Η εποχή της θάλασσας
Τα νησιά είναι άνθρωποι. Εχουν ζωή σε όλο τον κύκλο των εποχών. Σίγουρα, η εποχή τους είναι το καλοκαίρι, και όλα συγκλίνουν προς τα εκεί. Οι άλλες εποχές μοιάζουν να έρχονται και να φεύγουν για να φέρουν το θέρος πιο κοντά. Λάθος αίσθηση για λάθος τόπο. Στις Σπέτσες το καλοκαίρι είναι ένας κύκλος, γιατί το νησί δεν αντλεί ζωή από τους καλοκαιρινούς τουρίστες. Εχει τη δική του εσωτερική ζωή που την ορίζουν το ύφος και η ιστορία του. Τολμούμε να πούμε μάλιστα ότι η πιο καλή ώρα του νησιού είναι το φθινόπωρο, την εποχή που γύριζαν τα σπετσιώτικα καράβια από τα πέρατα του κόσμου για να αράξουν στα γενέθλια νερά ως την άνοιξη που θα σήκωναν ξανά άγκυρα για να φέρουν βόλτα τη μεγάλη θάλασσα. Τότε αυτά τα αρχοντικά ήταν πιο ζωντανά και τώρα πιο γοητευτικά, καθώς λούζονται στο γλυκό φθινοπωρινό φως που έρχεται από τη θάλασσα, από εκεί όπου εκπορεύονται όλα στις Σπέτσες. Το νησί ακουμπά το μέτωπό του στη θάλασσα, όπως στις εικόνες ο Χριστός στο μάγουλο της Παναγίας. Η γραμμή επαφής της θάλασσας με την πολιτεία είναι από τις πιο συγκλονιστικές που μπορεί να διατρέξει ένας περιηγητής.

Ανάσα φθινοπώρου
Το φως είναι ευγενικό και περιγράφει άψογα τα παλ χρώματα των αρχοντικών σε σχέση με τα πράσινα της θάλασσας. Τα σπίτια μοιάζουν με πετράδια τακτοποιημένα σε πολύ όμορφα λιμάνια, σαν διάτρητα στολίδια φτιαγμένα από τους πιο διακεκριμένους μαστόρους. Το ελαφρώς γκρίζο φως του φθινοπώρου δίνει την αίσθηση της διαφάνειας στα αρχοντικά, που καταργεί ουσιαστικά την ύλη τους και τα κάνει ένα με τη φύση, αποπνέοντας έτσι την αίσθηση της ηρεμίας παρά τις ρυτίδες της ελαφρώς ανήσυχης θάλασσας…
Λουίζα Μίσιου
Η Λουίζα Μίσιου θα παρουσιάσει την πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής στην Αίθουσα Τέχνης Γαβράς (Ηροδότου 17, Κολωνάκι), από τις 30 Οκτωβρίου ως τις 28 Νοεμβρίου

Προκυμαία ονείρων και θαυμάτων
Πάνω στην προκυμαία των Σπετσών αποτυπώνεται όλη η ψυχή της σαν μια αδιάλειπτη γραμμή από παλιά ως σήμερα. Η διαδρομή του νησιού μέσα στον χρόνο, η παράδοσή του, είναι παρούσα και επιβάλλεται στον επισκέπτη. Οι Σπέτσες δείχνουν να μην ενδίδουν στα καπρίτσια του, αλλά τον πείθουν με τη γραφικότητά τους να συμμορφώνεται με τα δικά της και να του αρέσει κιόλας αυτό. Ενα από αυτά είναι η μερική απαγόρευση των τετράτροχων αυτοκινήτων, ένα φετίχ για τους Ελληνες της εποχής του νεοπλουτισμού. Αυτό βέβαια αφήνει ανεξέλεγκτα τα δίτροχα να γίνονται απειλητικά για τους περιπατητές εκεί που δεν τα περιμένουν. Γενικώς όμως ο περιορισμός των αυτοκίνητων τροχοφόρων αφήνει χώρο στον περίπατο, στα μόνιππα αμαξάκια και στα θαλάσσια ταξί που συμβάλλουν καθοριστικά στη σύνθεση της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας των Σπετσών.
Τα μόνιππα και τα θαλάσσια ταξί έχουν την πιάτσα τους στην Ντάπια, το επίκεντρο της ζωής στην προκυμαία μεταφορικά και κυριολεκτικά. Εκεί τα στέκια των ιθαγενών και των επισκεπτών απλώνουν τα τραπέζια τους πάνω στα χαρακτηριστικά βοτσαλωτά με το γιγάντιο χταπόδι και τους ακτινωτούς ρόδακες. Εκεί βρίσκονται και κάποια από τα πιο παλιά καφενεία των Σπετσών, όπως του Σταμπόλη – όπου έπιναν τον καφέ τους μόνο οι καπεταναίοι χωριστά από τα πληρώματα – που έγινε μετά του Αργύρη για όλους και μετά του Καρδάση και μετά Βόσπορος και τώρα απλώς καφενείο με όλο το περιεχόμενο της λέξης. Τα κανόνια που είναι ακόμη στραμμένα προς το στενό των Σπετσών με την Πελοπόννησο δεν είναι ψεύτικα. Τώρα απλώς δεν είναι απειλητικά γι’ αυτούς που μπαίνουν στην Ντάπια με το φέρι από την Κόστα, τα ιπτάμενα δελφίνια από τον Πειραιά ή με τα θαλάσσια ταξί, αλλά κάποτε ήταν. Πάντως είναι πραγματικά, στις πραγματικές τους θέσεις.
Πολλά πράγματα έχουν μείνει στις θέσεις τους στις Σπέτσες. Οπως τα επιβλητικά κτίρια που κοσμούν το μέτωπο της παραλίας. Ολα όμως στις Σπέτσες αρχίζουν από τους ταρσανάδες και στην αρχή και στο τέλος αυτής της εκπληκτικής διαδρομής υπήρχαν καρνάγια και ταπεινά σπίτια καραβομαραγκών και ψαράδων, όπως εδώ στην Κουνουπίτσα. Ερχόμενοι από τις σχολές και το Σουρμπούτι περπατάμε στο φρύδι αυτού του ωραίου όρμου, μπροστά από το αρχοντικό του δημάρχου Μιχάλη Οικονόμου και συνεχίζουμε μπροστά από το ξενοδοχείο «Νησιά», που ήταν κάποτε το νηματουργείο του Δημητρίου Δασκαλάκη, του οποίου το σπίτι βρίσκεται κάμποσα μέτρα μετά, πριν από το θρυλικό «Ποσειδώνιον», το εμβληματικό ξενοδοχείο των Σπετσών που άνοιξε τις πόρτες του για την κοσμική Αθήνα το 1914, που εξακολουθεί να είναι τέτοιο τους μήνες που λειτουργεί, αλλά και με την εντυπωσιακή σιλουέτα του ολοχρονίς. Είναι η πιο αντιπροσωπευτική νότα Κυανής Ακτής στην Ελλάδα. Μπροστά, στην ευρύχωρη πλατεία, ο ανδριάντας της Μπουμπουλίνας βάζει το χέρι αντήλιο – όντως προς την κατεύθυνση που βασιλεύει ο ήλιος – για να διακρίνει τα καράβια που έρχονταν. Αυτή η γυναίκα είναι μια ζωντανή – και με το ενδιαφέρον μυθιστορήματος – ιστορία στις Σπέτσες που διαδραματίζεται στα σοκάκια πίσω από την προκυμαία.

Περαντζάδα ως το Παλιό Λιμάνι
Μετά την Ντάπια – που την «κλείνει» το κτίριο της Καγκελαρίας όπου συνεδρίαζαν οι Μέξηδες, οι Μποτασαίοι, οι Κούτσηδες, οι Αναργυραίοι και οι άλλοι πρόκριτοι και τώρα αράζουν μπροστά τα ταξί και τα μόνιππα – η προκυμαία περνά μπροστά από την ψαραγορά, τα Δώδεκα Μαγαζιά και διαγράφει μια καμπύλη μπροστά από τον Αγιο Μάμα. Ο στεριανός άγιος προστάτης των βοσκών που εικονίζεται πάνω σε ένα κριάρι, εδώ έχει δεθεί με τη θάλασσα. Εικονίζεται μαζί με τον Αϊ-Νικόλα και ανάμεσά τους ένα καράβι. Ισως να είναι αυτό που έκατσε στην ξέρα ανοιχτά και ο καπετάνιος του έταξε να χτίσει το εκκλησάκι με χώμα και μούστο που ήταν φορτωμένος. Την παραμονή της γιορτής του Αγίου τα παιδιά αφήνουν καραβάκια στη θάλασσα και αυτά μεταφέρουν τη φλόγα που καίει πάνω τους στα ανοιχτά. Προς τα ‘κεί φαίνεται να πηγαίνει και ο παραλιακός δρόμος, αλλά στρίβει και «περπατά» λίγο «μέσα» στη θάλασσα και μετά στρέφεται ξανά προς τα μέσα δημιουργώντας τον όρμο του Αγίου Νικολάου με τα κουρνιασμένα πάνω σε ψηλούς προμαχώνες, πολύ εντυπωσιακά, και γι’ αυτό πολυφωτογραφημένα, αρχοντικά. Μην ξεγελιέστε, αυτά τα «φρούρια» χτίστηκαν πολλά χρόνια μετά την Επανάσταση, από τις παλιές αρχοντικές οικογένειες που είχαν τα κανονικά αρχοντικά τους στο βάθος της πολιτείας, και αυτά ήταν τα εξοχικά τους. Το σπίτι που υπήρχε εκεί και πριν από την Επανάσταση είναι το αρχοντικό Ζώτου, πρώην Γκίνη, που ο δρόμος «μπαίνει» στη θάλασσα για να το παρακάμψει.
Το 1808 ο γάλλος διπλωμάτης Ογκύστ ντε Ζασό έγραφε ότι το λιμάνι των Σπετσών χωράει έναν εμπορικό στόλο 50 πλοίων των 200-300 τόνων. Λέει χαρακτηριστικά ότι στο λιμάνι υπάρχουν μερικά καφενεία όπως της Ιταλίας, όπου κυκλοφορούν οι ειδήσεις, τις οποίες οι νησιώτες ρουφούν με ανυπομονησία. Τώρα χωρούν πολύ περισσότερα, αλλά σαφώς μικρότερα, σκάφη που δημιουργούν μια πολύ ωραία εικόνα, την οποία ο επισκέπτης μπορεί να απολαύσει από το καλό μεζεδοπωλείο «Ορλώφ», που ήταν παλιά το τελωνείο.
Στη δεύτερη αγκαλιά του λιμανιού συναντάτε ένα ζωντανό μνημείο της ιστορίας των Σπετσών, τα καρνάγια. Από εδώ ως και την άκρη της τρίτης, της πιο γραφικής αγκαλιάς του λιμανιού, υπό τη σκέπη της Παναγιάς Αρμάτας, μόνο μεταξύ των ετών 1843 και 1858 έπεσαν στη θάλασσα 643 αξιόπλοα καράβια, όπως αναφέρει ο ιστορικός Γεώργιος Σταματίου. Κι όμως, τα ενθύμια αυτής της βαριάς βιομηχανίας των Σπετσών πετιούνται τώρα στα σκουπίδια. Στην άκρη της Μπάλτιζας, φωτογράφιζα με ενθουσιασμό τα νεότευκτα τρεχαντήρια πάνω στα σκαριά, με τον σταυρό καρφωμένο στο «κοράκι», μιας και κατάγομαι από νησί που είχε σπουδαία ναυπηγεία αλλά τώρα δεν σκαρώνουν ούτε τενεκεδένια βάρκα, ώσπου με προσγείωσε ο Παντελής Κορακής: «Μας δουλεύεις; Εδώ μας διώχνουν. Το κράτος μάς κατηγορεί για αυθαίρετη καταπάτηση του αιγιαλού, μας τάραξε στα πρόστιμα και μας λέει να πάμε σε δικό μας χώρο».
Ο Παντελής ανέλαβε το καρνάγιο το 1999 από τον πατέρα του Ντίνο που το λειτουργούσε από το 1965. Τώρα κάθεται κάτω από τα κρεμασμένα στους τοίχους σε αρμαθιές χνάρια των κάθε λογής μικρών σκαφών, και μου δείχνει υπερήφανος τα πέντε τρεχαντήρια που γλίστρησαν από το καρνάγιο του και τώρα είναι αραγμένα απέναντι, το ένα δίπλα στο άλλο, σαν λυγερά κορίτσια. «Εχουμε κάτι άλλο παραδοσιακό στις Σπέτσες;» αναρωτιέται ο Παντελής και εγώ δεν ξέρω τι να πω, παρά να ευχηθώ να τους βρω εκεί και την επόμενη φορά που θα ξανάρθω στις Σπέτσες. Εδώ, λένε, είναι το πιο ακριβό σημείο των Σπετσών, το πιο ακριβό στην Ελλάδα μετά την Καλντέρα της Σαντορίνης, όπου έχουν τα σπίτια τους πολλοί βιομήχανοι και εφοπλιστές. Σίγουρα όμως χωρίς τα παραδοσιακά ναυπηγεία η Μπάλτιζα θα είναι και φθηνότερη και φτωχότερη.

Η «συνομιλία» των αρχοντικών
Η ψυχή και η ιστορία των Σπετσών κατοικούν μέσα στα αρχοντικά της. Επιβάλλονται στην πολιτεία πίσω από την Ντάπια, στον δρόμο για το Καστέλι, τον παλιό πυρήνα του οικισμού. Το αρχοντικό της θρυλικής Μπουμπουλίνας, της μοναδικής γυναίκας ναυάρχου στην παγκόσμια ιστορία, λειτουργεί ως μουσείο, όπως και το αρχοντικό του Χατζηγιάννη Μέξη. Το αρχοντικό Κούτση κατοικείται από την όγδοη γενιά των απογόνων του αγωνιστή Γιωργάκη Κούτση και γι’ αυτό είναι πιο ατμοσφαιρικό. Μεταφέρει το άρωμα της ιστορίας στους μοντέρνους καιρούς. Αλλά και τα τρία αρχοντικά «συνομιλούν» για το παρελθόν των Σπετσών.
Ο Χρήστος Κούτσης, που στα τεράστια δωμάτια του αρχοντικού (κτίστηκε το 1818) φιλοξενεί το καλοκαίρι τα παιδιά και τα εγγόνια του, συντηρεί με αυταπάρνηση τις μνήμες που κρατά κλειδωμένες στο εσωτερικό του το αρχοντικό, ανάκατες με παιδικά παιχνίδια και τα σύνεργα της σύγχρονης ζωής. Η οικογένειά του, ο Γιωργάκης και ο Χριστόδουλος Κούτσης και οι γιοι τους, έδωσε στον αγώνα έξι καράβια, τον «Θεμιστοκλή», την «Αμερικάνα», τον «Ηρακλή», την «Ασπασία», την «Ευτέρπη», τον «Σαραμώνη», και οι τοίχοι είναι γεμάτοι με ευαρέσκειες ηγετών του νέου ελληνικού κράτους, από τον Ιωάννη Καποδίστρια ως τον Γεώργιο Α’ και τους άλλους βασιλιάδες, προς τα μέλη της οικογένειας που αγωνίστηκαν ως και τους Βαλκανικούς πολέμους. Πιο πρόσφατα τεκμήρια τα κύπελλα, τα μετάλλια και τα διπλώματα του πατέρα του Χρήστου, Γιάννη Κούτση, ολυμπιονίκη στη σκοποβολή το 1952 στο Ελσίνκι.
Αυτή ήταν η μόνη οικογένεια των Σπετσών που τόλμησε να περάσει από τα ιστία στον ατμό και να γίνουν από καραβοκύρηδες εφοπλιστές. Το 1890 όριζαν το «Ιωάννης Κούτσης», το πρώτο πετρελαιοφόρο ατμόπλοιο της ελληνικής ναυτιλίας. Ομως, όταν το «Σπέτσαι» τορπιλίστηκε το 1916 από γερμανικό υποβρύχιο, παράτησαν τη θάλασσα και έμειναν στη στεριά, όπως ο Νότης Κούτσης, στρατηγός, που ήταν υπασπιστής του Κωνσταντίνου Α’. Τότε αποσύρθηκε από τον εφοπλιστικό στίβο και ο αδελφός του Νότη, Ιωάννης Κούτσης, επιφανής θαλασσογράφος, μαθητής του Ιωάννη Αλταμούρα και του Κωνσταντίνου Βολανάκη, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο νησί και ζωγράφισε μεταξύ των άλλων και την τοιχογραφία της ναυμαχίας των Σπετσών στο εκκλησάκι της Παναγιάς Αρμάτας που έκτισε η οικογένειά του.
Οι πίνακες του Ιωάννη Κούτση που είναι αναρτημένοι στους τοίχους του αρχοντικού, όπως η ελαιογραφία «Από Αϊ-Γιάννη όψη των Σπετσών», φέρνουν το δραματικό φως των Σπετσών στο εσωτερικό του σπιτιού. Υπάρχει και ένα άλλο πορτρέτο όμως, κρεμασμένο στο βαμμένο με απίθανο χρώμα τοίχο της καλής σάλας, ενός άλλου Ιωάννη Κούτση – αντιναύαρχο των σπετσιώτικων πλοίων το 1824 τον αναφέρει ένας πίνακας με τα πλοία που δόθηκαν στον αγώνα, υιού του Γιωργάκη Κούτση. Ο Ιωάννης Κούτσης παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μέξη, αν και δεν επρόκειτο για την επιθυμητή εξέλιξη των πραγμάτων σύμφωνα με ό,τι είχαν προγραμματίσει οι δύο ισχυρές οικογένειες. Η Ευγενία Κούτση επρόκειτο να παντρευτεί τον γιο του Χατζηγιάννη Μέξη, αλλά μπήκε στη μέση ο γιος της Μπουμπουλίνας Γεώργιος Γιάννουζας και έκλεψε την Ευγενία. Οι Κούτσηδες πήγαν στο αρχοντικό της Μπούμπουλη και ζήτησαν πίσω «την παρθένα τους», αλλά η Μπουμπουλίνα τους απάντησε περιφρονητικά ότι δεν είναι πια τέτοια. Οι Κούτσηδες εξαγριώθηκαν και κάποιος πυροβόλησε και σκότωσε την Μπουμπουλίνα. Ο δεσμός όμως μεταξύ των οικογενειών Κούτση και Μέξη έπρεπε να παραμείνει, και έτσι ο Ιωάννης Κούτσης παντρεύτηκε την Αικατερίνη Μέξη, το πορτρέτο της οποίας είναι κρεμασμένο δίπλα του στη μεγάλη σάλα.

Οι γεύσεις του τόπου
Η ιχθυαγορά των Σπετσών είναι αξιοθέατη. Σε έναν από τους πέντε πάγκους ο Γιάννης Κολοσκάμης απλώνει τα ψάρια που ψαρεύει με το καΐκι του. Κάποια σπαρταρούν ακόμη. Αλλα ψάρια έχουν πάρει τον δρόμο για τις δύο άκρες της πολιτείας, στο Παλιό Λιμάνι και την Κουνουπίτσα. Στο Παλιό Λιμάνι ο διάσημος «Ταρσανάς» έχει ακόμη τα τραπέζια του στην εξέδρα μέσα στη θάλασσα, με τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες να περνούν δίπλα της και να βγαίνουν για τη βραδινή καλάδα. Μέσα στην κουζίνα ο μάγειρας ετοιμάζει ένα από τα πιο εντυπωσιακά πιάτα του και τα πιο αντιπροσωπευτικά του νησιού, ρίκι α λα σπετσιώτα. Μαγειρεύει επίσης σφυριδομακαρονάδα (με φιλέτο σφυρίδας) και ετοιμάζει χταπόδι ξιδάτο, καρπάτσο με φρέσκο ψάρι, σαρδέλα μαρινάτη, σκορδαλιά, εντυπωσιακές σαλάτες και πολλούς άλλους συνδυασμούς με φρέσκα ψάρια.
Πάνω από τον «Ταρσανά» λειτουργεί ένα πιο χειμερινό στέκι, το «La Luz» προσφέρει ποτά με δύναμη στα κοκτέιλ, αλλά και φαγητά με βάση το κρέας με σπεσιαλιτέ το ριμπ άι στέικ, αλλά και συκωτάκια με τσάτνεϊ μάνγκο και μανιτάρια πόρτο μπέλο. Πιο πριν λειτουργεί το «Λιοτρίβι» για ένα ενδιαφέρον ταξίδι στις γεύσεις.
Στην άλλη άκρη της πολιτείας, το «Νερό της αγάπης» έχει τα τραπέζια του μέσα στη θάλασσα, αλλά και πάνω σε αυτά όλα τα καλά του μαγικού νερού: καρπάτσο χταπόδι με πράσινη ελιά και θρούμπι, γαρίδες σε σάλτσα ούζου με αστεροειδή γλυκάνισο και φινόκιο, σπαγγέτι μαύρο με ντόπιο καλαμάρι, ριζότο με καραβιδόψυχα, κρόκο και μαρτίνι, ζαρζουέλα (μύδια, κυδώνια, γυαλιστερές, γαρίδα, καραβίδα, σολομός, σαφράν και κρεμ φρες), δροσερή σαλάτα με φρέσκο ψάρι καρπάτσο… Στην Ντάπια το ζαχαροπλαστείο Πολίτης συνεχίζει την παράδοση των αμυγδαλωτών στις Σπέτσες.

Διαμονή σε αρχοντικό, ταξίδι σε άλλους καιρούς
Τα αρχοντικά μεταφέρουν το άρωμα των Σπετσών και τα βοτσαλωτά στις αυλές του τα σημεία της προσωπικότητας του ιδιοκτήτη τους. Το βοτσαλωτό στην είσοδο του αρχοντικού Οικονόμου στην Κουνουπίτσα – χτίστηκε το 1851 – με τον εξάντα και την άγκυρα δείχνει ότι ο ιδιοκτήτης του ήταν καπετάνιος, ο Μιχάλης Οικονόμου. Ακόμη και τώρα, που το αρχοντικό λειτουργεί ως ξενώνας, διατηρείται στα συρτάρια του η ευωδιά της λεβάντας και στην επίπλωση από τον 19ο αιώνα το άρωμα άλλων καιρών. Θα φιλοξενηθείτε λοιπόν στο αρχοντικό Οικονόμου (τηλ. 22980 73400, economouspetses.gr) όπως ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ που έφθασε κάποτε περπατώντας σε περσικά χαλιά. Εσείς θα περπατήσετε πάνω στο βοτσαλωτό και θα μπείτε στην… κουζίνα του αρχοντικού που τώρα είναι το ατμοσφαιρικό καθιστικό για το «καλώς όρισες» με γλυκό του κουταλιού και μαστίχα. Διαλέγετε από δωμάτια, στούντιο και λουξ σουίτες. Κάποια δωμάτια έχουν μικρή αυλή στη σκιά αμυγδαλιών. Ανάλογα με την εποχή, το πρωινό σερβίρεται δίπλα στην πισίνα ή στο τζάκι του καθιστικού.

info:
Η διαδρομή ως την Κόστα (2,5 ώρες από την Αθήνα) από τον στεριανό δρόμο είναι πολύ ωραία. Αμέσως μετά τον Ισθμό βγαίνετε δεξιά προς Επίδαυρο και Σπέτσες. Από εδώ η Κόστα απέχει 110 χλμ. Από την Τραχειά μπορείτε να εφοδιαστείτε με εξαιρετικά αρτοσκευάσματα. Πριν από την Κόστα περνάτε από Πόρτο Χέλι. Το αυτοκίνητο το αφήνετε στην Κόστα, σε γκαράζ ή έξω. Το φέρι φεύγει ακόμη τρεις φορές την ημέρα, στις 10, στις 13.30 και στις 17.00. Το εισιτήριο με το φέρι κοστίζει 1,5 ευρώ, ενώ το θαλάσσιο ταξί κοστίζει 20 ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ