«Οσο μεγαλώνεις, τόσο λιγότερους φίλους θα έχεις» έλεγε παλιά η μαμά μου – και η γιαγιά μου νομίζω. Με αυτό το τηλεγραφικό, αποκαρδιωτικό προγνωστικό (το οποίο τότε μου φαινόταν μια πεσιμιστική μπαρούφα) ήθελαν, νομίζω και πάλι, απλώς να επισημάνουν στο μικρό, κοινωνικό τους τέκνο, δηλαδή την αφεντιά μου, ότι – αντίθετα με ό,τι εγώ θεωρούσα απολύτως φυσιολογικό – όλοι οι χαμογελαστοί άνθρωποι σε αυτή τη ζωή δεν μας αγαπούν απαραίτητα. Και ότι το φαινομενικά ζεστό χαμόγελο, πολλές φορές αποδεικνύεται ήλιος με δόντια. Σαν να λέμε, όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος, παιδί μου, τόσο ξεχωρίζει τους φίλους από τους «φίλους», και πολύ περισσότερο από τους «««φίλους»»».

Τώρα που έχω (κάπως και ελαφρώς) μεγαλώσει, λοιπόν, καταλαβαίνω και κάτι ακόμα, ότι οι χωρίς εισαγωγικά φίλοι διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: Περίπτωση πρώτη, οι «new friends». Αμοιβαίος ενθουσιασμός που γνωριστήκατε και ήρθατε πιο κοντά, διαφαινόμενη εμμονή για συνεχή συναναστροφή από το πουθενά, η χαρά της μοιρασιάς και της ανακάλυψης. Περίπτωση δεύτερη, οι «φίλοι διαρκείας». Αν κανένας από τους δυο σας δεν πάθει κίτρινο πυρετό, θα τους έχεις για πάντα, όπως τους είχες στο παρελθόν και τους έχεις και σήμερα. Πρόκειται για πολυετείς, ασυναγώνιστες, καρδιακές φιλίες, δοκιμασμένες, με ανοχή κατοχυρωμένη και αντοχή αδιαμφισβήτητη. Περίπτωση τρίτη, οι «χαμένοι παλιόφιλοι». Κανείς σας δεν ξέρει ούτε πώς «χαθήκατε» ούτε γιατί η (καλή) αδελφική σχέση σας ξέφτισε στον χρόνο, ούτε καν ποιος είναι ο λόγος (μάλλον δεν υπάρχει συγκεκριμένος λόγος) που αυτή η αλλοτινή σχέση δεν αποκαθίσταται. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, κάθε φορά (δηλαδή μία στο – κάμποσο – τόσο, και εφόσον αμφότεροι δεήσετε) που βρίσκεστε, ξελιγωμένοι από τα γέλια ανακαλύπτετε εκ νέου ότι είστε ο τέντζερης και είναι το καπάκι.

Και σε αυτήν ακριβώς την πολύπλοκη σχέση των απολύτως εφαπτόμενων οικιακών σκευών θέλω να μείνω. «Σε σκέφτομαι συνέχεια αυτές τις μέρες και ελπίζω να ’ναι όλα καλά! Αν έχεις χρόνο αύριο το μεσημεράκι να πιούμε καφέ, πες μου… Σε φιλώ!». Το sms αυτό ήταν λυτρωτικό, όχι μόνο επειδή ήρθε αμέσως μετά το κλείσιμο ενός 20λεπτου επαγγελματικού τηλεφωνήματος (από αυτά που όσο απαραίτητο είναι να γίνουν, τόσο θα ήθελες να τα έχεις αποφύγει), αλλά κυρίως επειδή η αγαπημένη «χαμένη παλιόφιλη» Αλκηστη ήταν σαφής, περιεκτική και αποφασιστική: «Μπορώ αύριο το μεσημέρι, είναι μοναδική ευκαιρία να βρεθούμε επιτέλους. Αρπαξέ την ή, στη χειρότερη, αντιπρότεινε κάτι εξίσου συγκεκριμένο, αλλιώς κινδυνεύουμε να συναντηθούμε αφού ασπρίσουν τα μαλλιά μας – και αν» μετέφρασα το μήνυμά της στο μυαλό μου. Και αντέδρασα κατά πώς απαιτούσαν οι περιστάσεις, τόσο αρκούντως μάλιστα που το ραντεβού κλείστηκε (και δεν θα άλλαζε με τίποτε, αυτή τη φορά το ξέραμε) στο πι και φι: Κυριακή απόγευμα, στις 4.30 μ.μ., στο «Ονειρο».

Την επομένη, όταν πλησίαζα στο «Ονειρο» (δηλαδή, ένα ξύλινης διακόσμησης κόζι café στην Κηφισιά, όπου συνηθίζαμε να συναντιόμαστε ως φοιτήτριες μοιράζοντας την απόσταση ανάμεσα στα σπίτια μας) χτύπησε το κινητό μου: «Ελα, έλα, έλα! Μ’ ακούς; Ελα, εδώ είμαι, τώρα παρκάρω. Γαμώτο. Δεν το πιστεύω αυτό που γίνεται. Δεν το πιστεύω πόσο κόσμο έχει. Γαμώτο. Τελοσπάντων, τα κατάφερα τώρα. Πάω προς το “Ονειρο”. Να καθίσω ή να σε περιμένω έξω; Τι θες;». Κάπου εκεί, το είχα αποφασίσει. Οι «χαμένοι παλιόφιλοι» είναι μια πολύ ειδική και μοναδική κατηγορία ανθρώπων: Ενώ νομίζεις ότι χάθηκαν για πάντα στην άβυσσο των νοσταλγικών αναμνήσεων, εκείνοι εμφανίζονται και σε τρελαίνουν, δηλαδή σε πείθουν ότι ποτέ δεν εξαφανίστηκαν.

Στον τρίωρο «δεν-βάζουμε-γλώσσα-μέσα-μας» καφέ που ακολούθησε, η Αλκηστη εν αγνοία της με έπεισε, μάλιστα, και για την πολλαπλή, απλόχερη και μοναδική προσφορά της κατηγορίας της «χαμένης» φίλης: Είναι εκείνη που δίχως συστολή θα φωνάξει ή θα βρίσει στο άκουσμα της πρώτης σου ρουκέτας. Ετσι, μακριά από τον καθωσπρεπισμό του «new friend» και τη δεδομένη οικειότητα του φίλου «διαρκείας», θα αποδείξει ότι ειλικρίνεια χωρίς περιστροφές ακόμη υπάρχει στον κόσμο τούτο. Είναι εκείνη που θα εντοπίσει και τις πιο καλά κρυμμένες αλλαγές σου, με την ίδια ευκολία και αμεσότητα που εντοπίζει ότι «πήρες δυο-τρία κιλάκια» οποιοσδήποτε έχει να σε ανταμώσει περισσότερο από αυτό που καταχρηστικά ορίζουμε ως «προάλλες». Είναι εκείνη που πάντοτε τη νιώθεις δίπλα σου και παράλληλα πάντοτε τη νοσταλγείς (σπουδαίο πράγμα αυτό, σε πολλούς τομείς). Τελικά, το βασικότερο, είναι εκείνη η οποία μόνο και μόνο που κάθεται απέναντί σου και ακούει με ενδιαφέρον, σε βοηθάει να καταλάβεις ποια ήταν τα πραγματικά μεγάλα γεγονότα της καθημερινότητάς σου και ποιες είναι οι πραγματικά μεγάλες «μικρές χαρές της ζωής»: διότι βλέποντας σε fast forward τη ζωή σου από τότε που βρεθήκατε για τελευταία φορά ως σήμερα, κάνεις επιλογές. Κάποιες στιγμές αφήνεις την κασέτα να «τρέχει» και κάποιες άλλες πατάς «stop» και στη συνέχεια «play». Οπου η κασέτα, δηλαδή η αφήγησή σου, παίζει σε κανονική λειτουργία, εκεί είναι που πρέπει να εστιάσεις και μετά, όταν βρεθείς μόνη. Τα υπόλοιπα, μπορείς απλώς να τα πετάξεις στον κάδο των δευτερευόντων.

Με αυτές τις σκέψεις έφυγα το απόγευμα της Κυριακής από την Κηφισιά. Και αιφνιδίως είχα βρει και εγώ πολλά «δευτερεύοντα» και εκείνα τον προορισμό τους. Τώρα (που μάλλον κάτι περίεργο συμβαίνει στον τομέα «φιλικές σχέσεις και επικοινωνία»), είμαι πανέτοιμη και για δεύτερο «format»: «Ε! Τι κάνεις; Να πιούμε καφεδάκι! Σε σκεφτόμουν και θυμόμουν που τα είπαμε στο πόδι το καλοκαίρι! Αν μπορέσεις αύριο, κατά τις 9.30 μ.μ. εδώ κοντά, θα είναι σούπερ! Εχω να σου πω πάρα πολλά!» λέει το νέο, απρόσμενο sms. Μαριλίζα, θυμάμαι ακόμη ότι την ώρα των «Νέων Ελληνικών Κειμένων» στο λύκειο έβγαινες από το παράθυρο και επέστρεφες σαν κυρία από την πόρτα. Ξέρω πολύ καλά τι σε συγκινεί και τι σου φέρνει πλήξη. Οπως ξέρω ότι έκανες με ασυναγώνιστη πιστότητα την πολεμίστρια «Ζήνα» κάθε μεσημέρι, στον δρόμο από το σχολείο προς το σπίτι. Και όλα αυτά είναι γνώσεις πολύ σημαντικές. Μπορώ λοιπόν, αύριο, κατά τις 9.30 μ.μ., κάπου εδώ κοντά.