Η ανάμνηση του Πάνα βγαίνει βόλτα στη Χώρα


Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, πρωί, στον δρόμο για το Κάστρο της Σκύρου. Η Χώρα κάτω μοιάζει να ξυπνά από τον ήρεμο ύπνο της μετά το χθεσινοβραδινό όργιο των ξέφρενων κωδωνοκρουσιών. Να όμως που αυτός ο ήχος αρχίζει και πάλι να κυκλοφορεί μέσα στα σοκάκια της πολιτείας και να έρχεται προς το μέρος μας. Οι γέροι με τη βαριά σκευή τους και οι ανάλαφρες κορέλες που στριφογυρίζουν γύρω τους σε έναν αέρινο χορό ανεβαίνουν προς το Κάστρο. Ενα από τα πλέον συγκλονιστικά έθιμα της ελληνικής Αποκριάς βρίσκεται σε εξέλιξη. Από πολύ παλιά η δαιμονιώδης κραυγή των κουδουνιών ήταν αποτρεπτική για τα δαιμόνια, για το Κακό. Η επίκληση του Κακού ήταν πρόσκληση του Καλού. Στη Σκύρο πιστεύουν ότι αυτό το έθιμο υπενθυμίζει μια καταστροφή για να την ξορκίσει. Είναι παράξενο αλλά σε αυτό το νησί η πηγή του πλούτου βρίσκεται στα βουνά και όχι στη θάλασσα. Στην Αρχοντογειτονιά της Χώρας κατοικούσαν τσοπάνηδες και όχι ναυτικοί. Ο γέρος λοιπόν και η γριά, που η ασυνήθιστη κακοκαιρία σκότωσε όλες τις αίγες τους, τρελάθηκαν και ο γέρος φόρεσε το τομάρι του μεγαλύτερου τράγου του, ζώστηκε όλα τα κουδούνια του κοπαδιού του και συνοδευόμενος από τη γυναίκα του, ντυμένη με τα κουρέλια που της είχαν απομείνει, κατέβηκαν στη Χώρα να διαλαλήσουν την καταστροφή τους χορεύοντας σαν τρελοί. Αυτή είναι μάλλον μια μοντέρνα εξήγηση για την έλευση των γέρων, της κορέλας και του Φράγκου, σε μια απίθανη πομπή, όσο είναι ανοιχτό το Τριώδιο. Η καταγωγή της όμως πηγαίνει πολύ πιο πίσω, στους μύθους του τραγοπόδαρου θεού Πάνα και στις πομπές των ακολούθων του. Ο υιός του Ερμή και μιας Νύμφης και οι πιστοί του αρέσκονταν πάντα να τρομάζουν τους περαστικούς ντυμένοι με τραγοτόμαρα και χτυπώντας εκκωφαντικά κουδούνια, το πανδαιμόνιο που συμβαίνει στον κεντρικό δρόμο της Σκύρου το Σάββατο το βράδυ και το πρωί της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς.
Πανδαιμόνιο στο κεντρικό σοκάκι της Χώρας

Οταν πέφτει το βράδυ, το πλήθος των επισκεπτών πιάνει επίκαιρες θέσεις στα πεζοδρόμια του κεντρικού δρόμου της Χώρας. Επίκαιρες αλλά και ασφαλείς, γιατί το πέρασμα των γέρων είναι τόσο δυναμικό και ζωσμένοι με τα βαριά κουδούνια έχουν πολύ μεγαλύτερο από το φυσιολογικό εκτόπισμα, τέτοιο που ο επισκέπτης κινδυνεύει να δεχθεί κάποιο άγαρμπο χτύπημα αν δεν αφήσει ελεύθερο τον δρόμο στη δαιμονισμένη πομπή. Και πράγματι ο ρυθμικός ήχος των μεγάλων «τσοκανιών» ακούγεται από μακριά. Οι γέροι, το κεντρικό πρόσωπο της πομπής, τα έχουν περασμένα στη μέση τους με ξύλινους χαλκάδες, τους ίδιους που τα κρατούν και στον λαιμό τον κατσικιών.
Είναι πολύ βαριά, γύρω στα πενήντα κιλά, και χτυπούν ανάλογα με τον ρυθμικό βηματισμό και τις κινήσεις του κορμιού του γέρου. Οι γέροι περπατούν κουνώντας τη μέση τους, κάνουν άλματα με μια συγκεκριμένη φιγούρα σταυρώνοντας τα πόδια τους στον αέρα ή στέκονται και «σείονται», κουνούν κυκλικά τους γοφούς τους, χτυπώντας εκκωφαντικά τα κουδούνια.
Φορούν ένα βαρύ, μαύρο «καπότο» με μακρύ τρίχωμα και κουκούλα, την οποία συγκρατεί το παραδοσιακό ζωνάρι του βοσκού, που κρέμεται στο στήθος μαζί με ένα χρωματιστό μαντίλι. Το παντελόνι είναι το παραδοσιακό κοντοβράκι του βοσκού, όπως και οι «τροχαδόκαλτσες» και τα δερμάτινα σανδάλια, τα τροχάδια, και κρύβουν το πρόσωπό τους με μάσκα από δέρμα νεογέννητου κατσικιού. Κρατούν μπαστούνι –που στη λαβή του έχει ένα λουλουδάκι –το οποίο κραδαίνουν στον αέρα όταν κάνουν άλματα ή απλώς στηρίζονται σε αυτό.
Κάθε ομάδα γέρων έχει και την κορέλα της. Τους ανοίγει τον δρόμο χορεύοντας και ανεμίζοντας το άσπρο μαντίλι που κρατά ή χορεύει στο κέντρο του κύκλου των γέρων που «σείονται» με δαιμονισμένο θόρυβο.
Οι κορέλες φορούν την παραδοσιακή γυναικεία, σκυριανή, φορεσιά, άσπρη, με κεντημένη ποδιά και χρωματιστό μαντίλι στο κεφάλι, αν και παλιά ήταν γυναίκες που κρύβονταν πίσω από μάσκα. Τώρα όμως είναι όντως νεαρές κοπέλες, αεικίνητες και αέρινες σε σχέση με τη βαριά παρουσία των γέρων. Και όταν αυτοί σταθούν να πάρουν ανάσα, χωρίς να σταματήσουν να χτυπάνε τα κουδούνια, η γυναίκα τραγουδά στον σκοπό της κορέλας:
Του Καλομάστου το νερό
είναι γλυκό σα μέλι,
το πίνουνε οι τσοπανοί
και γίνονται αγγέλοι.
Τη διονυσιακή πομπή συμπληρώνει ο Φράγκος, μια νεότερη προσθήκη, ο οποίος είναι ντυμένος με φράγκικα ρούχα και τον συνδέει με την ομήγυρη μόνο το ένα και μοναδικό κουδούνι που έχει περασμένο στη μέση του. Ηταν μια «μπηχτή» της σκυριανής κοινωνίας στους «Ευρωπαίους» που έβγαλαν την παραδοσιακή βράκα και άρχισαν να ντύνονται «ευρωπαϊκά».
Ετσι πάνε και έρχονται όλο το βράδυ στο κεντρικό σοκάκι, μέχρι να αποκάμουν και να πάνε για ξεκούραση ως το επόμενο πρωί που θα βγουν ξανά στον δρόμο.
«Λεβεντόγεροι» στην κορυφή της Χώρας
Και να που οι γέροι, οι κορέλες και ο Φράγκος βγήκαν ξανά στα σοκάκια της Χώρας, αλλά τώρα αρχίζουν να ανηφορίζουν προς το Κάστρο. Με το βάρος που κουβαλούν αυτό είναι ένα κατόρθωμα, και μάλιστα χαρακτήριζαν «Λεβεντόγερους» όσους έφταναν στην κορυφή του βράχου για να σημάνουν τις καμπάνες του Αγίου Γεωργίου. Η εκπληκτική εκκλησία μέσα στο Κάστρο –λέγεται ότι κτίστηκε το 963 από τον Αγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη με χορηγία του Νικηφόρου Φωκά –άνοιξε από εφέτος ξανά τις πόρτες της μετά τις πολυετείς εργασίες συντήρησης και κοιτάζει από εκεί ψηλά τη Χώρα και όλο το νησί που ορκίζεται στο όνομά του:
Αη μου Γιώργη, αφέντη μου,

μεγάλο τ’ όνομά σου!

Φύλλο δε μπέτει από δεντρί

χωρίς το θέλημά σου.
Από την άκρη του εξώστη, μπροστά στο Κάστρο, η θέα προς την πολιτεία, την ακτογραμμή και τη θάλασσα είναι όντως απίθανη. Τον ρεμβασμό διακόπτει η μουσική των γέρων, που κάποιοι περνούν και από εκεί, και τα κουδούνια τους αντηχούν ως τις κάτω γειτονιές της Χώρας. Οι ομάδες των μεταμφιεσμένων συγκεντρώνονται σε ένα πλάτωμα κάτω από το Κάστρο και δίνουν μια σύντομη παράσταση με χορευτικές φιγούρες. Μετά ρίχνουν στο πρόσωπό τους το δέρμα του νεαρού κατσικιού και η μαύρη γραμμή που διακόπτουν μόνο τα χρωματιστά ρούχα της κορέλας αρχίζει να κινείται μέσα στα γραφικά σοκάκια. Αυτή είναι από τις πιο συναρπαστικές εικόνες αυτού του δρώμενου που ζει μέσα στην ψυχή της Σκύρου, όπως τώρα κινείται σαν αίμα μέσα στην καρδιά της. Σύντομα όμως βγαίνει στον κεντρικό δρόμο της αγοράς της Χώρας για την καθιερωμένη παράσταση.
Στο τέλος της διαδρομής, στην πλατεία του δημαρχείου, υπάρχει έπαθλο. Ενας δίσκος με νηστίσιμα φαγητά –ταραμοσαλάτα, φασόλια, τουρσί, ελιές, χαλβάς –προσφέρεται από κεφάτους Σκυριανούς στους συντοπίτες τους και τους ξένους. Δίπλα, επιτόπου, οι παραδοσιακοί λουκουμάδες –έδεσμα που συνοδεύει πάντα τις χαρές στο νησί –ζυμώνονται και με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση πέφτουν στο μεγάλο τηγάνι σαν τροφαντό δακτυλίδι, πριν ροδοκοκκινίσουν και περαστούν στην «μπαγκέτα» της μαγείρισσας για να καταλήξουν στα πιάτα αρτυμένοι με το φημισμένο, χρυσαφένιο σκυριανό μέλι που οι παραγωγοί έχουν φέρει άφθονο. Η παραγωγή μελιού είναι μια παλιά ιστορία στο νησί, αφού έχει βρεθεί σκεύος του 2.800 π.Χ. που χρησιμοποιούσαν οι μελισσοκόμοι της εποχής και εκτίθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Χώρας.
Οι γεύσεις της Αποκριάς

Γενικώς το φαγητό στη Σκύρο είναι μια ολόκληρη ιστορία καθώς, σχηματικά, το βόρειο νησί των τσοπάνηδων και το νότιο νησί των ψαράδων αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικές γαστρονομικές συνιστώσες, τη γεύση της θάλασσας και τη γεύση της στεριάς, οι οποίες συναντώνται σε ένα κοινό τραπέζι που τα εξέχοντα φαγητά του είναι το μυρωμένο από τα βότανα του βουνού κατσικάκι με πατάτες στον φούρνο και αρτυμένο από την αλμυρή ανάσα της θάλασσας, όπως και η ονομαστή αστακομακαρονάδα της Σκύρου. Αμα το καλοσκεφθείς, αυτό συμβαίνει και με τα γενικά χαρακτηριστικά της Σκύρου. Είναι πιο τονισμένα τα στεριανά, έτσι όπως τα περιτριγυρίζει η θάλασσα, τα αναδεικνύει και νοστιμεύει τα πάντα τυλίγοντάς τα στην αλισάχνη που σκορπά στον αγέρα. Η γεύση της στεριάς είναι εντονότερη καθώς οι νότες της είναι πολύ ιδιαίτερες, ενδημικές, και σφραγίζουν τη γευστική κουλτούρα του νησιού, ειδικά στο τραπέζι της Καθαράς Δευτέρας.
Είναι κατά κάποιον τρόπο κομμάτι της παρακολούθησης της παρέλασης την Κυριακή το βράδυ των γέρων το δείπνο στον «Μαργέτη», στον δρόμο της μέσης στη Χώρα. Στο τραπέζι έρχονται παϊδάκια από ντόπιο αρνί για πανηγυρικό αποχαιρετισμό της κρεοφαγίας, μαζί με τα καλά της νηστείας, μαυρομάτικα, καλολιές, φάβα και κρεμμύδες. Οι σκυριανοί βολβοί, σαν μικρά κρεμμύδια, είναι από μόνοι τους μια ολόκληρη ιστορία για να γίνουν τελικά λιχουδιά. Είναι βάσανο να τους ξεθάψεις, να τους μαζέψεις, να τους καθαρίσεις, να τους βράσεις σε 3-4 νερά για να ξεπικρίσουν και μετά να τους σερβίρεις με λάδι και ξίδι. Τους μαζεύουν στους γόνιμους κάμπους του νησιού όταν οργώνουν –κάποιοι ακόμη με ζώα -, ιδίως στο οροπέδιο γύρω από το «Πέρασμα», το εστιατόριο που έχει δημιουργήσει η δραστήρια σε όλες τις δουλειές της γης οικογένεια Μαυρίκου, αντιπροσωπευτικό των προϊόντων και των γεύσεων της Σκύρου. Τρέφουν ζώα, τυροκομούν σε πατροπαράδοτες φόρμες πλεγμένες με βούρλα, μαγειρεύουν σαν στο σπίτι τους σκυριανά μακαρόνια πλαστά με ρόκα, μυζήθρα, «βάλσαμο» (δυόσμο) ξερό, περιχυμένα με καυτό λάδι και ξανθιά μυζήθρα, λαδόπιτα με ξινοτύρι, τυροπιτάρια με τραχανά και τα συνοδεύουν με σκυριανό κεφαλοτύρι, φρέσκια μυζήθρα και γραβιέρα –όλα παραγωγής τους. Στην κορυφή του τραπεζιού τους έρχεται το κατσικάκι λεμονάτο.
Εξω, στα χωράφια του οροπεδίου, όταν τα οργώνουν, μαζεύουν εκτός από κρεμμύδες και γουλιά πολύ νόστιμες φύτρες που τις βράζουν και τις αρταίνουν με λάδι και λεμόνι. Στο νότιο νησί, στους Ασπούς, στο εστιατόριο «Ασημένος», πάνω στον δρόμο, σερβίρονται γουλιά και κρεμμύδες. Είναι Καθαρά Δευτέρα και ένας «βρακάς» με την παραδοσιακή στολή του σέρνει τον χορό. Στα κάρβουνα του τζακιού η φάβα βράζει με τον παλιό τρόπο, μέσα στα πήλινα φαβατοτσούκαλα. Μετά φτάνει στο τραπέζι γαρνιρισμένη με χλωρά μισόκορφα, μία από τις δύο ποικιλίες της φάβας. Συνοδεύεται και από κάππαρη τουρσί και κρίταμα. Και μετά ακολουθούν χταπόδι ψητό, ντολμαδάκια, γαρίδες σαγανάκι με φέτα. Κρατά ακόμη η παράδοση στη Σκύρο να ντύνονται με τις παραδοσιακές στολές τους και να κατεβαίνουν στην πλατεία του δημαρχείου το μεσημέρι της Καθαράς Δευτέρας.
Να μαζευτούμε όλοι μαζί
τώρα τα καρναβάλια,
για να το πούμε καθαρά,
του καθενός τα χάλια.
Ντυμένοι παραδοσιακά ή «φράγκικα», αυτόχθονες ή επισκέπτες, χορεύουν και τραγουδούν, συνοδεύοντας το κέφι τους με κρασί και μεζέδες. Το κέφι φτάνει ως τη σάτιρα, με δύο δρώμενα που βρίσκονται σε εξέλιξη, τη «Φάρμα» και την «Τράτα», όπου μεταμφιεσμένοι σε ομάδες ή μόνοι τους απαγγέλλουν σατιρικούς στίχους, σχολιάζοντας τα κακώς κείμενα της Σκύρου και της Ελλάδας ολόκληρης.

πρόσβαση:
Από την Αθήνα οδικώς ως τη Σκάλα Ωρωπού, με πορθμείο ως την Ερέτρια, οδικώς ως την Κύμη (δυόμισι ώρες συνολικά) και με το φέρι «Αχιλλέας» ως τη Λιναριά (1 ώρα και 40 λεπτά). Πρακτορείο Κύμης, τηλ. 22220 22020 ή 22522. Αεροπορικώς με την Aegean από Αθήνα και από Θεσσαλονίκη.
διαμονή:
Για τη διαμονή η καλύτερη επιλογή στη Χώρα είναι το «Νεφέλη» (τηλ. 22220 91964, 22220 92060, skyros-nefeli.gr). Kάποια από τα παραδοσιακά σκυριανά σπίτια της Χώρας που βλέπετε απέναντι μοιάζουν με τα σπίτια «Δημήτριος» που είναι κομμάτι του ξενοδοχείου. Διαθέτουν τα βασικά στοιχεία του παραδοσιακού σπιτιού, τον σοφά με το κρεβάτι, τον αποκρέβατο, που είναι το μπάνιο, και τη σάλα με το τζάκι. Τα διαμερίσματα του «Πέτρινου» είναι διακοσμημένα με αντίκες και το ξενοδοχείο διαθέτει επίσης δύο νεόκτιστες βίλες, με δικές τους πισίνες, πάνω στην αμμουδιά, στην περιοχή Γυρίσματα. Λειτουργούν επίσης στα Μαγαζιά το ξενοδοχείο «Αμμος» (τηλ. 22220 91234, Skyrosammoshotel.com), στα Γυρίσματα το «Skyros Palace» (τηλ. 22220 91994, 22220 91310, skiros-palace.gr), στην παραλία Ασπούς το «Διώνη» (τηλ. 22220 92199, 22220 92299, dioni-skyros.gr).
φαγητό:
Γεύσεις Σκύρου υπάρχουν επίσης στη Χώρα στο «Αδράχτι» και στις «Μακαρούνες», στα Μαγαζιά στον «Στέφανο», στο Καλικρί στο εστιατόριο «Μουριές», στην Καλαμίτσα στο «Ο παππούς και εγώ», στα Γυρίσματα στην ψαροταβέρνα «Στέλιος», στην Ατσίτσα στην ψαροταβέρνα «Αντώνης», στις Αχερούνες στην «Ταβέρνα της Πόπης», στον Πεύκο στη «Σταματία», στον Αγιο Φωκά στην «Κυρά Καλή».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ