Ο σύζυγος μας αποκαλεί «Τενενμπάουμ» από την ομώνυμη κινηματογραφική οικογένεια. Καταθέτω ενδεικτικά μία σκηνή. Κοντινό πλάνο: Εγώ μόλις έχω γυρίσει από τη δουλειά και κυνηγάω τον μικρό να βάλει ορό στη μύτη. Αυτός χτυπιέται στο πάτωμα και μου φωνάζει ότι θέλει να του κατεβάσω ένα λούτρινο γουρούνι που βρίσκεται στο πιο ψηλό ράφι του δωματίου.

Μακρινό πλάνο: H μικρή αποφασίζει να υπερασπιστεί τον αδελφό της. Φοράει τις πουέντ του μπαλέτου, βάζει μέσα στο παντελόνι της ένα θεόρατο λαστιχένιο σπαθί και με σηκωμένο φρύδι παριστάνει τον Οδυσσέα (η τελευταία της εμμονή) που σώζει τον άτυχο αδελφό από τα χέρια της μαμάς-Κίρκης. Εγώ συνεχίζω να καταδιώκω τον μικρό, που τώρα γελάει σαρδόνια τρέχοντας σε όλο το σπίτι, με το αμπουλάκι του φυσιολογικό ορού μέχρι που οι φωνές μου σκεπάζονται από το «Nevermind» των Νιρβάνα στη διαπασών.

Εχω να το ακούσω αιώνες.Το έχει βρει η μικρή εντελώς τυχαία στη λίστα των CD. Πλήρως ικανοποιημένη τρέχει να δείξει με νόημα στον μπαμπά της (που σερβίρει στην κουζίνα σουπιές με σπανάκι) το «πουλάκι» του γυμνού μωρού στο εξώφυλλο του δίσκου.

Αυτή είναι μία απολύτως συνηθισμένη μέρα στο σπίτι μας. Κάτι σαν τη «Νύχτα σε σουρρεαλιστικό δάσος» που είχε στήσει το 1941 ο Νταλί στο ξενοδοχείο «Del Monte Lodge». Οταν συγκατοικείς με νήπια η λογική αρχίζει σιγά σιγά να υπεκφεύγει, η καθημερινότητά σου διαλύεται σε ψήγματα απιθανότητας, τίποτα δεν είναι όρθιο, τίποτα δεν προγραμματίζεται, επικρατεί ένα παραμυθένιο (ενίοτε και εφιαλτικό) χάος. Εχει τύχει να να μιλάω για ρεπορτάζ στο τηλέφωνο την ώρα που η κόρη μου κάνει σούζες δίπλα μου με κράνος και πεταχτά κοτσίδια πάνω στο αλογάκι της, ο μικρός κάνει μεγαλοφώνως κακά στο γιογιό και ο άντρας μου κλείνει τηλεφωνικώς μια πολύ σημαντική δουλειά. Σε μια συνάδελφο αρέσει που πριν πάω σπίτι λέω πάντα: «Πάω τώρα στην τρελοπαρέα». Δεν ψεύδομαι. Επιστρέφω στην δική μου οικογένεια Τενενμπάουμ.