Μια μελωδική αγκάλη
Πλησιάζουμε αργά με ένα σχετικά μικρό σκάφος από την Ιο το λιμάνι της Αλοπρόνοιας. Ετσι προσεγγίζεται αυτό το χειροποίητο νησί με τις διαστάσεις και τη διάθεση στα ανθρώπινα μέτρα. Αλοπρόνοια σημαίνει φροντίδα από τις κακουχίες της θάλασσας. Με άλλα λόγια, μια φιλόξενη αγκαλιά για να αράξεις. Πολύ ταιριαστή υποδοχή στη Σίκινο. Δεξιά και ζερβά του σκάφους κτίσματα και άλλα πλεούμενα. Από το γαλάζιο της θάλασσας ως το γαλανό του ουρανού μεσολαβούν ο μαίανδρος της ακτογραμμής, τα χαραγμένα από τα «λουριά» βουνά και τα λευκά ξωκκλήσια στις κορφές τους. Κάθε μοναστηράκι και μια δέηση, μια γιορτή. Είναι σύμβολα της πίστης των ανθρώπων να επιμένουν ενσωματωμένοι πάνω στον γενέθλιο βράχο «σαν κοχύλια κολλημένα στα βουνά» καθώς λέει ο πρώτος ταξιδιωτικός συγγραφέας Ηρόδοτος. Πώς το είπε ο Οδυσσέας Ελύτης που αγαπούσε τη Σίκινο; «Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας / Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους / Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο». Πάντως ο παπα-Θοδωρής Αρσενικός με το βιολί του και η παρέα του με τη φωνή της το είπαν διαφορετικά: Ωραία που ‘ναι την αυγή όταν γλυκοχαράζει / να ‘ναι κανείς στη Σίκινο και να διασκεδάζει. Και διασκεδάζουν τακτικά η θάλασσα, η στεριά, ο αγέρας, οι άνθρωποι στα πανηγύρια του Αγίου Παντελεήμονος στις 27 Ιουλίου, του Δεκαπενταύγουστου, των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου –που στη χάρη της μαγειρεύουν κακαβιά –σαν μια παρέα, ιδιαίτερα τον χειμώνα, που όλοι κι όλοι είναι λιγότεροι από 300.
Από το Χωριό στο Κάστρο και στην Επισκοπή

«Πρώτ’ αγαπούσα στο Χωριό, τώρα αγαπώ στο Κάστρο / Και μες στη Λότζια θα σφαχτώ που βασιλεύει τ’ άστρο» τραγουδά η παρέα του παπα-Θοδωρή και το δίστιχο περιγράφει σχεδόν ολόκληρο το σύμπαν της Σικίνου. Πηγαίνουμε προς τα εκεί από την άσφαλτο που κόβει σε πολλά σημεία το εργόχειρο, πλακόστρωτο, μονοπάτι που ένωνε τις δύο γειτονιές της Χώρας με το λιμάνι. Τώρα είναι ένα ταξίδι στην αίσθηση των άλλων καιρών όταν το περπατάς, έχοντας πίσω σου τη γειτονιά του Χωριού, που είναι κυρίως οι εστίες των μονίμων κατοίκων, και απέναντι το Κάστρο, τους σφιχτοδεμένους και οχυρωμένους χώρους της κοινότητας που τώρα εμφανίζονται με τη μορφή του δημαρχείου, εστιατορίων, καφέ και καταλυμάτων, όπως τα ταιριαστά διαμερίσματα «Στεγάδι»
(τηλ. 22860 51271, 6948409566, www.stegadi.com).
Η κύρια είσοδος του Κάστρου, που είναι χτισμένο στην άκρη του γκρεμού πιθανόν στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, έχει κατεδαφιστεί, αλλά στέκει το «παραπόρτι», ένα εντυπωσιακό στεγάδι, που βγάζει στην επίσης εντυπωσιακή πλατεία. Εκεί υπάρχει η Παντάνασσα (1787) με το εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο και μια συλλογή από σπουδαίες εικόνες μεταβυζαντινής τέχνης, μεταξύ των οποίων και η Παναγία του Αντώνιου Σκορδίλη. Ολα αυτά τα δείγματα της περιβόητης Κρητικής σχολής του 17ου, του 18ου και του 19ου αιώνα μεταφέρονται το καλοκαίρι από την Παντάνασσα και εκτίθενται σε ειδική αίθουσα στο δημαρχιακό μέγαρο.
Κάποιες από τις εικόνες προέρχονται και από την Επισκοπή, ένα αλλόκοτο μνημείο στη σκιά του Τρούλου και της ψηλότερης κορυφής της Σικίνου, της Πόστας, που από πολύ παλιά και ως σήμερα φιλοξενούσε τα αμπέλια του νησιού. Μέσα από τη μεσογειακή φύση, τις ξερολιθιές, τα κελιά, τα βυζαντινά παρεκκλήσια, τα αρχαία οικοδομήματα, προβάλλει ένα ρωμαϊκό ταφικό μνημείο του 3ου αιώνα, το οποίο τον 17ο αιώνα μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό με τρούλο. Αυτή η μετεξέλιξη του μνημείου είναι πολύ φανερή στη σημερινή εικόνα του και γι’ αυτό είναι τόσο ιδιαίτερο μέσα στη μοναξιά του.
Η χάρη της Παναγίας Παντοχαράς

«Και ζούμε και είμαστε ευχαριστημένοι» λέει ο άλλος ιερέας της Σικίνου καθώς παίρνουμε το ασβεστογραμμένο μονοπάτι που κατηφορίζει από το θεαματικό «μπαλκόνι» της Χρυσοπηγής, ενός καστρομονάστηρου που χτίστηκε το 1690 στην άκρη του θεόρατου γκρεμού, με τη θάλασσα, το Κάστρο και το Χωριό απέναντι στα πόδια του. Ο παπα-Σπύρος βγαίνει από το «νταμωμένο» πλακόστρωτο και ψάχνει γύρω τα αγαπημένα του φυτά. Αυτό είναι δεσποινοβοτανάκι, λέει σηκώνοντας ένα κλαράκι. Και προσθέτει μια λαϊκή ρήση: «Οποιος το δεσποινοβοτανάκι δεν θα πιάσει, την αγάπη του γρήγορα θα χάσει». Συνεχίζουμε ενώ στην πάνω τσέπη του ράσου του έχουν μπει δυο-τρία κλαράκια ακόμη και πιο κάτω συναντάμε τον παπα-Θοδωρή στον αυλόγυρο της Παναγίας Παντοχαράς, μιας μικρής εκκλησίας αφιερωμένης στη μνήμη του ποιητή των μικρόκοσμων του Αρχιπελάγους και της ιδεολογίας του Αιγαίου Οδυσσέα Ελύτη. Είναι εδώ πάνω στον βράχο που θα μπορούσε να κάθεται με τις ώρες ο ποιητής και να κοιτάζει το πέλαγος. Ηταν επιθυμία του ένα ξωκκλήσι λουσμένο στο φως, προσκύνημα στη χάρη της Σικίνου.
Μπαίνουμε στα στενά του Κάστρου και στο ξάγναντο ο δήμαρχος Γιάννης Συρίγος, ένας άνθρωπος που αισθάνεται το μέλλον της παράδοσης, λέει μπροστά στον μύλο του Αριστείδη: «Από τότε που μαΐναρε τα πανιά του, κάπου τη δεκαετία του 1970, χάσαμε την αυτάρκειά μας. Αγοράζουμε αλεύρι απ’ έξω».
Μικρός τόπος, μεγάλες γιορτές

Τα εκκλησάκια είναι μεγαλοδύναμα. Ενας τόσος δα αιγαιόγλαρος στην άκρη του βράχου και γίνεται χαλασμός στη χάρη του. Ο παπα-Θοδωρής ψέλνει τον εσπερινό και μετά πιάνει το βιολί. Λένε ότι τον παππού του, φημισμένο βιολάτορα, τον έμαθαν να παίζει οι ανεράιδες. Τόσο αέρινο ήταν το δοξάρι του. Ετσι άρχιζε το γλέντι, που είναι μια δοξολογία των ανθρώπων στον λιγοστό τόπο, που όμως είναι αρκετός να κρατά τις ρίζες τους. Εδώ οι γυναίκες φροντίζουν –οι άνδρες βοηθούν –για τους φαβοκεφτέδες, τους κολοκυθοκεφτέδες, τα ρεβίθια, τους γίγαντες, τα αμπελοφάσουλα, τα ψάρια, το ντόπιο γεμιστό κατσίκι που είναι τόσο νόστιμο. Ολα αυτά ταιριάζουν πολύ με το σικινιώτικο κρασί που πάντα υπήρχε. Τώρα ο Γιώργος Μάναλης έχει το αμπέλι του και το επισκέψιμο οινοποιείο του στον δρόμο για την Επισκοπή. Το Εν Λευκώ (οίνος λευκός ξηρός) του Μάναλη, μαζί με το Λιοσάτο (από λιαστά σταφύλια) και μαζί με μερικά από τα φαγητά του πανηγυριού, σερβίρονται στην «Κάππαρη», το εστιατόριο στα πόδια του Κάστρου. Στο τραπέζι φτάνουν επίσης τα τυροπιτάκια της Ευγενίας, οι ντοματοκεφτέδες, ο μαριναρισμένος γαύρος, ο κόκορας κρασάτος, η σαρδέλα στον φούρνο, τα παππούδια, ο μουσακάς στο πήλινο και μετά πάλι τσίπουρο Μάναλη. Από πάνω στο Κάστρο, στην «Κληματαριά», μαγειρεύουν κόκορα παστιτσάδα, κουνέλι στιφάδο, φασολάκια και άλλα μαγειρευτά, αλλά στο «Στέκι του Γαρμπή» τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί βάζουν ψησταριά κυρίως και ετοιμάζουν και ψαρόσουπα αν την παραγγείλεις.

INFO:

Τα συμβατικά και ταχύπλοα καράβια φτάνουν στο λιμάνι της Αλοπρόνοιας (Ταξιδιωτικό Πρακτορείο, τηλ. 22860 51168), όπου υπάρχουν αρκετά καταλύματα, ενδεικτικά, όπως το ξενοδοχείο «Porto Sikinos» (τηλ. 22860 51247, www.portosikinos.gr) ή τα δωμάτια της Φλώρας (τηλ. 22860 51214). Από εδώ ξεκινά και η βάρκα του Δημήτρη (τηλ. 6937261800) για τις παραλίες που δεν έχουν οδική πρόσβαση. Για τις άλλες που έχουν, όπως ο Αγιος Γεώργιος ή το Διαλισκάρι, αλλά και για τη Χώρα και την Επισκοπή πάει το λεωφορείο (τηλ. οδηγού 6937865866). Στον δρόμο για τη Χώρα υπάρχει το κέντρο της νυχτερινής ζωής, οι «Θεμωνιές».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ