«Και πολεμούν στα σύννεφα»…
Ετσι λέει το τραγούδι των Δροσουλιτών, αυτών των ξωτικών του πολέμου και της επικράτειας των Σφακίων που εμφανίζονται κάθε τέλη Μάη, αρχές Ιούνη πάνω από το Φραγκοκάστελο την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος και μετά χάνονται στα σύννεφα πάνω από το Λιβυκό πέλαγος. Οι σκοτωμένοι στρατιώτες όμως του Χατζημιχάλη Νταλιάνη –που χαλάστηκαν εδώ ένα γυρό από το κάστρο σε μια φονική συμπλοκή με τους Τούρκους το 1828 –είναι ζωντανοί ολοχρονίς, τα πνεύματα της χώρας των Σφακίων, να πολεμούν στα σύννεφα, ειδικά αυτή την εποχή, χειμώνα καιρό, που κατεβαίνουν και τυλίγουν το οροπέδιο του Ασκύφου και τα αρματωμένα ξωτικά κάνουν παρέα με τους χρυσαετούς, χωσμένα από τα αδιάκριτα βλέμματα του πλήθους των θερινών τουριστών. Αφετηρία αυτής της διαδρομής στο πνεύμα της Κρήτης είναι η ήμερη και διαχρονική Αργυρούπολη, η ξακουστή αρχαία Λάππα, ειδυλλιακός τόπος άσκησης της ψυχής να δεχθεί το άγριο μήνυμα των ορέων και των φαραγγιών της «σκληρής», Μακαρίας, Κρήτης. Το όνειρο του πολεμιστή, το πάντα επίκαιρο πνεύμα του πολεμιστή. «Στ’ άγρια τα κάστρα πολεμάω/ κι έτσι τους χρόνους μου μετρώ». «Γεια σας παρέα», που λέει ο Γιάννης Χαρούλης, τι καλύτερη αρχή για μια καινούργια χρονιά…
Αργυρούπολη, «Ολα είναι καπνός και σκιά»
Στην κοιλάδα του ποταμού Μουσέλα το πνεύμα της δωρικής Λάππας δεν έσβησε ποτέ. Τα ερείπιά της φαίνονται εδώ κι εκεί, όπως στην πλατεία της Αργυρούπολης (22 χλμ. από το Ρέθυμνο, στροφή προς Επισκοπή από τη διεθνή), που πιστεύεται ότι κτίστηκε στον λόφο πάνω από την αρχαία πόλη, στη σκιά του απίθανου καμπαναριού της εκκλησιάς του Αγίου Ιωάννη (17ος αιώνας). Οι μύθοι όμως μένουν κι εμείς ξέρουμε ότι η ιστορία υπάρχει μέσα στα παραμύθια μας, από τον προπάππου Ομηρο ως τον Βιτσέντζο Κορνάρο. Ετσι λοιπόν στο καφενείο η αγαπημένη διήγηση είναι για το άγαλμα της Αφροδίτης. Λένε ότι οι λαθρανασκαφείς βρήκαν ακέφαλο το αγαλματένιο κορμί και πιο βαθιά το αποχωρισμένο όμορφο κεφάλι. Πουλήθηκε σε ξένους και μόλις πού το πρόλαβαν στο λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου, στα έγκατα μιας θαλαμηγού λίγο προτού ταξιδέψει για το εξωτερικό. Τώρα είναι από τα πιο δυνατά σημεία του Μουσείου Ρεθύμνου. Το άγαλμα της Αφροδίτης είναι της Ρωμαϊκής Εποχής, αλλά αυτή είναι η τελευταία περίοδος ακμής της πόλης. Η πρώτη περίοδος της ακμής αυτού του ισχυρού βασιλείου της Κρήτης χάνεται στους Γεωμετρικούς καιρούς.
Είναι απόλαυση να περπατάς στα δρομάκια της Αργυρούπολης, ειδικά στη βενετσιάνικη γειτονιά. Από την πλατεία περνάς κάτω από τη χαρακτηριστική αψίδα και αμέσως σε κερδίζουν οι αυλόπορτες. Είναι τόσο χαρακτηριστικές που αμέσως σου αποτυπώνεται ως μία από τις ιδιαιτερότητες της κώμης. Η πιο εντυπωσιακή είναι βέβαια η βενετσιάνικη, με την επιγραφή ψηλά στο ανώφλιο: «Ο,τι βλέπεις στη γη είναι καπνός και σκιά». Ετσι κάνεις έναν κύκλο και βγαίνεις στο ψηλότερο σημείο της γειτονιάς, όπου βρίσκεται το σκεπασμένο τώρα τον χειμώνα ψηφιδωτό και το «μπαλκόνι» όπου βλέπεις απέναντι τη σφιχτοδεμένη, άλλη γειτονιά της Αργυρούπολης, κάτω από τον δρόμο που τραβά για τα Μυριοκέφαλα.
Η χάρη της Μάνας των Μυριοκεφάλων
Η χάρη της Παναγίας των Μυριοκεφάλων (7 χλμ. από την Αργυρούπολη) είναι μεγάλη και περιβόητη σε όλη την Κρήτη. Στις αρχές του Σεπτέμβρη που γιορτάζει πλήθος ανθρώπων περπατούν περισσότερα από 30 χλμ., και από το Ρέθυμνο ακόμη, για να υποκλιθούν στη θαυματουργή εικόνα της. Αλλά ένα θαύμα είναι κι ο παλαιός ναός (του 10ου ή του 11ου αιώνα) που στέκει στη μέση του κυκλωμένου από βουνά χωριού, με εντυπωσιακές τοιχογραφίες, με πιο προβεβλημένη τη «Βαϊφόρο». Τα αυστηρά βυζαντινά χρώματα της γης ταιριάζουν απόλυτα με το «σκληρό» τοπίο, το οποίο όμως γαληνεύει η ματιά της αιώνιας μητέρας. Και αυτή η ματιά, η στοργική και αυστηρή μαζί, είχε μεγάλη επιρροή πάνω στους ανθρώπους, αφού μνημονεύεται ότι όταν κάποιοι από τα γύρω χωριά, τον Καλλικράτη, την Αργυρούπολη, την Ασή Γωνιά, τη Μαρουλού, έρχονταν εδώ όταν η ανθρώπινη πειθώ δεν είχε τίποτε να προσφέρει και έλυναν τις διαφορές τους μπροστά στην ένθρονη Παναγία.
Η πίστη στη μητέρα δεν είναι άγνωστη σε τούτα τα μέρη από τα πολύ παλιά χρόνια. Στις πρωτόγονες μεταφυσικές αναζητήσεις των ανθρώπων εδώ κυριαρχούσε η θεότητα της μητέρας Γης και αργότερα η μινωικής καταγωγής Βριτόμαρτις, η οποία στην παλαιά θρησκεία ταυτίστηκε και στη Λάππα με την Αρτεμη. Η Αρτεμις βεβαίως δεν είχε τη γλυκύτητα της Παναγίας, αλλά ήταν μία ένοπλη θεά που προστάτευε τους επίσης ένοπλους κυνηγούς. Από εδώ και πάνω, οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από την παθολογική τους αγάπη για τα όπλα. Και αυτό δεν είναι καινούργιο. Από τον Τρωικό Πόλεμο ως την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, οι τοξότες από τη Λάππα ήταν επίλεκτες μονάδες και ονομαστοί για την ικανότητά τους στο σημάδι. Δανειζόμαστε ένα απόσπασμα από τον Σήφη Ι. Πετράκη:
«Εδώ σ’ αυτά τα βουνά, τα φαράγγια και τους γκρεμούς της ορεινής Λάππας, έζησε και διαμορφώθηκε η φυλή των ορεινών Λαππαίων. Η δωρική ράτσα που επηρεάστηκε και πήρε τα χαρακτηριστικά της άγριας μαδαρίτικης γης. Ο ορεινός Λαππαίος, με ολοφάνερη δωρική ρίζα, υπάρχει ακόμα και σήμερα με τα χαρακτηριστικά που περιγράφει εύστοχα ο Λη Φέρμορ (σ.σ.: που έζησε μαζί τους αντάρτης στη Μαδάρα): «Εχουν κάτι από τ’ ανήμερα αγριοκάτσικα. Πουθενά στην Ελλάδα δεν είναι τόσο ξεκάθαρη η λεβεντιά. Τούτη η ιδιότητα κλείνει μια ολόκληρη σειρά από χαρακτηριστικά: νιάτα, υγεία, θάρρος, κέφι, γρήγορο νου, γρήγορα πόδια, τέχνη στα όπλα, χιούμορ, αγάπη για τραγούδι, γενναιοφροσύνη, ικανότητα ν’ αυτοσχεδιάζουν. Αγαπούν το ζην επικινδύνως και να είναι έτοιμοι για όλα. Και όλα αυτά συνδυάζονται κατά παράξενο τρόπο με μια καλοζυγιασμένη ευαισθησία»».
Καλλικράτης, οροπέδιο Ασκύφου, Ιμπρος
Ο Καλλικράτης (7 χλμ. από τα Μυριοκέφαλα) είναι η πύλη στον μύθο των ορέων. Ο δρόμος διακλαδώνεται αριστερά για το μικρό οροπέδιο και μετά κατηφορίζει προς την ακτή του Λιβυκού και το Φραγκοκάστελλο. Δεξιά περνά μέσα από το χωριό και συνεχίζει στην καρδιά της σκληρής Κρήτης. Ο Καλλικράτης (1 χλμ. μετά τη διακλάδωση) ξυπνά κάθε αίσθημα εγκατάλειψης. Σπίτια που μοιάζουν με μικρά κάστρα είναι τώρα χωρίς πόρτες και το ηλιακό ρολόι στον τοίχο της εκκλησιάς μοιάζει σταματημένο, αν και κινείται η σκιά του δείκτη του. Οι ζωντανές παρουσίες ήταν οι ομάδες των προβάτων και η γυναίκα που καθάριζε χόρτα στη βεράντα του μονάκριβου καφενείου. Αυτό τονίζει το μυστήριο της διαδρομής που εξουσιάζεται από τη μοναξιά των ψηλών βουνών. Το Ασφένδου (6 χλμ. από τον Καλλικράτη), που μόλις περάσαμε και τώρα βλέπουμε από ψηλά, είναι μια νότα ζωής. Μα μήπως και τα βουνά δεν είναι ζωντανά, κι ο ουρανός, που κάνουν κύκλους τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά, οι αετοί και οι γύπες, παίζοντας κρυφτό μέσα στα σύννεφα. Από ένα «άνοιγμα» των βουνών φαίνεται το ασήμι του Λιβυκού, μετά, αριστερά, το χωριό Ιμπρος και μετά (8 χλμ. από Ασφένδου), δεξιά, το οροπέδιο Ασκύφου.
Τα χωριά είναι αραδιασμένα στον από εδώ γύρο του οροπεδίου, ένα ξενοδοχείο, το «Λευκορίτης Resort», μετά οι Πετρές και μετά το Αμμουδάρι, το πιο ζωντανό, 4 χλμ. από τη διακλάδωση. Εκεί, πάνω στον δρόμο, στον φούρνο του Καρκάνη, η Ελένη έχει βγάλει σφακιανό γλυκό παξιμάδι και επιβάλλεται η στάση. Πιο πέρα, προς την άλλη έξοδο του οροπεδίου, υπάρχει ο οικισμός Καρές, όπου λειτουργεί και ιδιωτικό μουσείο πολέμου, αφού πρώτα περάσουμε έξω από την εκκλησιά του Αγίου Μανώλη.
Επιστρέφουμε στη διακλάδωση για να πάμε τώρα αριστερά προς τη Χώρα Σφακίων. Μετά την Ιμπρο, απ’ όπου η είσοδος του φαραγγιού γι’ αυτούς που θέλουν να το περπατήσουν, περνάμε τις σήραγγες που έχουν προσγειώσει κάπως τον δρόμο που παλιά φαινόταν να ανεβαίνει και αυτός στα σύννεφα σαν τους πολεμιστές. Τώρα περνά προστατευμένος από το «φρύδι» του φαραγγιού, τον χρησιμοποιούν και τα κατσίκια, και από την τελευταία σήραγγα, το μπαλκόνι πάνω από το φαράγγι και πέρα στο Λιβυκό η Γαύδος και η Γαυδοπούλα μέσα στον ήλιο, θαυμάζεις τη θέα και σου έρχεται στο νου σαν αγέρας από το Μυλοπόταμο ο σπηλαιώδης ψίθυρος του Ψαραντώνη: «Η μια μεριά του φαραγγιού δεν σμίγει με την άλλη/ και καρτερούνε τον σεισμό ν’ αγκαλιαστούνε πάλι».
Στου Λιβυκού την όχθη, στη Χώρα και στο Φραγκοκάστελο

Το αίσθημα του μετέωρου επανέρχεται πολύ δυναμικά όταν αρχίζεις να κατεβαίνεις από ‘κεί πάνω, να «γκρεμίζεσαι» θαρρώ, μέχρι κάτω, στην ακτή του πελάγους. Αυτές οι «κορδέλες» είναι η μαγεία, το πιο απίθανο τσαλίμι της στράτας στη Μεγαλόνησο. Κάπου 8 χλμ. κορδέλα απλωμένη με χάρη στην απότομη πλαγιά, φτάνει η άκρη της κάτω στη διακλάδωση παράλληλα με την ακτογραμμή, ευθεία προς Χώρα Σφακίων και αριστερά προς Φραγκοκάστελο.
Λες «δόξα τω Νότω» και τραβάς ευθεία για τη Χώρα Σφακίων (4 χλμ.) που ησυχάζει τώρα από την οχλοβοή του καλοκαιριού. Δεν ησυχάζουν μόνο του Λιβυκού τα κύματα που χτυπούν τινάζοντας ψηλά τους αφρούς τους στην προκυμαία με τα μαζεμένα καθίσματα και ο κυρ Νίκος, που οι ξένοι ήλθαν εδώ στο ανοιχτό εστιατόριό του, τώρα που αυτός και ο γιος του ο Γιώργης έχουν ησυχία και θέλουν να φύγουν χωρίς να πιουν ούτε μία ρακή. Φέρνουν λοιπόν τα μικρά ποτηράκια με τα γλυκά παξιμαδάκια και σε λίγο είναι έτοιμη στο τηγάνι μια σφακιανή πίτα περιχυμένη με μέλι.
Επιστρέφουμε στη διακλάδωση για να πάμε τώρα προς Φραγκοκάστελο (12 χλμ). Σε όλη αυτή τη διαδρομή οι καμινάδες, οι αυλόπορτες και τα καμπαναριά είναι το ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό στοιχείο και τα βλέπουμε εδώ πάνω στον δρόμο που περνά μέσα από τους Κομιτάδες (1 χλμ.). Ακολουθούν ο Βρακάς, η Βούβα (2 χλμ.), ο Αγιος Νεκτάριος (3 χλμ.) μέχρι να στρίψουμε δεξιά (2 χλμ.) για την παραλία του Φραγκοκάστελου (4 χλμ.), του καλοδιατηρημένου κάστρου που έκτισαν σχεδόν πάνω στην αμμουδιά οι Ενετοί, με τέσσερις τετράγωνους πύργους σε κάθε γωνιά, και χρησιμοποίησαν και οι Τούρκοι.
Χωριά κρεμασμένα σαν τάματα στα βουνά
Επιστρέφουμε στον κεντρικό δρόμο και πάμε για Σκαλωτή (2 χλμ.). Ολα μοιάζουν κρεμασμένα λες από τα βουνά και τα χωριά θυμίζουν τάματα σε σεβάσμιο εικόνισμα. Για του λόγου το αληθές ρίχνουμε ακόμη μία ματιά στη Σκαλωτή από απέναντι, καθώς πηγαίνουμε για τον Αργουλέ (3 χλμ.). Ηλθε η ώρα να περάσουμε από τα Χανιά στο Ρέθυμνο (μας το θυμίζει μια διάτρητη πινακίδα) και φτάνουμε στο Ροδάκινο (5 χλμ.) και μετά στο Κάτω Ροδάκινο (2 χλμ.). Περίπου 5 χλμ. μετά η θέα του όρμου του Πλακιά είναι εντυπωσιακή, όπως εντυπωσιακή είναι η είσοδος και οι ελιγμοί του δρόμου μέσα στο Φαράγγι του Κοτσυφού, 3 χλμ. από τα Σελλιά (9 χλμ. από το Κάτω Ροδάκινο). Συναντούμε τον Αγιο Ιωάννη (3 χλμ. από την είσοδο του φαραγγιού), τα Αγκουσελιανά (3 χλμ. μετά) και τον Αγιο Βασίλειο (3 χλμ.) προτού βγούμε μετά 2 χλμ. στον κεντρικό επαρχιακό δρόμο που πάει αριστερά προς Ρέθυμνο (19 χλμ.) και αριστερά για Σπήλι (8 χλμ.) και Αγιά Γαλήνη (34 χλμ.).
Πάμε αριστερά και σε λίγο (9 χλμ.) φτάνουμε στην κώμη των Αρμένων. Μοιάζουν με ένα συνηθισμένο αγροτικό χωριό, αλλά δεν είναι. Οικιστές ήταν αρμένιοι στρατιώτες του βυζαντινού Νικηφόρου Φωκά που δεν τον ακολούθησαν μετά την Απελευθέρωση της Κρήτης στην Κωνσταντινούπολη, αλλά κάπου εδώ γύρω θα πρέπει να υπάρχει θαμμένη και σπουδαία μινωική πόλη, αφού ανακαλύφθηκε και ανασκάπτεται το μεγαλύτερο νεκροταφείο λαξευτών –ασύλητοι οι περισσότεροι –τάφων της Υστερομινωικής Εποχής.
Η νόστιμη Γωνιά του Νίκου και της Μαριάννας
Αμέσως μετά τους Αρμένους, πάμε αριστερά προς Κάστελλο (2 χλμ.) και μετά Αγιο Ανδρέα (4 χλμ.) και Γωνιά (1 χλμ.), όχι μόνο για να κλείσουμε έναν τέλειο κύκλο επιστρέφοντας στην Αργυρούπολη, αλλά έπειτα από τόσες ώρες στον δρόμο, να αράξουμε στη νόστιμη γωνιά του Νίκου και της Μαριάννας Ανδρουλιδάκη, κουζουλών με την ποιότητα, όπως λένε οι ίδιοι. Ο χώρος υπήρχε εκεί από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα και λειτουργούσε ως χάνι και για την καλοπέραση των περαστικών. Πάντα φημιζόταν για τη φιλοξενία του και αυτό κάνουν και τώρα. Στην άκρη του καλαίσθητου χώρου, στο τραπέζι απέναντι στο αναμμένο τζάκι, έρχονται αμέσως αγριοσαλάτα με ωμά χόρτα του βουνού, πιπεριά γλυκιά ψητή με λάδι, σκόρδο και ξίδι, άγρια χόρτα σε χειροποίητο φύλλο και τοπική φέτα (σαϊτάκια), γραβιέρα από το τυροκομείο Ηλιάκη (προϊόντα του διαθέτει το ντελικατέσεν Βασιλόπουλος στην πλατεία Κλαυθμώνος στην Αθήνα), απάκι στο τηγάνι με κρασί και δυο σταγόνες λάδι, λουκάνικο χωριάτικο καπνιστό, κολοκυθοκεφτέδες, μελιτζανοκεφτέδες, αρνί με τσιγαριαστά χόρτα, ανθόγαλα, παϊδάκια, και έπειτα από πολλές προσπάθειες σταμάτησαν εκεί. Ολα με τις συνταγές της γιαγιάς και της μαμάς, όλες οι βασικές ύλες είναι δικές τους ή από μονάδες της περιοχής. Πολλά από αυτά τα προϊόντα, με το άρωμα της Κρήτης, διαθέτει ο Γιάννης Βογιαντζιδάκης στο «Παραδοσιακό Μπακάλικό» του στην Αθήνα, στην πλατεία 28ης Οκτωβρίου 2 στην Ηλιούπολη και στην οδό Πρόκλου 31 στο Παγκράτι. Εκείνος μας σύστησε τον Νίκο και τη Μαριάννα, οι οποίοι διαθέτουν στη Γωνιά και μια φιλική προς το περιβάλλον βίλα με πισίνα, για τους επισκέπτες που τη ζεστασιά του φαγητού θέλουν να τη γευθούν και στη διαμονή τους (τηλ. 6974006027, www.villa-gonia.gr).
Το σπίτι μας στη φράγκικη γειτονιά
Κλείσαμε τον κύκλο (Αγιος Κωνσταντίνος, αριστερά προς Κούφη και μετά πάλι αριστερά στον δρόμο που έρχεται από Επισκοπή) επιστρέφοντας στο σπίτι μας για εκείνες της ημέρες, στη φράγκικη γειτονιά της Αργυρούπολης. Εξάλλου σε όλη τη διαδρομή μας στα βουνά των Σφακίων δεν χάσαμε καθόλου την επαφή με την εστία μας, αφού ο κ. Κανάκης ήταν έτοιμος να μας επαναφέρει στον σωστό δρόμο, αν ποτέ τον χάναμε. Το σπίτι μας ήταν οι παραδοσιακές κατοικίες «Arcus» (τηλ. 28310 81104, www.arcus.com.gr, του δικτύου www.guestinn.com) και σπιτονοικοκύρηδές μας οι ευγενικοί Γιάννης και Ελένη Δεληγιαννάκη. Βρίσκονται στο κέντρο της Αργυρούπολης, στην ακρόπολη της αρχαίας Λάππας, στην ενετική γειτονιά των ευγενών με τα αρχοντικά του 14ου και του 15ου αιώνα. Ενα από αυτά είναι ο «Θόλος», το οποίο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο αρχαιολογικό μνημείο και βεβαίως έχει αναπαλαιωθεί αναλόγως. Ετσι, οι σουίτες διατηρούν την ατμόσφαιρα των ευγενών πρώτων κατοίκων τους, θολωτοί χώροι, ξύλινα δοκάρια στις σκεπές, κυπαρισσένια πατάρια, ξύλινα έπιπλα, μεγάλα μοναστηριακά τραπέζια στον χώρο της κουζίνας, πολλά ξύλα στα μεγάλα τζάκια, που εκτός από την αρχοντιά αποπνέουν όμως και τη ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού. Εξω, πλακόστρωτα, κήποι, αυλές και μια πισίνα συμπληρώνουν την εικόνα του χώρου. Και τη γεύση του δίνουν τα ζεστά ακόμη καλιτσούνια από τα χέρια της κυρίας Αργυρούλας.
Η γεύση της «Αρχαίας Λάππας»
Η ρακή είναι η αρχή και το τέλος για κάθε γεύμα, αλλά όχι μόνο. Αν έχεις κάτι που δεν μπορεί να το θεραπεύσει η ρακή, τότε πρέπει να πας στον γιατρό, λέμε και γελάμε στο εστιατόριο «Αρχαία Λάππα», στην είσοδο της Αργυρούπολης, καθώς φτάνουν στο τραπέζι ραπανάκια, ελιές, παξιμαδάκια, τυροκαυτερή, ταραμοσαλάτα και φυσικά ρακή. Εδώ είναι το γευστικό βασίλειο του Πέτρου και της Ντίνας και τα παραδοσιακά φαγητά έρχονται κατά κύματα στο τραπέζι: ρεβυθοκεφτέδες, καλιτσούνια, μπακαλιάρος με άγρια χόρτα τσιγαριαστά, χοιρινό με γιαχνιστά χόρτα, αρνί με άγριο σταμναγκάθι. Στην ξυλόσομπα ψήνεται αργά η ρεβυθάδα και μέσα ετοιμάζεται το κουκόφαβα, το λαχανόρυζο και κάτι εξαιρετικό, οι χοχλιοί με τον ξινόχοντρο. Το αντικριστό αρνί και το τσιγαριαστό είναι νομίζουμε η πιο χαρακτηριστική γεύση των βουνών της Κρήτης, καθώς γίνονται από «πρωτόγονα» υλικά και έχουν τη λιτότητα, την αυστηρότητα, την ουσία των ορεσίβιων φυλών που τα κατοικούν στον Μυλοπόταμο ή τις σφακιανές μαδάρες.
Η Ντίνα μάς έδωσε τη συνταγή του τσιγαριαστού αρνιού που σερβίρει στην «Αρχαία Λάππα»:
  • Στο καυτό λάδι βάζει τις μερίδες του αρνιού μαζί με ψιλοκομμένο κρεμμύδι (κάποιοι δεν βάζουν ούτε αυτό) και το τσιγαριάζει σε δυνατή φωτιά μέχρι να πάρει έντονο χρώμα και να κρατήσει μέσα του τους χυμούς του.
  • Μετά το σβήνει με κρασί (ένα νεροπότηρο για κάθε ένα κιλό αρνί) και χαμηλώνει τη φωτιά για να βράσει στο ζουμί του. Κάθε τόσο το «τσιτώνει» με το πιρούνι για να δει αν έχει ψηθεί.
  • Πάντως για να γίνει αυτό, για μικρό αρνί, χρειάζεται περίπου μία ώρα. Μετά αυξάνεται ανάλογα με την ηλικία του αρνιού.
  • Στο τέλος προσθέτει το αλάτι και το πιπέρι. Καμιά φορά βάζει και κύμινο και άλλοι προσθέτουν στο σερβίρισμα ρίγανη, μια ατόφια μυρωδιά των βουνών.

Οι κύκλοι της ζωής και της επανάστασης
Η ζωή κάνει κύκλους εδώ. Οι πρόγονοι των αδελφών Μανούσακα ήλθαν, λέει, από την Ιμβρο και εγκαταστάθηκαν στην Ιμπρο ψηλά στο βουνό. Ο πατέρας τους πέθανε εκείνες τις ημέρες 102 ετών, αφού είχε στηθεί τρεις φορές απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών. «Κάποια στιγμή υπερισχύει η επανάσταση μέσα σου» λέει ο Ηλίας Μανούσακας. Και σε αυτούς έχει υπερισχύσει μια άλλη επανάσταση. Εζησαν χρόνια στον Καναδά και έχουν ακόμη επιχειρήσεις εκεί, αλλά επέστρεψαν στην Αργυρούπολη για να κάνουν καινοτόμες δουλειές, αφού η Κρήτη είναι φανταστικό σημείο της ποιότητας ζωής.
Ο Ηλίας είδε διαφορετικά το πλήθος των χαρουπιών που φυτρώνουν και μεγαλώνουν από μόνες τους στην κρητική γη. Δεν μπορείς να φανταστείς πιο βιολογικό δένδρο από τη χαρουπιά, χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Πάντα το χαρουπόμελο εδώ ήταν φάρμακο και η «Creta Carob» (www.cretacarob.com) χρησιμοποιεί παραδοσιακή φιλοσοφία για να παράγει καινούργια προϊόντα, τσάι, καφέ, κακάο χαρουπιού, σιρόπι χαρουπιού, πουτίγκα, κέικ και μπισκότα χαρουπιού, παξιμαδάκια από αλεύρι χαρουπιού και ωραίο παστέλι με σουσάμι και χαρουπόμελο. Αυτά τα εξάγει σε 13 χώρες και σύντομα προγραμματίζει να μπει σε άλλες 20.
Ο Στέλιος, που ασχολείται με τα κοινά της Αργυρούπολης, είναι παραδοσιακός ελαιοπαραγωγός αλλά φύτεψε και 2.000 δένδρα αβοκάντο. Οσοι καρποί δεν διατίθενται ως έχουν, τους βγάζουν το λάδι, που είναι φυσικό συστατικό καλλυντικών, σαπουνιών, γαλακτωμάτων περιποίησης προσώπου και προστασίας από τον ήλιο, κρεμών για τα χέρια και το πρόσωπο, σαμπουάν, αφρόλουτρων, τονωτικών λοσιόν για το πρόσωπο. Ολα αυτά τα προϊόντα της «Lappa Avocado» διατίθενται στο μικρό μαγαζάκι στη χαρακτηριστική καμάρα της Αργυρούπολης, που είναι και μια ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών για τους καίριους περιπάτους στο χωριό και τα μνημεία του.
Ο Γιώργης έχει στήσει πιο παραδοσιακή επιχείρηση, το εστιατόριο «Παλιός Μύλος» στις Πηγές της Αργυρούπολης, όπου έχει πάει πέρα από το τουριστικό πνεύμα που επικρατεί σε αυτό τον παράδεισο της βλάστησης, των νερών και των αρχαίων, μέχρι την παραδοσιακή Κρήτη του γαμοπίλαφου, του αντικριστού αρνιού, του τσιγαριαστού φουριάρικου, στις σφακιανές πίτες, τους γεμιστούς ανθούς. Εξω, υπάρχουν και οι μπανανιές με τα μεγάλα τσαμπιά από τις μικρές και χοντρές μπανάνες που ωριμάζουν σιγά στη ζεστασιά του Νότου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ