκολία από έναν πίνακα Ολλανδών ζωγράφων του 16ου αιώνα (ο Βερμέερ σίγουρα θα την ήθελε για μοντέλο του) και από μια σεκάνς της ταινίας «Spring Breakers» του Χάρμονι Κορίν. Ο πρόωρα χαμένος σκηνοθέτης Νίκος Παναγιωτόπουλος την είχε κλείσει για την τελευταία ταινία του ενώ ο ανερχόμενος Νίκος Πάστρας φρόντισε να την έχει στη δική του μικρού μήκους ταινία «Ακρυλικό».

Η Δάφνη Πατακιά τους πείθει όλους να την εμπιστευτούν όπως «έπεισε» την επιτροπή του Φεστιβάλ Βερολίνου να τη συμπεριλάβει στα Shooting Stars «με την εξαιρετική συγκέντρωσή της, τον αέρα μυστηρίου που αποπνέει και την επιθυμία της να εκφράσει συναισθήματα που αγγίζουν τα όρια με έναν εκπληκτικό τρόπο». Κι όμως, η κοπέλα που πίνει το τσάι της δίπλα μου είναι τόσο συνεσταλμένη και γλυκιά, ενώ στο πεντακάθαρο βλέμμα της δεν διακρίνεται κάποια σκιά που να μαρτυράει ότι έχει ζήσει οριακές καταστάσεις, ότι το ξύπνημα της σεξουαλικότητας που πραγματεύεται, για παράδειγμα, η ταινία του Γιάνναρη έχει συμβεί με αντίστοιχο βίαιο τρόπο στην περίπτωσή της. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω βιώσει τόσο ακραίες καταστάσεις ούτε έχω φοβερές εμπειρίες. Όμως αυτό είναι το ωραίο σε μια παράσταση ή σε μια ταινία, πρέπει να φτιάξεις από την αρχή έναν κόσμο όπως τον έχεις φανταστεί. Βέβαια, είναι ο σκηνοθέτης που σε καθοδηγεί προκειμένου να συνθέσεις αυτό τον κόσμο. Στην περίπτωση του Γιώργου Ζώη μας έδωσαν το σενάριο μία μέρα πριν από τα γυρίσματα και δεν ξέραμε το τέλος. Συνέβαιναν πράγματα επιτόπου στο γύρισμα. Έπρεπε να βρισκόμαστε με όλες τις αισθήσεις μας, 100%, εκεί».

Από τον περασμένο Μάιο η Δάφνη Πατακιά μένει μόνιμα στο Παρίσι γιατί θέλει να δοκιμάσει την τύχη της στο γαλλόφωνο σινεμά. Συμμετείχε σε μια νέα ανάγνωση της «Ορέστειας» που ανέβασε ο Λουντοβίκ Λαγκάρντ, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Comédie de Reims (θυμηθείτε τη «Δυτική Αποβάθρα» που σκηνοθέτησε στο Εθνικό Θέατρο), και πηγαίνει σε οντισιόν για κινηματογραφικές ταινίες με όλη τη νεανική ορμή και τη φρεσκάδα της. Τα γαλλικά της είναι άψογα, στην ουσία η μητρική της γλώσσα – έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στις Βρυξέλλες μια και οι γονείς της εργάζονται στην Κομισιόν.

Κάποτε λοιπόν μια μικρή Ελληνίδα μεγάλωνε στην καρδιά της Ευρώπης μαθαίνοντας χορό και βλέποντας φανατικά αδελφούς Νταρντέν. Φανταζόταν τον εαυτό της αρχαιολόγο όμως οι εξερευνήσεις που ονειρευόταν έμελλε να είναι εντελώς διαφορετικού τύπου. Γιατί η υποκριτική μοιάζει να ήταν μια αναπόδραστη επιλογή στη ζωή της. «Στις Βρυξέλλες κάναμε θέατρο οικογενειακώς. Εγώ, ο μπαμπάς μου, η αδελφή μου και η μαμά μου παίζαμε σε ερασιτεχνικές, εξωσχολικές παιδικές παραστάσεις μαζί με άλλους Έλληνες. Τις διοργάνωνε η ελληνική κοινότητα και ανεβάζαμε έργα όπως “Η τύχη της Μαρούλας” ή “Ο Ερωτόκριτος”». Ξεκίνησε όταν ήταν μόλις 8 χρόνων και η επαφή της με το θέατρο δεν διακόπηκε ποτέ. Όταν ο Μιχαήλ Μαρμαρινός ταξίδεψε στην πόλη για να παρουσιάσει την παράσταση «Πεθαίνω σαν χώρα» και ζήτησε εθελοντές, εκείνη έσπευσε να δηλώσει συμμετοχή μαζί με τη μητέρα της. Όταν ήρθε η ώρα να σπουδάσει θέλησε να επιστρέψει στη χώρα που απολάμβανε τα καλοκαίρια της. «Μου είχε μείνει απωθημένο η Ελλάδα και η Αθήνα. Δεν είχα ζήσει ποτέ και ερχόμουν μόνο σε διακοπές, για να δούμε τους συγγενείς και τους φίλους. Η μητέρα μου αγαπάει πάρα πολύ το θέατρο οπότε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα βλέπαμε κάθε μέρα παραστάσεις. Τις Κυριακές μάλιστα που είχε διπλές βλέπαμε από δύο. Θυμάμαι έντονα την παράσταση “Βίοι Αγίων” του Μιχαήλ. Μου είχε αποτυπωθεί η πρώτη σκηνή όπου οι ηθοποιοί κάθονταν σε ένα τραπέζι και ψιθύριζαν και δεν καταλάβαινα αν είχε ξεκινήσει η παράσταση ή όχι». Όταν ο Μαρμαρινός αναζήτησε την αθώα Μαργαρίτα του θυμήθηκε με τη σειρά του την κοπέλα που είχε προσέξει στην «Πενθεσίλεια» του Ακύλλα Καραζήση, δασκάλου της στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Κάπως έτσι ξεκίνησε η αλυσιδωτή αντίδραση που μετέτρεψε τη νεαρότατη και αρκετά ντροπαλή Δάφνη στο it girl του ελληνικού σινεμά και του θεάτρου. Συγκρατήστε το όνομά της, αυτό το κορίτσι έχει λαμπρή πορεία να διαγράψει.

H ταινία «Ξύπνημα της Άνοιξης» προβάλλεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΣΙΑΡΑΠΗΣ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΕΛΙΝΑ ΣΥΓΓΑΡΕΩΣ

ΧΤΕΝΙΣΜΑ – ΜΑΚΙΓΙΑΖ: ΧΑΡΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (10ΑΜ)