Είναι εύκολο να καταλάβεις πόσο αγαπάει ο φακός το πρόσωπο του Ανδρέα Κωνσταντίνου όταν κάνεις μαζί του συνέντευξη μέσω skype. Τα ωραία χαρακτηριστικά του, φωτισμένα από τον πρωινό ήλιο της Θεσσαλονίκης όπου βρισκόταν, γέμιζαν την οθόνη του υπολογιστή. Το βλέμμα του έψαχνε να σταθεί κάπου για να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Όταν μιλούσε, επαναλάμβανε μια λέξη κάθε φορά που ήθελε να την τονίσει. Στη νέα ταινία του Μανούσου Μανουσάκη «Ουζερί Τσιτσάνης» ο Ανδρέας Κωνσταντίνου υποδύεται τον Βασίλη Τσιτσάνη: «Πρώτη φορά χρειάστηκε να κάνω κάτι τέτοιο, να υποδυθώ ένα υπαρκτό πρόσωπο. Η αυτόματη σκέψη ήταν ότι δεν του μοιάζω, φυσιογνωμικά δηλαδή, ο Μανούσος Μανουσάκης όμως επέμεινε και με έπεισε. Πώς προσεγγίζεις ωστόσο μια τέτοια προσωπικότητα, ποιος και πώς ήταν αυτός ο άνθρωπος; Χρειάζεται ένα ταξίδι κι ένα ψάξιμο για τη ζωή και το έργο του. Είδα φωτογραφίες, είδα βίντεο, μελέτησα συνεντεύξεις, διάβασα δικά του λόγια, ασχολήθηκα πολύ με το μπουζούκι, προικοδότησα γενικώς τον εαυτό μου με πληροφορίες. Τελικά κατάλαβα ότι αυτά δεν παίζονται, δεν γίνεται να παίξεις έναν άνθρωπο που έγινε θρύλος επειδή ήταν ένας φοβερός μουσικός. Κράτησα ό,τι μου έκανε εμένα εντύπωση, ό,τι θεωρούσα χρήσιμο και σημαντικό και προσπάθησα να το απλοποιήσω όσο περισσότερο γινόταν διότι εν τέλει αυτός ήταν ένας άνθρωπος σαν όλους μας. Προσπάθησα να λειτουργήσω έτσι, να είμαι ανοιχτός σε προβολές που θα κάνει το κοινό. Ούτως ή άλλως τον υποδύομαι σε νεαρή ηλικία, σε μια περίοδό του για την οποία δεν ξέρουμε και τόσα πολλά. Με καθησύχασε αυτό».

Η παγίδα στην οποία μπορεί να πέσει ένας ηθοποιός που βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν τέτοιο ρόλο είναι η μίμηση. Ο νεαρός πρωταγωνιστής την απέφυγε. «Το μόνο που προσπάθησα να μιμηθώ ήταν το στιλ με το οποίο έπαιζε μπουζούκι. Έχει ένα χαρακτηριστικό πιάσιμο της πένας με το δεξί του χέρι. Είναι πιο ωραίο αντί να προσπαθήσεις να παριστάνεις κάποιον, να εμπνευστείς από αυτόν και να φτιάξεις κάτι δικό σου. Αυτό έκανε και ο Σκαμπαρδώνης, πήρε ιστορικά στοιχεία και τα έκανε ένα δικό του μυθιστόρημα. Το ίδιο και ο Μανούσος Μανουσάκης. Πήρε αυτό το μυθιστόρημα και έφτιαξε μια δική του ταινία».

Φωτογραφία: ΑΡΗΣ ΡΑΜΜΟΣ

Τι κατάλαβε όμως ο Κωνσταντίνου για τον Τσιτσάνη μέσα από αυτή την εμπειρία; «Κατάλαβα ότι ήταν ένας μουσικός με τεράστιο μέγεθος, ένας μουσικός που άνετα θα έκανε διεθνή καριέρα σε άλλα χρόνια, σε χρόνια που θα μπορούσε να επικοινωνήσει πιο εύκολα τη δουλειά του. Δεν είναι πολλοί αυτοί με τους οποίους θα μπορούσα να τον βάλω στην ίδια κατηγορία… Ο Μάνος Χατζιδάκις ή ο Μίκης Θεοδωράκης. Η δε καινοτομία που έφερε στο χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού ήταν συγκλονιστική. Αυτή η χαρμολύπη που χαρακτηρίζει τα τραγούδια του, αυτό το πάντρεμα μιας δυτικότροπης μουσικής εντύπωσης με το ανατολίτικο στοιχείο, αυτή η γλύκα της μουσικής του… Σκεφτόμουν το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο έζησε και πότε έγραφε τα τραγούδια του και τι μπορεί να καθρέφτιζε στις ψυχές των ανθρώπων, τι κουράγιο και τι δύναμη τους έδινε. Υπήρξε πολύ σπουδαίος, έδωσε όλη του τη ζωή και όλο του το Είναι στην τέχνη του. Διαλύθηκε μέσα στη μουσική του. Αυτό όπου και να το συναντήσεις είναι συγκινητικό. Είχε μια ευγένεια, μια αρχοντιά και μια μαγκιά μέσα του καταπληκτικές. Δεν ξέρω πώς μεταφράζεται αυτό σήμερα».

Όταν χρειάζεται να ζήσεις, έστω και χάρη σε ένα κινηματογραφικό σετ, την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής τη συγκρίνεις αναγκαστικά με την τωρινή. «Είναι αξιέπαινο το πώς μέσα σε χρόνια καταπίεσης, εξαθλίωσης, αδικίας και σκοταδιού μπορεί να παραμένει μια δυνατή φλόγα ζωντανή στις ψυχές των ανθρώπων σε σχέση με τα ιδανικά και τις αξίες τους αλλά και σε σχέση με τα πράγματα που αγαπούν, τον πολιτισμό και την τέχνη. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο που πολλά κινήματα της τέχνης έχουν ξεπηδήσει μέσα από μαύρες σελίδες της ιστορίας. Έχω καμιά φορά την εντύπωση ότι σήμερα ζούμε μια εικονική ελευθερία. Είμαστε σκλάβοι του εαυτού μας. Έχω την αίσθηση ότι οι άνθρωποι παλιότερα ήταν πιο αυθεντικοί και όλα πιο απλά».

Στην ταινία υπάρχουν φυσικά τα τραγούδια του σπουδαίου λαϊκού συνθέτη.«Το “Σαν απόκληρος γυρίζω” ή η “Συννεφιασμένη Κυριακή” θεωρώ ότι είναι αξεπέραστα κομμάτια. Ανακάλυψα όμως πολλά που δεν ήξερα, τη “Μόρτισσα”, ας πούμε. Ο Τσιτσάνης έχει γράψει πάνω από χίλια κομμάτια, είναι αδιανόητο αυτό που έκανε. Η τελειομανία του είναι επίσης καταπληκτική», σχολιάζει.

Ο Ανδρέας Κωνσταντίνου έχει ιδρύσει τη θεατρική ομάδα «θΘ» στη Θεσσαλονίκη. Τις τελευταίες εβδομάδες παρουσίασαν εκεί την παράσταση «Εργασία Βάκχες» (projectbacchae.com), ένα πρότζεκτ βασισμένο στης «Βάκχες» του Ευριπίδη το οποίο μπορεί σε μερικούς μήνες να ξαναπαρουσιαστεί στην Αθήνα. «Είναι το αγαπημένο μου έργο, ένα συγκλονιστικό δείγμα θεατρικής γραφής, με συγκινεί που το έγραψε ένας Έλληνας εκείνα τα χρόνια και αισθάνομαι ότι μπορώ να συντονιστώ με αυτό που έχει. Αυτή η δουλειά εξελίσσεται, δεν έχει καμία σχέση η πρώτη παράσταση με αυτές που δώσαμε τώρα και είμαι σίγουρος ότι αν το παρουσιάσουμε ξανά σε ένα χρόνο θα είναι πάλι κάτι άλλο. Μπήκαμε χωρίς φόβο σε αυτό, κάνουμε ακραία πράγματα, τολμηρά και μας αποκαλύπτονται συνεχώς νέες πτυχές του. Θεωρώ πως ειδικά με όλα αυτά τα κλασικά αριστουργήματα, που τα καλύπτει μια ομίχλη δέους και μυστηρίου, πρέπει να φανείς γενναίος και να τα ξετινάξεις γιατί είναι αστείρευτα. Εμείς ως ομάδα το έχουμε πάρει πολύ προσωπικά», εξηγεί.

Μοιάζει να βρίσκεται σε αέναη κίνηση ο Θεσσαλονικιός ηθοποιός. «Εκ των πραγμάτων ταξιδεύω, ο χρόνος μου είναι μοιρασμένος συνήθως μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας. Στην Αθήνα έχω ζήσει οχτώ χρόνια, έχω δουλέψει πολύ, έχω κάνει φίλους. Γουστάρω τη Θεσσαλονίκη γιατί έχει ησυχία και μου επιτρέπει να έχω το δικό μου ρυθμό. Στην Αθήνα, την οποία επίσης αγαπάω πολύ, με παρασύρει λίγο ο ρυθμός της. Έχω αγαπημένους φίλους εκεί και βλέπω και πολύ ωραίες δουλειές, κάνω πράγματα τα οποία δεν μπορώ να κάνω στη Θεσσαλονίκη γιατί στα πολιτιστικά δεν υπάρχει σύγκριση – κάποτε η Θεσσαλονίκη μπορεί να ήταν ψηλά, τώρα δεν είναι. Αυτήν τη στιγμή βρίσκομαι στο σπίτι μου, φτιάχνω τη βάση μου εδώ, έχω ανάγκη να ξέρω ότι υπάρχει, είμαι ψυχικά ήρεμος έπειτα από πολύ καιρό. Ετοιμάζομαι να πάω σε λίγους μήνες στη Λετονία για τα γυρίσματα της νέας ταινίας του Άγγελου Φραντζή. Θα μετακινούμαι λόγω δουλειάς ούτως ή άλλως. Είναι ωραίο όμως αυτό, συνεχώς κάνεις ωραία πράγματα. Βέβαια δεν έχω πολλή προσωπική ζωή, υπάρχουν δυσκολίες αλλά για να αντέχω μάλλον μου αρέσει ακόμα».

Ήταν δύσκολο τις τελευταίες μέρες να αποφύγει κανείς τη συζήτηση για τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Αναρωτιέμαι αν ο Ανδρέας Κωνσταντίνου έχει καταφέρει να κρατήσει απόσταση από τις ακραίες αντιδράσεις –ειδικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Νομίζω πως ναι. Το γεγονός ότι τώρα με τα social media δίνεται σε καθένα ένα βήμα για να λέει τη γνώμη του είναι θεμιτό, καθένας μπορεί να λέει ό,τι θέλει, το έχει αυτό το δικαίωμα. Όμως το θέμα είναι τι μερίδιο ευθύνης μπορεί να ξεφορτώνεις κάνοντας μια τέτοια κίνηση και τι μερίδιο τελικά αναλαμβάνεις. Αυτό που με ενοχλεί είναι πως ορισμένες φορές χάνεται η ουσία. Αυτό που έγινε πρόσφατα με τις γαλλικές σημαίες στα προφίλ στο facebook είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Βγαίνει κάποιος και με εξυπνακίστικο τρόπο υποδεικνύει σε κάποιον άλλο ότι δεν είναι ευαίσθητος απέναντι, π.χ., στη Συρία. Το θέμα όμως είναι να δούμε τι κάνει η Ευρώπη, πού πάει ο κόσμος, να δούμε πώς κινείται η Ιστορία, να αναλύσουμε ποιος είναι ο εχθρός, τι σημαίνει ευθύνη ή αδιαφορία και να εστιάσουμε στο πώς μπορούμε να τα φωτίσουμε όλα διαφορετικά. Ο σύγχρονος Δυτικός άνθρωπος είναι τόσο απομονωμένος και χαμένος στο δικό του μικρόκοσμο και αισθάνεται μεγάλος και σπουδαίος μέσω ενός μέσου που δεν υπήρχε καν πριν από 15 χρόνια –σαν κοινωνικό πείραμα είναι αυτό που ζούμε. Νομίζω πως θα πρέπει να προστατεύουμε τις αξίες και τα ιδανικά μας και να κινούμαστε με δημιουργική χαρά, σεβόμενοι το διπλανό μας. Και είναι ζωτικής ανάγκης ζήτημα να φωτιστεί ο πολιτισμός μας. Αυτή την αίσθηση έχω και γι’ αυτόν το σκοπό πολεμάω κι εγώ μέσα από αυτό που κάνω».