Την Κυριακή το πρωί τής είπα: «Διάλεξε τι χρώμα καλαμάκι θέλεις για την πορτοκαλάδα σου». Τα κοίταξε με δέος για κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να εναποθέσει το χέρι της θριαμβευτικά πάνω στο κίτρινο. Σκέφτηκα πόσο την αγχώνω τις καθημερινές, όταν πρέπει να προλάβουμε το σχολικό, με τα «γρήγορα» και «δεν καταλαβαίνεις επιτέλους ότι θα αργήσουμε;». Επίσης σκέφτηκα πόσο ασύμβατες είναι οι έννοιες: «παιδί» και «χρόνος».

Το νεογέννητο σε μυεί απότομα σε αυτό το άχρονο σύμπαν. Δεν ξέρει ούτε τη μέρα με τη νύχτα. Το νήπιο πάλι αρχίζει μοιραία να εκπαιδεύεται στα βασικά, αλλά μέσα στο μυαλό του τα «χθες», «αύριο», «το απόγευμα», «στα γενέθλιά σου» παραμένουν ένας συγκερασμός αλλόκοτων προσδιορισμών. Απλά σιγά σιγά μαθαίνει ότι είναι ένας τρόπος επιβίωσης στο νευρωτικό κόσμο του ενήλικα.

Θυμήθηκα τον δίχρονο γιό μου που ούρλιαζε προ ημερών όταν τού έβαζα βιαίως ορό στη μύτη: «Αύιο, Αύιο!» (=«Αύριο»). Σχεδόν τρομάζω όταν βλέπω την τετράχρονη κόρη να ξεχωρίζει πλέον το «σαββατοκύριακο». Εχω πια συνηθίσει τον υπερρεαλισμό στις στιχομυθίες μας: «Μαμά, εσύ όταν ήσουν μικρή σε ποιά τάξη πήγαινες;».

Φέτος η δασκάλα της στον παιδικό σταθμό μου έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Μου έλεγε πώς η μικρή ήταν στην αρχή λίγο ντροπαλή στα ομαδικά παιχνίδια. Μια μέρα για παράδειγμα τούς ζήτησε να φανταστούν το σπίτι που θα είχε ένα παπάκι. Κάθε παιδί είπε την δική του ιδέα. Η δική μου επανάλαβε απλά αυτό που είχε πει το παιδί πριν από αυτήν. Η δασκάλα τότε είπε. «Εγώ ξέρω ότι κάτι άλλο έχεις μέσα στο κεφαλάκι σου. Σκέψου το. Παιδιά, θα αφήσουμε όλοι χρόνο στην Κρινιώ να σκεφτεί.». Σε λίγο η «ντροπαλή» κόρη μου μεγαλουργούσε: «Ενα σπιτάκι ξύλινο χτισμένη πάνω στο βουνό, με μια μεγάλη καμινάδα από λουλούδια που φτάνει μέχρι τον ουρανό και…». Τρόμαξα. Σκέφτηκα πόσο πιο ελεύθεροι θα ήμασταν αν ζούσαμε και εμείς, όπως αυτά, στον δικό μας χρόνο.