Τριακόσια πενήντα έξι ναυτικά μίλια μάς χωρίζουν από τον Πειραιά που αφήσαμε χθες το μεσημέρι πίσω μας. Μόλις έχουμε γυρίσει, τριάντα έλληνες περιηγητές, στο κρουαζιερόπλοιο από την κλασική απογευματινή ξενάγηση στην Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχείο, Ιππόδρομος, Αγια-Σοφιά, Μεγάλο Παζάρι.


Ενα μπουρίνι κρέμεται με μολυβιά βαριά σύννεφα πάνω από τη Βασιλίδα. Αλήθεια, πόσα ονόματα δεν δώσαμε σε αυτή την πόλη: Νέα Ρώμη, Κωνσταντίνου Πόλις, Βασιλίδα των Πόλεων, Βασιλεύουσα, η των «πόλεων πασών Κεφαλή», Θεοφρούρητη, Θεοφύλακτη… Οι ξένοι τη γνωρίζουν μονάχα με το οθωμανικό της όνομα Istanbul (παραφθορά και αυτό του ελληνικού: εις την Πόλιν). Οι γλάροι από τον Βόσπορο, κρώζοντας εκκωφαντικά, πλήθη αμέτρητα, πετούν προς τη μεριά της ξηράς. Ετσι όπως είναι αγκυροβολημένο το κρουαζιερόπλοιο δεξιά από τη γέφυρα του Γαλατά, μας προσφέρει από την αριστερή πλευρά του καταστρώματος μιαν εξαίσια θέα. Η πανέμορφη ιστορική τριγωνική πολιτεία, με τους επτά λόφους, τις εκκλησίες, τα κάστρα, τα τζαμιά και τα παλάτια των σουλτάνων της, παραδίδεται στον θυμό της θύελλας.


Αστραπές σχίζουν το στερέωμα και κατρακυλούν φλεγόμενες πάνω στην Αγια-Σοφιά, στο Μπλε Τζαμί και στο Σαράι. Η βροχή, με ριπές κοφτές, απότομες, μας σπρώχνει στο στεγασμένο μέρος του καταστρώματος. Σήμερα είναι ουσιαστικά η πρώτη ημέρα της ενδεκαήμερης κρουαζιέρας μας που θα μας φέρει στην Εφεσο, στη Ρόδο, στη Σαντορίνη, στη Μάλτα και από εκεί Σικελία και Ιταλία. Αύριο με δύο καλές φίλες, τη Σοφία και τη Διονυσία, θα ξεφύγουμε από την πεπατημένη. Θα περιπλανηθούμε στην Πόλη έχοντας οδηγό τη λαχτάρα της καρδιάς.


Δύο από τις σπάνιες εκκλησίες, πέρα από την Αγια-Σοφιά (το ορόσημο της χριστιανοσύνης), μας περιμένουν: το Μοναστήρι (Μονή) στη Χώρα ή Καριγέ Τζαμί και η Παμμακάριστος. Σκεφτόμαστε επίσης να τριγυρίσουμε και τις τουρκογειτονιές ανάμεσά τους.


Το βράδυ πέφτει βαρύ, απλώθηκε γαλήνη, η ατμόσφαιρα όμως παραμένει ηλεκτρισμένη. Πηχτή αρμύρα κολλάει στα ρουθούνια, στο δέρμα, στα μαλλιά μας. Τα φώτα ανάβουν και από τις δύο πλευρές του γερο-Βοσπόρου. Καληνύχτα, Ευρώπη. Καληνύχτα, Ασία. Την ψυχή μας βαραίνει ανείπωτη θλίψη.


Η Χώρα του Αχωρήτου


Η επόμενη ημέρα, η Κυριακή, είναι μουντή. Ψιλοβρέχει και με πιάνει πανικός γιατί το φως δεν ευνοεί τη φωτογράφηση. Με ένα ταξί από το Τελωνείο φθάνουμε στο Καριγέ Τζαμί (τώρα Μουσείο). Ο οδηγός μας χαρίζει ένα χάντρινο «μάτι» σε σχήμα καρδούλας. Πάντως του δηλώσαμε ευθαρσώς ότι είμαστε «Γιουνάν», Ελληνίδες. Μας αντιμετώπισε με ζεστό χαμόγελο.


Η εκκλησία (του πάλαι ποτέ Μοναστηριού στη Χώρα) έχει αφιερωθεί διαδοχικά μέσα στον χρόνο στον Χριστό και στην Παναγία. Λεγόταν έτσι παλιά γιατί βρισκόταν στην εξοχή, έξω από τα τείχη του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Βρίσκεται στον έκτο λόφο της Πόλης, στον μυχό του Κερατίου Κόλπου και πολύ κοντά στα στεριανά τείχη του Θεοδοσίου, που τελικώς συμπεριέλαβαν το όλο οικοδόμημα αργότερα, μέσα στο πιο εκτεταμένο τμήμα της Βασιλεύουσας. Το μοναστήρι όμως κράτησε το παλιό του όνομα και συμβολικά ο Χριστός Σωτήρ έγινε η «Χώρα των Ζώντων» και η Παναγία Μητέρα Του η «Χώρα του Αχωρήτου». Τα θαυμάσια ψηφιδωτά και οι τοιχογραφίες στο νεκρικό παρεκκλήσιο καθαρίστηκαν και αποκαταστάθηκαν (ό,τι φυσικά επέζησε των άπειρων περιπετειών του ναού) από το Βυζαντινολογικό Ινστιτούτο των ΗΠΑ σε συνεργασία με το Κέντρο Βυζαντινών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard.


Η εκκλησία, που πήρε σε ένα τρίτο οικοδομικό στάδιο τη σημερινή μορφή της από το 1303 ως το 1321, περιβάλλεται από έναν κήπο με συκιές, αγριοκαστανιές, ακακίες, χαρουπιές και πλατάνια. Παχύ γρασίδι και γιγάντιες ορτανσίες συμπληρώνουν τον πράσινο διάκοσμο. Κάνω τον γύρο της εκκλησίας. Ο τούρκος φύλακας παίζει με τον σκύλο του στην ανατολική πλευρά. Είναι όμορφη εκκλησία απ’ έξω αρχιτεκτονικά, με αρμονικούς όγκους. Η αίγλη της όμως συνίσταται στον εσωτερικό διάκοσμο. Μόλις ανοίγουν οι φύλακες, ευτυχώς με ελάχιστο ακόμη κόσμο, μπαίνουμε στον εξωνάρθηκα.


Τα εκπληκτικά ψηφιδωτά


Εχουν δει κι αν έχουν δει τα ματάκια μου ψηφιδωτά βυζαντινά: στο Δαφνί, στον Οσιο Λουκά, στη Μονή της Χίου, στη Θεσσαλονίκη· επίσης στη Αγια-Σοφιά, στη Βηθλεέμ, στη Ραβένα, στη Σικελία, στο Σινά, στον Αγιο Μάρκο της Βενετίας. Τούτη εδώ η ομορφιά είναι πρωτόγνωρη, σχεδόν αβάσταχτη. Ισως και να φταίει ότι είναι η πρώτη φορά, η παρθενική θέαση. Θεωρούνται χωρίς αμφισβήτηση ύψιστα δείγματα της βυζαντινής τέχνης με παγκόσμια αναγνώριση. Εδώ, στην Κωνσταντίνου Πόλη, βρισκόμαστε στην αυγή της Αναγέννησης. Πάνω από την πόρτα προς τον εσωνάρθηκα η εικόνα του Χριστού – Παντοκράτορα με την επιγραφή ΙΣ – ΧΡ. Ρωμαλέα, επιβλητική μορφή ευλογεί με το ένα χέρι, σφίγγει το Ευαγγέλιο με το άλλο, φορώντας ένα βαθυκύανο ένδυμα. Απέναντί Του, πάνω από την πόρτα του εξωνάρθηκα (εσωτερικά), η Παναγία απεικονίζεται ως η «Χώρα του Αχωρήτου».


Το να περιγράψεις αυτά τα ψηφιδωτά είναι ένας άθλος που μονάχα οι ώμοι έμπειρου βυζαντινολόγου μπορούν να βαστάξουν. Θα αναφέρω λίγα ψηφιδωτά που μίλησαν στην καρδιά μας περισσότερο. Αρχίζω από τη σύνθεση που παρουσιάζει τον Μέγα Λογοθέτη (Θεόδωρο Μετοχίτη), επί βασιλείας του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, με την επίσημη βυζαντινή στολή του και το μεγαλοπρεπές «σκιάδιον», να προσφέρει το ομοίωμα της εκκλησίας στον Χριστό. Παρ’ όλο που το πρώτο κτίσμα ξεκινάει τον 11ο αιώνα, τάμα της Μαρίας Δούκαινας, πεθεράς του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ του Κομνηνού, και επιδιορθώνεται στις αρχές του 12ου από τον εγγονό της Σεβαστοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό, η θαυμάσια διακόσμηση σε ψηφιδωτά και τοιχογραφίες και η τελική αρχιτεκτονική διαμόρφωση του ναού οφείλονται στον Θεόδωρο Μετοχίτη, ο οποίος αφιέρωσε την περιουσία και μεγάλο μέρος της ζωής του στη Μονή. . Ηταν υψηλόβαθμος αξιωματούχος της Αυτοκρατορίας, διπλωμάτης, λόγιος, θεολόγος, φιλόσοφος, ιστορικός, ποιητής, αστρονόμος και προστάτης θερμός των τεχνών. Η εκκλησία της Μονής της Χώρας μετατράπηκε σε τζαμί από τον Atik Ali Pasa στις αρχές του 16ου αιώνα.


Εισχωρούμε στον κυρίως ναό. Ελάχιστα ψηφιδωτά σώζονται. Σε άριστη κατάσταση βλέπεις μονάχα την Κοίμηση της Θεοτόκου πάνω από την πύλη προς τον εσωνάρθηκα. Για καλή μου τύχη κάποιες αχτίδες του ήλιου φωτίζουν ξαφνικά σαν προβολέας την οικεία σύνθεση. Φωτογραφίζω αμέσως την «κεκοιμημένη» Θεοτόκο και τον Υιό της που κρατάει στα χέρια Του σαν βρέφος την Ψυχή της. Δεξιά απέναντί μου δύο μωρουδέλια αγγελάκια που πετούν από τους ουρανούς προς την Παρθένο με ξετρελαίνουν.


Επιστροφή στον εσωνάρθηκα. Ανάμεσα στις γνωστές απεικονίσεις του κύκλου της ζωής της Παναγίας, σταματήσαμε μπροστά στην Επταβηματούσα. Η Μαρία νήπιο, στράτα στράτα, ταλαντευόμενη με χεράκια εκτεταμένα μπροστά, ξεκινάει τα πρώτα της βήματα. Ανάμεσα στη θεραπαινίδα και στην Αννα, που με ανοιχτή αγκαλιά την περιμένει. Η Επταβηματούσα μάς αποκάλυψε την πιο εράσμια ηλικία της Παναγίας. Σελίδα άγνωστη της ζωής της που μας πλημμύρισε με ανείπωτη τρυφερότητα. Τα δύο εξαίσια παγόνια ­ συμβολίζουν την αφθαρσία ­ πριν από τη σύνθεση των Εισοδίων αποσπούν κραυγές θαυμασμού από ένα μικρό γκρουπ Γάλλων που μόλις έφθασαν.


Τριγυρίζουμε στον ίδιο χώρο θαυμάζοντας τον κύκλο της παιδικής ηλικίας του Χριστού στη μια πλευρά και τον κύκλο της ενήλικης ζωής Του στην άλλη. Αναρίθμητες οι απεικονίσεις των θαυμάτων. Δεν ξέρεις τι να πρωτοθαυμάσεις. Σταματώ μπροστά στην ίαση του ανθρώπου που είχε την «χείραν ξηράν». Ο ασθενής προτείνει δειλά το άμορφο χέρι του προς τον Ιησού. Η όψη του εκφράζει ικεσία, ντροπή, αμηχανία. Το χεράκι το μαραμένο και ξηρό κραυγάζει: «Γιάτρεψέ με, Κύριε!». Η σύνθεση αποπνέει άφατο έλεος.





Το ταφικό παρεκκλήσι


Ο χρόνος πιέζει και πρέπει να δούμε τις τοιχογραφίες του ταφικού παρεκκλησίου. Από τους οκτώ τάφους έχουν αποδοθεί ο Α στον Θεόδωρο Μετοχίτη, ο D στον Μιχαήλ Τορνίκη, στρατηγό και φίλο του Μετοχίτη, ο Ε στην Ειρήνη Ραούλανα Παλαιολογίνα, συγγένισσα εξ αγχιστείας του Μετοχίτη, και ο Η στον Δεσπότη Δημήτριο Δούκα Αγγελο Παλαιολόγο. Μια ομάδα Ιταλών με την τουρκάλα ξεναγό τους μόλις μπήκε τιτιβίζοντας μεγαλοφώνως! Η μεγαλοπρέπεια της εικόνας της Ανάστασης στο ημιθόλιο της αψίδας του ιερού βήματος τους καθηλώνει. Πέφτει μια σιωπή παλλόμενη από θάμβος.


Ενας Αναστημένος Χριστός «ως ωραίος δικαιοσύνης ημίν έλαμψεν ήλιος»! Με λευκό δοξαστικό ένδυμα, τραβάει με τρυφερή βία τους προπάτορες Αδάμ και Εύα έξω από τους ανοιχτούς τάφους τους. Τα αναστημένα σώματα ίπτανται μέσα σε φορέματα με πλατιές πλαστικές πτυχές. Στα πρόσωπά τους ζωγραφίζονται το ξάφνιασμα, η ευτυχία της Καινής Ζωής. Μένουμε όλοι σιωπηλοί, δεν ξέρω για πόσα λεπτά. Οι Ιταλοί αποχωρούν ακροποδητί και εμείς αφήνουμε με μισή καρδιά πίσω μας σαν ανάμνηση αστείρευτης ομορφιάς κα έμπνευσης την εκκλησία της Χώρας. Σε ένα ζαχαροπλαστείο δίπλα ακούγοντας αμυδρά αμανέδες από το ραδιόφωνο πίνουμε τον πρώτο καφέ. Η Πόλη ξυπνάει. Νιώθω εξαντλημένη ψυχικά. Διαπιστώνω ότι και η Σοφία και η Διονυσία αισθάνονται το ίδιο.


«Ρωτώντας πας στην Πόλη» λέει η παροιμία, αλλά για μας ήταν ρωτώντας πας στην Παμμακάριστο, που φυσικά είναι γνωστή στους μαχαλάδες που διασχίζουμε με τα παμπάλαια, σαρακοφαγωμένα, έρημα ξύλινα σπίτια, περπατώντας από τον έκτο λόφο προς τον πέμπτο της Πόλης, σαν Fetiye Camii. Το Τζαμί της Νίκης. Το 1586 ο Murat ΙΙΙ μετέτρεψε τελικώς την Παμμακάριστο σε τζαμί μετά την κατάκτηση από τον στρατό του της Γεωργίας και του Αζερμπαϊτζάν.


Οι γειτονιές ζωντανεύουν. Μανάβηδες με τα καροτσάκια τους γεμάτα λαχανικά στοιβαγμένα με τάξη, ντομάτες, μελιτζάνες, αγγούρια τα σπρώχνουν με κόπο στα ανηφορικά καλντερίμια. Χανούμισσες προβάλλουν από τα παράθυρα, κατεβάζουν ένα καλάθι κρεμασμένο σε σχοινί, φωνάζουν στον μανάβη τι θέλουν και αυτός περιμένει να ξανακατεβεί με το αντίτιμο για την πραμάτεια του. Ενας γεράκος ταΐζει τις αδέσποτες γάτες στον δρόμο, αιχμαλωτίζω το χαμόγελο ενός παιδιού και οσμιζόμαστε πεινασμένες τις φρέσκες φραντζόλες από ψωμί στις βιτρίνες των αρτοπωλείων. Μεσόκοποι άνδρες με λευκά σαρίκια τραβάνε για τα τζαμιά…


Η μεγαλοπρέπεια της Παμμακαρίστου


Ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά στην Παμμακάριστο. Μεγαλόπρεπη βυζαντινή εκκλησία με πολλαπλούς τρούλους, στέκεται σε έναν εξώστη και προσφέρει άνετη θέα προς τον Κεράτιο Κόλπο. Δεξιά μπροστά μας φαίνεται ο Πύργος της Μεγάλης του Γένους Σχολής, το Φανάρι σίγουρα βρίσκεται κάτω χαμηλά στην παραλία πάλι δεξιά μας.


Στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Παμμακαρίστου τον πικρό μήνα της Αλωσης (Μάης του 1453) έλιωσαν τα γόνατά τους οι μοναχές σε ολονύκτιες γονυκλισίες και προσευχές ικετεύοντας σωτηρία. Η εικόνα της Παναγίας από το ξακουστό μοναστήρι κατέβηκε να ευλογήσει τα λαβωμένα τείχη της Βασιλίδας και να εμψυχώσει τους λιγοστούς υπερασπιστές τους. Μάταια.


Η Παμμακάριστος λεηλατήθηκε άγρια τις τρεις ημέρες που ακολούθησαν την Αλωση και δύο χρόνια αργότερα, από το 1455 ως το 1586, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία (το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, δηλαδή) στεγάστηκε εδώ για 131 χρόνια. Ηταν χρόνια πικρά, αιχμαλωσίας και ταπείνωσης. Ο θρύλος λέει ότι τον πρώτο καιρό ο Νέος Αμηράς (έτσι ονόμαζαν οι Βυζαντινοί των Μωάμεθ τον Πορθητή) ερχόταν συχνά εδώ στην Παμμακάριστο να κουβεντιάσει με τον Πατριάρχη Γεννάδιο για πολιτική και θεολογία.


Σήμερα, Κυριακή, η εκκλησία καθρεπτίζεται στα νερά της χθεσινής νεροποντής που δημιούργησαν μια… λίμνη γύρω από τον ναό. Ανοίγει στη 1 μ.μ., μας πληροφορεί η χανούμισσα – φύλακας ισιώνοντας το τσαλαπατημένο πασουμάκι της. Το πλοίο μας όμως αποπλέει στις 2.30 μ.μ. και χρόνος δυστυχώς δεν υπάρχει για να δούμε τα μωσαϊκά που κοσμούν το παρεκκλήσι.


Η μεγαλόπρεπη αυτή εκκλησία με τον πολύπλοκο οικοδομικό σχεδιασμό χτίστηκε σε αλλεπάλληλες εποχές, ξεκινώντας από τον 12ο αιώνα και τελειώνοντας στα μέσα του 14ου αιώνα. Από τότε που έγινε τζαμί χρησιμοποιείται ως σήμερα σαν τζαμί. Και μόνο το ταφικό παρεκκλήσι στα ΝΔ που οικοδομήθηκε στις αρχές του 14ου αιώνα από τον Μιχαήλ Γλάβα διατηρεί τη «χριστιανικότητά» του, αν και μουσείο. Η αναστήλωση και ο καθαρισμός των ψηφιδωτών οφείλονται και πάλι στο αμερικανικό Βυζαντινολογικό Ινστιτούτο.


Ξυπόλυτα, με έκδηλη ένδεια στην όψη, έξι αγόρια σε ηλικία από οκτώ ως δώδεκα χρόνων σε μικρή ομάδα μας πλησιάζουν. Αρχίζουν να ζητούν χρήματα: Money… Money… Κάνουμε το λάθος να τους δώσουμε τα ρέστα από τις εισόδους στο Καριγέ. Οι νεαροί γίνονται πιο απαιτητικοί, πιέζουν πιο φορτικά. Νιώθουμε κάποιαν ανασφάλεια. Νο more money… Νο more money, επαναλαμβάνει η Διονυσία που είναι και η «μπάνκα» της παρέας. Money… Money… Και μας περικλείουν σε κύκλο. Δίνω το σύνθημα της υποχώρησης. Είναι πολύ πιθανόν να στριμώξουν κάποια από μας και να της αρπάξουν την τσάντα ή τη φωτογραφική μηχανή. Ισως μονάχα να είναι απελπισμένα αυτά τα παιδιά. Οπισθοχωρούμε στο στενό δρομάκι επαναλαμβάνοντας εν χορώ Νο more money… Χαλαρώνουν και μας αφήνουν να φύγουμε. Πιο κάτω στον κεντρικό δρόμο βρήκαμε εύκολα ένα ταξί για να μας κατεβάσει ως το παλάτι του Dolma Bahce στον Βόσπορο.


Σταματήσαμε για τον δεύτερο καφέ με θέα τον Βόσπορο στο κιόσκι δίπλα στο μπαρόκ ρολόι – πύργο ανάμεσα στο Dolma Bahce Τζαμί και στο πασίγνωστο ομώνυμο Παλάτι. Το υψηλό αυτό και κομψό ρολόι από πελεκητή πέτρα οικοδομήθηκε το 1856, έχει ύψος 27 μέτρων και είναι ένα σημείο αναφοράς στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου.


Η κυριακάτικη περιήγηση (μία από τις χίλιες τόσες) στην ακριβή μας Πόλη έχει τελειώσει. Ενας λαμπρός ήλιος με αποζημίωσε για καλές πανοραμικές φωτογραφίες στην αναχώρηση από τούτη τη συγκλονιστική πολιτεία. Μέσα μου άρχιζε ήδη η αντίστροφη μέτρηση του γυρισμού…




Ενα από τα σπουδαία αξιοθέατα της Πόλης είναι το παλάτι Ciragan, τώρα ξενοδοχείο. Το Ciragan Palace Hotel Kempinski Istanbul ανακαινίστηκε πρόσφατα και θεωρείται από τα πολυτελέστερα ξενοδοχεία της Πόλης. Οι δώδεκα σουίτες στο αυθεντικό παλάτι κοστίζουν από 750 ως 5.000 δολάρια ημερησίως χωρίς πρωινό και ΦΠΑ! Για μια βουτιά, αν δεν είσαι πελάτης, πληρώνεις το ευτελές ποσόν των 10.000 δραχμών για τη χρήση της πισίνας, η οποία στους πανέμορφους κήπους του συγκροτήματος προεκτείνεται ιδεατά και κατρακυλά σαν «καταρράκτης» στον Βόσπορο.


Τούτο το μαρμάρινο παλάτι, που κάηκε ολοσχερώς το 1910 και για 80 χρόνια στεκόταν ένα κουφάρι – αποκαΐδι της αλλοτινής αίγλης του, χτίστηκε στη διάρκεια της βασιλείας του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Τελείωσε το 1874. Εδώ στις 4 Ιουνίου 1876 ο σουλτάνος, πέντε ημέρες μετά την εκθρόνισή του, άφηνε την τελευταία του πνοή. Αυτοκτονία ή δολοφονία ήταν ο θάνατός του; Το ερώτημα παραμένει. Τον διαδέχθηκε ο ανιψιός του Μουράτ Ε´, αλλά είχε τέτοια βαριά ψυχασθένεια που γρήγορα, ακατάλληλος τελείως για να κυβερνήσει, αντικαταστάθηκε από τον αδελφό του Αβδούλ Χαμίτ Β´. Για τα επόμενα τριάντα σχεδόν χρόνια ο Μουράτ και η οικογένειά του έζησαν «αιχμάλωτοι» στο Ciragan σε μια κατάσταση απίστευτης αθλιότητας, βρωμιάς και εξαχρείωσης. Ο Μουράτ πέθανε το 1905 και το παλάτι ερήμωσε. Από το 1908 το Ciragan ανακαινίστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως η πρώτη τουρκική Βουλή ως τη μοιραία πυρκαϊά του 1910.


Ενας άνετος τρόπος για να επισκεφθεί κανείς την Κωνσταντινούπολη είναι με κρουαζιερόπλοιο της Royal Olympic Cruises. Κάθε Παρασκευή στις 8 μ.μ. το πολυτελές και νεοαποκτηθέν κρουαζιερόπλοιο Olympic Countess σαλπάρει από τον Πειραιά για μια επταήμερη κρουαζιέρα στο Αιγαίο. Στην Πόλη φθάνει την Τρίτη το μεσημέρι και παραμένει για ένα 24ωρο. Προτού περάσει τα Στενά του Βοσπόρου προσεγγίζει κατά σειρά τα λιμάνια του Ηρακλείου, της Σαντορίνης, της Ρόδου, της Πάτμου, της Εφέσου. Στο ταξίδι της επιστροφής επισκέπτεται τη Δήλο και τη Μύκονο. Οι τιμές αρχίζουν από 134.000 δραχμές το άτομο σε δίκλινη εσωτερική καμπίνα (συν 40.000 τα λιμενικά τέλη). Η διατροφή είναι πλήρης. Για τα παιδιά υπάρχουν ειδικές εκπτώσεις. Πληροφορίες: Travel Plan (τηλ. 3238.801-5).