Ολη νύχτα η βροχή έπεφτε αλύπητα και ξημερώνοντας τίποτε δεν προμήνυε ότι θα σταματούσε. Το μικρό πουλμανάκι μάς άφησε κάμποσα μέτρα πριν από την αποβάθρα Ναν Τσα του ποταμού Λέμρο και για να φτάσουμε στη μικρή πιρόγα περπατήσαμε βουλιάζοντας στο νερό ως τα γόνατα. Η παρέα όμως είχε κέφι! Ο Γιώργος – ο «μεγάλος αρχηγός», όπως τον λέγαμε -, ο Χάρης, ο Μιχάλης με τη Γαρυφαλλιά και η γράφουσα, φορώντας μουσαμαδιές που τελικά δεν προφύλασσαν στο ελάχιστο από τον μουσώνα, είχαμε ξεκινήσει το τραγούδι. Από τον Σαββόπουλο στον Θεοδωράκη, ούτε που καταλάβαμε ότι η μηχανή της πιρόγας χάλασε και η πιρόγα παράδερνε ακυβέρνητη στις δίνες του ποταμού. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον ξεναγό μας τον Σον να διαπραγματεύεται φοβισμένος με τους βαρκάρηδες ώσπου η πιρόγα έδεσε σε μια ξέρα και μας επιβίβασαν κακήν κακώς σε ένα άλλο βαρκάκι. Το τραγούδι συνεχίστηκε, όμως δεν ήταν αρκετό για να ξορκίσει την κακοδαιμονία, αφού και το βαρκάκι παρουσίασε βλάβη και η κατάσταση άρχισε να γίνεται σοβαρή, ώσπου ύστερα από περιπέτειες σκαρφαλώσαμε ανακουφισμένοι σε ένα μεγάλο πλοιάριο. Τότε το ποτάμι φάνηκε να δαμάστηκε και ο καθησυχαστικός ήχος της μηχανής – κρου-κρου-κρου – μαζί με τον παφλασμό των κυμάτων συνόδευε τη διαδρομή μας κατά μήκος του ποταμού. Ηρεμοι πλέον μπορούσαμε να απολαύσουμε και το λιτό κολατσιό μας – μια μπανάνα και ένα σάντουιτς – χαζεύοντας τα τοπία και την καθημερινότητα των κατοίκων που δεν πτοούνταν από τα στοιχεία της φύσης. Προορισμός μας, τα χωριά των Τσιν και οι φυλές Λαϊτού και Σακάμα.

Η επαρχία του Αρακάν ή Ρακίν
«Αρακάν» σήμαινε «μυστήριο», αφού η περιοχή, δυσπρόσιτη, με τις περισσότερες βροχές και την υψηλότερη υγρασία, ήταν κλειστή για τους ξένους διά μέσου των αιώνων. Ηταν η γη όπου συναντώνταν ινδοί βραχμάνοι, βουδιστές, αριανές φυλές και Μογγόλοι. Η «Ασημένια Γη», κατά τον Πτολεμαίο τον 2ο αιώνα μ.Χ., πήρε τη σύγχρονη ονομασία της από τους ίδιους τους πρώτους κατοίκους της: «Ρακάινγκ Πι». Ωστόσο οι ινδοί Αριανοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη «ρακάινγκ» στα προβουδιστικά χρόνια υποτιμητικά, εννοώντας τους άγριους και απολίτιστους λαούς, όπως τους Μογγόλους ή τους ινδούς σκουρόχρωμους Δραβίδες. Κατά μιαν άλλη εκδοχή η ονομασία προήλθε από τη λέξη Ρακαπούρα (στα σανσκριτικά Ρακσαπούρα) που σημαίνει «Η Χώρα των Δρακόντων», αναφερόμενη στους πρώτους κατοίκους της περιοχής Μπιλού που στα βιρμανικά σημαίνει «δράκος». Οι Μπιλού είχαν σκούρο δέρμα, πολύ σγουρά μαλλιά και έμοιαζαν με αγρίμια, ενώ αργότερα λέγοντας «Μπιλού» εννοούσαν τους πειρατές και τους δουλεμπόρους που λυμαίνονταν τις ακτές. Κατά τη βασιλεία του Τσάντρα Σούρια το 146 μ.Χ., το Αρακάν ασπάστηκε τον βουδισμό και τότε χύθηκε το περίφημο άγαλμα του Βούδα Μαχαμούνι που μαζί με την καμπάνα Γιατάρα έγιναν τα σύμβολα του τότε ανεξάρτητου κράτους. Ως το 957 μ.Χ. στην περιοχή κυριάρχησε ο ινδικός πολιτισμός, ώσπου κατακλύστηκε από τους Πγιου που ενσωμάτωσαν στον βραχμανισμό και στον βουδισμό ανιμιστικά στοιχεία. Το Ισλάμ εμφανίστηκε στην περιοχή από τη γειτονική Βεγγάλη και αρκετοί το ασπάστηκαν. Το 1782 το Αρακάν κατακτήθηκε από τους Βιρμανούς. Τότε το ιερό άγαλμα του Βούδα Μαχαμούνι εκλάπη από τον βασιλιά της Αμαραπούρα, Μπονταουπάγια, και οι κάτοικοι θεώρησαν ότι η μοίρα τους είχε κριθεί. Το 1826 κατακτήθηκε από τους Αγγλους και το 1948 προσαρτήθηκε στο αυτόνομο κράτος της Βιρμανίας. Από το 1988 η κυβέρνηση αποφάσισε να αφήσει πίσω το βρετανικό αποικιοκρατικό παρελθόν και έτσι μια σειρά ονομάτων πόλεων και περιοχών καθώς και το όνομα της χώρας άλλαξαν στη λατινική γραφή προκειμένου να προφέρονται σύμφωνα με το βιρμανικό αλφάβητο και τις καθημερινές ονομασίες. Ετσι η Μπούρμα έγινε Μιανμά(ρ), η πρωτεύουσα Ραγκούν έγινε Γιανγκόν, η Ατσάμπ μετονομάστηκε Σίβτε, η επαρχία Αρακάν έγινε Ρακίν κ.ά. Σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να διαπιστώσετε ότι χρησιμοποιούνται και τα δύο ονόματα κάποιας πόλης, μια και η συνήθεια είναι πολύ βαθιά.

Στο Σίτβε και στην αγορά Μιόμα
Πρωτεύουσα και λιμάνι με «μουσουλμανική μυρωδιά» (λόγω των πολλών μεταναστών από το Μπανγκλαντές που έκτισαν τα σπίτια τους στις όχθες του ποταμού Καλαντάν και είναι ψαράδες), στην ανατολική ακτή του Κόλπου της Βεγγάλης, αν και με ιστορία 2.000 ετών, η σύγχρονη Σίτβε ιδρύθηκε το 1826 από τον εγγλέζο στρατηγό Μόρισον, ο οποίος μετέφερε το στράτευμά του από το Μράουκ Ου στις εκβολές του ποταμού Κάλανταν προκειμένου να αποφύγει την υγρασία, κατά τον πρώτο Αγγλοβιρμανικό πόλεμο. Τότε άνθησε το εμπόριο και τα ατμόπλοια μετέφεραν πυρετωδώς εμπορεύματα μεταξύ Καλκούτας και Σίτβε. Η πόλη απέκτησε κοσμοπολίτικο χαρακτήρα και οι γυναίκες υιοθέτησαν τα ζωηρά χρώματα στο ντύσιμό τους με κόκκινες μπλούζες και λόνγκι (τα μακριά υφάσματα εν είδει φούστας που φορούν γυναίκες και άντρες) σε κόκκινα, φούξια και πορτοκαλί χρώματα ως και σήμερα, που δεν θα δείτε σε καμία άλλη περιοχή της χώρας. Η μεσαιωνική Σίτβε καταλαμβάνει ένα οροπέδιο 80 χλμ. από τις εκβολές του ποταμού Κάλανταν ανάμεσα στους ποταμούς Κάλανταν και Λέμρο. Εξερευνώντας τη σύγχρονη Σίτβε την προσοχή σας θα τραβήξουν τα πολλά ποδήλατα και ίσως το άχαρο κιτρινωπό, ξεφτισμένο μάλλον από τις ατέλειωτες βροχές κτίριο, με τον Πύργο του Ρολογιού που έκτισαν οι Πορτογάλοι τον 18ο αιώνα. Το πιο ζωηρό κομμάτι όμως που συγκεντρώνει καθημερινά όλους τους κατοίκους που δεν πτοούνται από τις δυνατές βροχές είναι η αγορά Μιόμα. Τι πολύχρωμα φρούτα, τι λαχανικά, τι εξωτικά λουλούδια, τι ψάρια να σπαρταρούν φρεσκότατα, τι μεγάλες γαρίδες, τι μικρά τσουκάλια να σιγοβράζουν οι αχνιστές σούπες για ένα τονωτικό κολατσιό και τι κόσμος! Ολες οι φυλές από τα γύρω χωριά με τις παραδοσιακές τους φορεσιές να διαλέγουν, να δοκιμάζουν, να χαζεύουν, να ψωνίζουν, να στέκονται για μια τηγανιτή γαριδόπιτα ή ένα φλιτζάνι τσάι, ή απλώς για λίγη κουβεντούλα τέλος πάντων!.. Και λίγο παραπέρα οι ραφτάδες: άνδρες και γυναίκες. Με βαμβακερά και μεταξωτά υφαντά υφάσματα για την αξιότιμο πελατεία και λίγα χιλιοϊδωμένα φθαρμένα φιγουρίνια, πότε να γαζώνουν φουριόζοι και πότε να παίρνουν έναν μικρό υπνάκο πάνω στις μηχανές τους.

Το Πολιτιστικό Μουσείο της Σίτβε

Αν και η αναγγελία της ίδρυσής του έγινε το 1955, η δημιουργία του ξεκίνησε στα 1978, για να εγκαινιαστεί τελικά στο κτίριο της κεντρικής λεωφόρου της Σίτβε, στις 19 Φεβρουαρίου 1996. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου δεν θα λέγαμε ότι ταιριάζει με την περιοχή, καθώς πρόκειται για κακό σχέδιο της δεκαετίας του ’70, απογοητευτικό για τον επισκέπτη. Παρ’ όλα αυτά αξίζει να περιηγηθείτε στους δύο ορόφους με τα διάφορα εκθέματα της περιοχής του Ρακίν. Ο πρώτος όροφος περιλαμβάνει ευρήματα από τις αρχαίες πόλεις, αγάλματα, επιγραφές και καλλιτεχνήματα, ενώ στον δεύτερο όροφο, που είναι αφιερωμένος στον πολιτισμό των φυλών της περιοχής, έχουν τοποθετηθεί λαογραφικά εκθέματα, όπως αναπαράσταση σπιτιού και εθίμων, παραδοσιακές φορεσιές και είδη καθημερινής χρήσης, ενώ ένα τμήμα του μουσείου είναι αφιερωμένο στη βουδιστική θρησκευτική τέχνη.

Στα χωριά της φυλής Λαϊτού και στις γυναίκες Σακάμα
Πολύ μεγάλο κεφάλαιο για τον ταξιδιώτη στην επαρχία Ρακίν είναι η επίσκεψη στις φυλές των Τσιν. Οι Τσιν είναι μια μεγάλη εθνική ομάδα που στην πλειονότητά της κατοικεί στην Ινδία και στο Μπανγκλαντές, ενώ μόλις το ένα τρίτο της στη Βιρμανία. Οι Τσιν της Βιρμανίας κατοικούν στην ομώνυμη επαρχία τους και ένα μικρό ποσοστό στο κοντινό Ρακίν. Στα υψίπεδα ασχολούνται με τις καλλιέργειες δημητριακών και καλαμποκιού και στα χαμηλά κυρίως με την καλλιέργεια ρυζιού που τόσο ευνοεί το κλίμα. Οι Τσιν του Ρακίν κατασκευάζουν τα σπίτια τους από καλάμια και ψάθες, στερεώνοντάς τα με πασσάλους στη γη προκειμένου να προστατευτούν από τις πλημμύρες του ποταμού την περίοδο των μουσώνων. Είναι ανιμιστές και πιστεύουν στην ψυχή εμψύχων και αψύχων, καθώς και στις δυνάμεις των πνευμάτων και των προγόνων. Στο χωριό Σιν Κε στις όχθες του ποταμού Λέμρο ζει η φυλή Λαϊτού. Εκεί η οικονομία των κατοίκων βασίζεται στην αλιεία και στην υφαντική δραστηριότητα των γυναικών, ενώ τα σπίτια τους είναι από καλάμια που στηρίζονται πάνω σε ψηλούς πασσάλους. Το χωριό αυτό, όπως και τα υπόλοιπα, δεν είναι συνηθισμένο στην παρουσία ξένων και ούτε πρόκειται για μια τουριστική ατραξιόν. Ισως εμείς να αποτελούμε θέαμα σπάνιο και αξιοπερίεργο για εκείνους. Οι Λαϊτού που κατοικούν εκεί, όπως και στο χωριό Κάρι Τσάουνγκ, διακρίνονται για τα ιδιαίτερα ήθη και έθιμα, και ένα από αυτά είναι τα τατουάζ που κάνουν οι γυναίκες σε ολόκληρο το πρόσωπό τους που θυμίζουν ιστό αράχνης. Συνεχίζοντας την πλοήγηση στο ποτάμι, στο χωριό Σιν Τσαρ Σέικ ζει η φυλή Τετ με τις γυναίκες Σακάμα. Οι Σακάμα συνηθίζουν να κάνουν μια μεγάλη τρύπα στα αφτιά τους και να περνούν εσωτερικά έναν μεταλλικό κρίκο. Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση, που επεμβαίνει ακόμη και στον γυναικείο καλλωπισμό απαγορεύοντας την πώληση καλλυντικών και ειδών μακιγιάζ, έχει απαγορεύσει τα τατουάζ καθώς και τα τρυπήματα των αφτιών, υπό την απειλή αυστηρών ποινών. Κάτι που από πολλούς ερμηνεύεται ως μια προσπάθεια «ομαδοποίησης» των κατοίκων της επαρχίας με στόχο την εξάλειψη των ιδιαίτερων φυλετικών εθίμων.

Η παγόδα Σιτάουνγκ του Μράουκ Ου
Μετά την ανεπιτυχή επίθεση των Πορτογάλων, στην κορυφή ενός μικρού λόφου βόρεια του παλατιού χτίστηκε από τον βασιλιά Μινμπίν το 1535 η παγόδα που είναι γνωστή με το όνομα «Παγόδα με τους 80.000 Βούδες». Κάποιοι υποστηρίζουν ότι αυτός ήταν ο αριθμός των αγαλμάτων του Βούδα που υπήρχαν στην παγόδα, ενώ άλλοι αναφέρονται στον αριθμό των δηλώσεων που έκανε ο Βούδας στις ομιλίες του. Η παγόδα στολίζεται με τοιχογραφίες από τη βουδιστική και βραχμανική μυθολογία. Στη νότια πλευρά της υπάρχει μια σκάλα που οδηγεί στον πρώτο εξώστη, ενώ ένα σκεπαστό μονοπάτι οδηγεί στον ανώτερο εξώστη που υψώνεται σε δέκα μέτρα από τη χαμηλότερη αυλή. Οι πέτρινοι τοίχοι του οικοδομήματος έχουν πάχος τριών μέτρων και ύψος τεσσάρων μέτρων. Μικρές στούπες βρίσκονται σε πολλά σημεία των τοίχων με ανάγλυφες πλάκες και κατά μήκος του εξωτερικού τοίχου υπάρχουν εκατοντάδες βουδιστικά αγάλματα διαφόρων μεγεθών. Το κύριο ιερό διαθέτει ένα μακρύ σκοτεινό πέρασμα που οδηγεί στο Αδυτο, όπου κυριαρχεί ένα τεράστιο άγαλμα του Βούδα. Γύρω από τον ναό υπάρχουν εξαιρετικά ανάγλυφα και γλυπτά που απεικονίζουν τζατάκες – προηγούμενες ζωές του Βούδα.

Λίγο τανάγκα για ομορφιά
Από το αρωματικό σανταλόξυλο βγάζουν τη φλούδα η οποία τρίβεται καθημερινά με μεγάλο κόπο σε πέτρινη πλάκα και η σκόνη της μαζί με νερό δημιουργεί έναν πολτό κίτρινου χρώματος που απλώνεται στο πρόσωπο. Ο πολτός αυτός ονομάζεται τανάγκα και πέρα από τις αντηλιακές ιδιότητες που πιστεύεται ότι έχει και τη δροσιά που χαρίζει κάτω από τον δυνατό ήλιο της Μιανμάρ, θεωρείται στοιχείο ομορφιάς για άνδρες και γυναίκες, ενώ ακόμα πιστεύουν ότι η καθημερινή του χρήση στα μικρά παιδιά θα τα κάνει όμορφα όταν μεγαλώσουν. Αυτό είναι και το μόνο «μακιγιάζ» που επιτρέπεται από την κυβέρνηση.

Στην παγόδα Αντάου
Νοτιανατολικά της παγόδας Σιτάουνγκ βρίσκεται το συγκρότημα της παγόδας Αντάου. Πρόκειται για οκτάπλευρο μνημείο με επιπλέον ορθογώνιο χώρο προσευχής και παρόμοια κάτοψη με εκείνην της Σιτάουνγκ. Αποτελείται από ογκώδεις καμπανόσχημες στούπες με μικρά παράθυρα για φωτισμό και εξαερισμό και 16 τζέντις. Ο βασιλιάς Μινλαράτζα έκτισε τον ναό το 1521, ενώ ο βασιλιάς Μινρατζαγκί τον ανακαίνισε το 1596 προκειμένου να ενσωματώσει ένα λείψανο (δόντι) του Βούδα φερμένο από την Κεϊλάνη από τον βασιλιά Μινμπίν. Αξίζει να προσέξετε τις αρχιτεκτονικές διαφορές στις «σικάρας» (τις κορυφές) των στουπών μεταξύ της Σιτάουνγκ και της Αντάου που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές περιόδους του βασιλείου, καθώς επίσης και τις τοιχογραφίες.

Στο βασίλειο του Μράουκ Ου
Εχω μιλήσει και άλλες φορές για την αείμνηστη συγγραφέα Νίκα Τσέγκου. Τα ταξιδιωτικά βιβλία της, πληρέστατα και με μεγάλη βιβλιογραφία, παρουσιάζουν σφαιρικά τις χώρες στις οποίες πρόλαβε να ταξιδέψει και αποτελούν ένα πολύτιμο βοήθημα όχι μόνο για τον ταξιδιώτη ή τον ξεναγό αλλά και γι’ αυτόν που θα θελήσει απλώς να ονειρευτεί διαβάζοντας ένα βιβλίο. Αυτή τη φορά με συντρόφευσε το βιβλίο της «Βιρμανία, ιστορικές πόλεις και μνημεία» των εκδόσεων Πάρης Καραμήτσας, και είναι πραγματικά κρίμα που οι κληρονόμοι των πνευματικών της δικαιωμάτων δεν έχουν αποφασίσει ακόμα την επανέκδοση των εξαντλημένων της έργων. Διαβάζω λοιπόν ότι το Μράουκ Ου ιδρύθηκε το 1433 από τον βασιλιά Μινσαουμούν και ήταν η πρωτεύουσα και πνευματικό κέντρο της περιοχής για τρεισήμιση αιώνες, ώσπου να καταλυθεί η αυτοκρατορία του Αρακάν. Ανάμεσα σε ψηλά βραχώδη βουνά και με μόνη πρόσβαση τους υδάτινους δρόμους, η καινούργια πρωτεύουσα του βασιλιά που αψήφησε τους βραχμάνους αστρολόγους που τον προειδοποίησαν ότι αν κάνει τη μεταφορά από την πόλη Λαουνγκέτ θα πεθάνει, και πράγματι λίγο μετά η προφητεία επαληθεύτηκε, ήταν μεγαλοπρεπής. Ο πορτογάλος Αυγουστίνος, μοναχός από την ινδική Γκόα, περιέγραψε: «Τα περισσότερα σπίτια της πόλης είναι από μπαμπού. Τα σπίτια είναι κτισμένα σύμφωνα με την κοινωνική θέση και τάξη του ιδιοκτήτη και επίσης σύμφωνα με το ποσό των χρημάτων που ήθελε να ξοδέψει… Τα παλατιανά κτίρια έχουν και δωμάτια φτιαγμένα από ευωδιαστά ξύλα όπως λευκό και κόκκινο σανταλόξυλο που ικανοποιούν την αίσθηση της όσφρησης με τη δική τους φυσική μυρωδιά». Επίσης την αποκαλεί κοσμοπολίτικη όπου «ακούς πολλές γλώσσες από διαφορετικές φυλές με πολύχρωμες ενδυμασίες», ενώ «στα μαγαζιά πουλούσαν σε μεγάλη αφθονία διαμάντια, ρουμπίνια, ζαφείρια, σμαράγδια, τοπάζια, χρυσό και ασήμι σε πλάκες και ράβδους, όπως και κασσίτερο και ψευδάργυρο». Οι οχυρώσεις της, των οποίων τα κατάλοιπα βλέπουμε σήμερα, εκτείνονταν σε απόσταση 30 χλμ. και στο κέντρο δέσποζε το βασιλικό ανάκτορο. Ο,τι έχει απομείνει πλέον είναι μια πλατφόρμα απ’ όπου το μάτι φτάνει πέρα μακριά στους αγρούς με τις παγόδες και τα διάσπαρτα βουδιστικά αγάλματα – απομεινάρια μεγαλόπρεπων ναών. Αλλοι ναοί σφιχταγκαλιασμένοι στο θανάσιμο αγκάλιασμα της ζούγκλας και άλλοι να λειτουργούν σεμνά μισογκρεμισμένοι. Οκτώ χιλιόμετρα καταλαμβάνουν αυτά τα ερείπια που κάποτε ήταν ό,τι πιο μεγαλόπρεπο είχε να επιδείξει η λαμπρή αυτή πρωτεύουσα.

πρόσβαση:
Η καλύτερη πρόταση για να επισκεφθείτε το Ρακίν είναι ως μέρος ευρύτερου ταξιδιωτικού προγράμματος τουριστικού γραφείου που θα φροντίσει και για την ειδική άδεια, μια και η περιοχή δεν είναι εύκολη και θα πρέπει να ενημερωθείτε για τις ισχύουσες συνθήκες την περίοδο επίσκεψής σας. Κατά μήκος των συνόρων με το Μπανγκλαντές οι κάτοικοι στην πλειονότητά τους είναι μουσουλμάνοι και προστατεύονται από στρατό μουτζαχεντίν με αποτέλεσμα αρκετές φορές να δημιουργούνται ταραχές κοντά στα σύνορα. Πρόκειται όμως για μια πραγματικά ανεπανάληπτη εμπειρία.

Η αεροπορική εταιρεία Qatar Airways πετάει για την πρωτεύουσα Γιανγκόν μέσω Ντόχα και Μπανγκόκ και δίνει την περίοδο αυτή την καλύτερη προσφορά. Από τη Γιανγκόν οι αεροπορικές εταιρείες Myanmar Airway και Air Mandalay, πετούν σχεδόν καθημερινά για Σίτβε. Από το Σίτβε στο Μράουκ Ου θα φτάσετε με πλοιάριο (περίπου 5 ώρες κατά μήκος του ποταμού Κάλανταν) ή ταχύπλοο μέσα σε μιάμιση με δύο ώρες. Οι μετακινήσεις σας στις περιοχές –ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες – γίνονται με ιδιωτικό κλιματιζόμενο λεωφορείο, τρίκυκλο ποδήλατο ή ιππήλατες άμαξες.

διαμονή:
Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που το Ρακίν άνοιξε τις πύλες του, επιλεκτικά, στον τουρισμό, οπότε οι υπηρεσίες είναι περιορισμένες. Μην περιμένετε να μείνετε σε πολυτελή ξενοδοχεία αφού παρέχονται μόνο οι βασικές υπηρεσίες στα καταλύματα. Στη Σίτβε το ξενοδοχείο «Noble» (45 Main Road Maw Leik Quarter, τηλ.: +95 43 23 558) είναι αξιοπρεπές με αδιάφορη αρχιτεκτονική, όπως και το «Sittwe Hotel» (West Sanpya Quarter, τηλ.: + 95 43 23478, 24011). Για να κάνετε κράτηση στο «Vesali Resort Hotel» που πρόκειται για ξύλινα απλά μπανγκαλόου στο Μράουκ Ου, θα απευθυνθείτε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στην πρωτεύουσα Γιανγκόν (80E, Thanlwin Rd, Golden Valley, τηλ.:+951 525609, 526593, 703048). Το ξενοδοχείο «Shwe Thazin» (No.250, Main Road, Kyaebingyi Quarter, τηλ.: + 95 43 23579, 22314, 22319, http://www.shwetha­zinhotel.com/), ξύλινο με όμορφη παραδοσιακή αρχιτεκτονική είναι το καλύτερο της περιοχής και απέχει λίγα μόλις λεπτά από την παγόδα Σιτάουνγκ στο Μράουκ Ου.

φαγητό:
Το μυστικό για ένα τυπικό βιρμανικό γεύμα είναι το κάρι! Οσα περισσότερα είδη υπάρχουν στο τραπέζι τόσο πιο εκλεπτυσμένο θεωρείται. Λέγεται μάλιστα ότι ένας βασιλιάς της αντιπάλου αρχαίας πόλης Παγκάν ήταν τόσο καλοφαγάς ώστε στο τραπέζι του υπήρχαν περισσότερα από 300 διαφορετικά είδη κάρι! Οι βιρμανοί συνήθως απολαμβάνουν τέσσερα γεύματα τη μέρα, που ξεκινά δυναμικά με τηγανιτό ρύζι, φασόλια και σούπα από κατσικίσιο πόδι, ενώ απολύτως απαραίτητο στο τέλος κάθε γεύματος είναι ένα φλιτζάνι πράσινο τσάι, που αφήνει μια δροσερή αίσθηση στον ουρανίσκο. Το επόμενο γεύμα είναι το λεγόμενο δεκατιανό με κάποιο ελαφρύ κολατσιό από τηγανιτές κυρίως λιχουδιές. Το μεσημεριανό και το βραδινό είναι τα μεγάλα κύρια γεύματα της ημέρας. Και αυτά ξεκινούν με γλυκόξινη σούπα με πολλά συστατικά και μυρωδικά ή μανιτάρια που αφθονούν κατά την εποχή των μουσώνων (Ιούλιο – Οκτώβριο). Βασικό είναι το βραστό ρύζι που συνοδεύεται με ποικιλία από διάφορα φαγητά σε μικρές μερίδες: χοιρινό, πάπια, κοτόπουλο, αρνάκι, κρέας, ψάρι, γαρίδες, αβγά, μαγειρεμένα με όλους τους τρόπους και άφθονα μπαχαρικά, συνήθως καυτερά, και κυρίως την απαραίτητη καυτερή αλμυρή πάστα γαρίδας «νγκάπι». Και όλα αυτά να πλαισιώνονται με μια τεράστια ποικιλία ωμών ή βραστών λαχανικών, αλλά και εξωτικών φρούτων όπως το μάνγκο και η καρύδα. Η κουζίνα στο Ρακίν έχει φυσικά δεχθεί πολλές επιρροές από τη γειτονική Ινδία, γι’ αυτό και θα βρείτε και τις δημοφιλείς πίτες «ναν». Πέρα από τσάι και φυσικούς χυμούς θα πιείτε την τοπική μπίρα «Mandalay» και θα γλυκαθείτε με σιροπιαστές τηγανιτές μπανάνες ή διάφορες γλυκές πάστες από ρύζι. Οσο για τα εστιατόρια, οι επιλογές είναι αρκετά περιορισμένες οπότε καλύτερα να προτιμήσετε εκείνα των ξενοδοχείων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ