Στο παρίσι υπάρχει ένας δρόμος με σπίτια τόσο διαφορετικά από τα άλλα, σπίτια με τόσο ψηλά προστατευτικά κάγκελα, που αν δεν τα είχα δει με τα ίδια μου τα μάτια, δύσκολα θα πίστευα ότι είναι πραγματικά. Εδώ μένει πλέον η Ελένη Αθανασιάδη, η οποία έχει προσθέσει στο επίθετό της και αυτό του νέου συζύγου της, του γάλλου τραπεζίτη Φρανσουά Ζουάρ, του ανθρώπου που έγινε ο λόγος να αφήσει πίσω της την Ελλάδα. Η πρώτη φορά που μίλησα στο τηλέφωνο μαζί της ήταν πριν από πέντε χρόνια, εκεί, στο Παρίσι, μέσω του Ζεράρ ντε Βιλιέ, δημοσιογράφου, εκδότη και συγγραφέα της σειράς κατασκοπευτικών βιβλίων «SAS», των οποίων οι πωλήσεις ξεπερνούσαν τα 150 εκατ. αντίτυπα. Η Ελένη Αθανασιάδη αποτέλεσε μία από τις βασικές πηγές του βιβλίου του για τη 17 Νοέμβρη. Μίλησα τηλεφωνικά πρώτα με τον άντρα της, τον κύριο Ζουάρ, και έπειτα με την ίδια.

Για την ιστορία, ο Αθανασιάδης δολοφονήθηκε το πρωί της 1ης Μαρτίου 1988 μέσα στο αυτοκίνητό του, μάρκας BMW 518, στη λεωφόρο Κηφισιάς, μερικά μέτρα πριν από το φανάρι του Κολλεγίου Ψυχικού. Οι δράστες, φεύγοντας με μια μηχανή Honda 250 κυβικών, πέταξαν πάνω στη διαχωριστική νησίδα την προκήρυξη της 17ης Νοέμβρη, με την οποία η οργάνωση αναλάμβανε την ευθύνη. Στην Αθήνα βρισκόταν η Ελένη Αθανασιάδη με την κόρη της Αλεξάνδρα, ενώ η άλλη κόρη της οικογενείας, Εμμανουέλα, που έκανε πρόσφατα την κυρία Αθανασιάδη γιαγιά, βρισκόταν στην Αμερική. Μετά τη δολοφονία η σύζυγος κέρδισε τον θαυμασμό όλων με την αξιοπρεπή στάση της, αν και ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της.

Στην τηλεφωνική συνέντευξη που είχα μαζί της δεν έκρυψε τον θυμό της για τον τρόπο κάλυψης του συμβάντος από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που απέφυγαν το ρήμα «εφονεύθη» ή «δολοφονήθηκε»: «Την ημέρα που συνέβη αυτό η κρατική τηλεόραση το ανήγγειλε στις ειδήσεις λέγοντας “εκτελέσθη” από τη 17 Νοέμβρη. Εκτελέσθη; Τώρα, ξέρουμε ή δεν ξέρουμε ελληνικά; “Εκτελώ” κάποιον σημαίνει κάτι τελείως διαφορετικό από το “φονεύω”. Και είχαν το θράσος να διαβάσουν στον αέρα τις δικαιολογίες της προκήρυξης». Δέκα ημέρες αργότερα η χήρα του Αθανασιάδη βρέθηκε σε ένα ταξί. «Μιλούσαν στο ραδιόφωνο για τον φόνο και ο ταξιτζής, χωρίς να ξέρει ποια ήμουν, μου είπε: “Ε, τέτοιος που ήταν, καλά του έκαναν”. Οταν ακούς στην τηλεόραση ότι κάποιος “εκτελέσθη” και μαθαίνεις από τις ειδήσεις για την προκήρυξη με τους υποτιθέμενους λόγους για τους οποίους “εκτελέσθη”, τότε, πράγματι, υπάρχουν πιθανότητες να πεις “τέτοιος που ήτανε, καλά του έκαναν”». Ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης ήταν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Ο θείος του, Πρόδρομος Αθανασιάδης ή Μποδοσάκης, ήταν από τους πρωτοπόρους έλληνες βιομηχάνους ο οποίος αντί να γράψει την περιουσία του στα ανίψια του, την άφησε στο Ιδρυμα Μποδοσάκη που ασχολείται με την επιχορήγηση του τομέα της Υγείας και της εκπαίδευσης.

Η ημέρα της δολοφονίας του Αθανασιάδη, ή «Μπούκη» όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά στην οικογένεια, έμεινε χαραγμένη στη μνήμη όλων. Ακόμη και εκείνων που βρίσκονταν μακριά. Η Χριστίνα Πολίτη, βαφτιστήρα της Αθανασιάδη, θυμάται ότι ήταν στο Λονδίνο όταν έμαθε πως «Χτύπησαν τον Μπούκη και πέθανε». Την Εμμανουέλα Αθανασιάδη συνόδευσε από την Αμερική ο πολύ στενός φίλος του πατέρα της και γνωστός χρηματιστής Αλέκος Παπαμάρκος. Η κηδεία ήταν πραγματική διαδήλωση. Οπως μου είπε η γυναίκα του, είχαν συγκεντρωθεί 3.000 εργάτες – «κανείς δεν τους είχε ζητήσει να έρθουν» – γεγονός που της μετέφεραν άλλοι, αφού η ίδια βρισκόταν σε κατάσταση σοκ. Είχαν σκοτώσει τον άντρα που γνώρισε σε νεαρή ηλικία, όταν ακόμη λεγόταν Ελένη Παναγιωτοπούλου.

Η Ελένη ήταν παιδί χωρισμένων γονιών, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Πήγε σχολείο ως εσωτερική στην Ιταλία, έμαθε να μιλάει άψογα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Υστερα γνώρισε τον Μπούκη και έζησαν τα πρώτα χρόνια στη Ρηγίλλης και έπειτα στη Βασιλίσσης Σοφίας, μαζί με το λυκόσκυλό τους, τον Τσίκο. Μετά το 1975 έγιναν από τις πρώτες οικογένειες που μετακόμισαν στην Εκάλη, στην οδό Λόφου, αφού η Ελένη αγαπούσε την εξοχή. Εκεί βρέθηκαν δίπλα στο σπίτι του Στέφανου Μάνου, με τον οποίο έκαναν πολλή παρέα και τον βοήθησαν στον προεκλογικό αγώνα του. Η ίδια αγαπούσε το λιτό στυλ και ήταν από τις πρώτες που υιοθέτησαν τον μινιμαλισμό στο σπίτι τους. Λέγεται, μάλιστα, ότι εκείνη ανακάλυψε τον Δελούδη. Βοήθησε πολύ το σχολείο Campion όπου πήγαιναν τα παιδιά της, τα οποία λάτρευαν τα ζώα. Αργότερα, συνέχισε να κάνει παρέα με την οικογένεια Λαλαούνη, την Ειρήνη Σινιόσογλου, τον Ντίμη Κρίτσα, την οικογένεια Μάνου και την Μπριγκίτα Παπασταύρου.

Οπως μου είπε η δημοσιογράφος Χριστίνα Πολίτη, «έχει τον χαρακτήρα ανεξάρτητης, αξιοπρεπούς γάτας, διατηρεί δικό της χώρο και θέλει να έχει πρόγραμμα. Η Ελένη ήταν σαν δεύτερη μάνα μου. Οταν ο πατέρας μου αρρώστησε, είχαμε τον Μπούκη να μας προσέχει. Είναι μια υπέροχη γυναίκα: διακριτική, κομψή, τόσο που νομίζεις ότι έρχεται από μια άλλη εποχή. Την ίδια στιγμή, είναι πολύ προοδευτική. Και πολύ αβανγκάρντ. Ενας εκλεπτυσμένος άνθρωπος. Και περνούσαμε υπέροχες στιγμές το καλοκαίρι στο σπίτι της στο Στρατώνι». Σήμερα κατάφερε να γυρίσει σελίδα και να αφήσει πίσω της τον τόπο που της θύμιζε την προηγούμενη ζωή της. Οπως άλλωστε λέει και η ίδια, «η ζωή συνεχίζεται».