Στο τέρμα της άγονης γραμμής
Η Κάσος συμβιώνει στο απίθανο Καρπάθιο πέλαγος δίπλα στη μεγάλη Κάρπαθο, στην πιο αυθεντική ίσως γωνιά του Αιγαίου. Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο νησί το οποίο δικαιολογεί τη μικρή οδύσσεια που πρέπει να ζήσει ο ταξιδιώτης για να αράξει στο λιμάνι της. Το καράβι της άγονης γραμμής κάνει από τον Πειραιά περίπου 22 ώρες μέσω Κρήτης και 14 ώρες μέσω Σαντορίνης και Ανάφης. Από τη Σητεία της Κρήτης το καράβι κάνει 3 ώρες και από τη Ρόδο 7 ώρες. Το αεροπλάνο από το «Ελευθέριος Βενιζέλος» έχει ανταπόκριση από Ρόδο μέσω Καρπάθου. Οι θερινοί επισκέπτες του νησιού είναι ξενιτεμένοι γηγενείς που έρχονται από την Αθήνα, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη για να αναβαπτιστούν στις παραδόσεις της κοινότητάς τους, στην οποία επιθυμούν πάρα πολύ να ανήκουν και αυτοί και τα παιδιά τους. Ηδη από την εποχή του Ομήρου, επειδή οι Κασιώτες δεν είχαν στεριά να καλλιεργήσουν, «όργωναν» τις θάλασσες όλης της Γης. Οσο όμως γίνονταν όλο και περισσότερο εξωστρεφείς κοσμοπολίτες τόσο πιο πολύ στρέφονταν προς τη μακρινή εστία τους, ακόμη και αν δεν είχαν γεννηθεί εκεί. Ετσι το θέρος είναι η ευκαιρία να δοκιμάσουν την ταυτότητά τους γλεντώντας στους γάμους και στα πανηγύρια όπως παλιά, να δοκιμάσουν γεύσεις της παράδοσης, να λουστούν στα ακρογιάλια των προγόνων. Αυτοί δίνουν τον ρυθμό, αλλά και ο καλοδεχούμενος επισκέπτης μπορεί να ζήσει από πολύ κοντά εκφάνσεις ενός αυθεντικού πολιτισμού, με σκηνικό αρχέγονα τοπία σπάνιας ομορφιάς…

Ο θαλασσινός μας συνταξιδιώτης

Μη λογαριάζεις παραπάνω,

μην αντιστέκεσαι
με των περασμένων τη θύμηση…
Κάλεσε μόνο για το δρόμο της ψυχής σου
το πρωινό, δεκάξι χρονώ σαν είσουν,
ένα καλοκαίρι στο νησί σου.
Βρήκες σ’ ενός παλιού σκρίνιου συρτάρι
Κιτρινισμένα χαρτιά και δυο κανοκιάλια•
– Θυμήσου!
Η θάλασσα ύστερα κοιτάζοντας
ο δρόμος άνοιξε για την απόφασή σου.
… Κιτρινισμένα χαρτιά και δυο κανοκιάλια…
Ημερολόγια καραβιών, γράμματα του παππού μου
απ’ τα ξένα λιμάνια στη γιαγιά μου που πέθανε τόσο νέα…
Ακόμη τούτο:
– ως εδώ η πρώτη απόφαση –
να διηγόμαστε τώρα από την άκρη αυτή της γης
κείνο το πρωινό στο νησί μας,
δεν το ξεχάσαμε, κ’ είν’ αφορμή
σ’ αυτό πάνω νάμαστε το καράβι.
Ο «θαλασσινός φίλος» του Γιώργου Σεφέρη, ο καπετάνιος ποιητής Ι. Δ. Αντωνίου, κέρδισε την «κυρίαρχη τέχνη να σε υπακούει ένα καράβι», υπακούοντας ο ίδιος «στην αρχαία μοίρα της θάλασσας» που του υπαγόρευε το νησί του. Γι’ αυτό είναι η πιο αισθαντική, έντεχνη, φωνή που μπορεί να μιλήσει στον ταξιδιώτη που ταξιδεύει για την Κάσο. Στον τόμο «Ποιήματα» του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού των εκδόσεων Ερμής είναι συγκεντρωμένη ολόκληρη η παραγωγή του ολιγόλογου ποιητή, που λες και συνέθεσε το έργο του πάνω σε πακέτα σιγαρέτων στη γέφυρα των πλοίων που κουμαντάριζε:

Ξαναθυμάται
το άγριο φιλί θάλασσας
απ’ τον αγέρα.


Ξαναθυμάμαι
καράβι σαν άλογο
να χυμά στη θάλασσα
σε κορφή και βάραθρο
νικώντας πάντα.


Ξαναθυμάται
το άγριο φιλί του αγέρα
με τη θάλασσα•
στα ξάρτια μουρμούριζε
παλιά τραγούδια τους.

«Βρήκα το νησί των ονείρων μου»

Ο ζωγράφος Δημήτρης Κούκος, η επίσης ζωγράφος σύζυγός του Αντα Τσιροπούλου και η κόρη τους Βάσω κατέβηκαν από το καράβι που ερχόταν από τη Ρόδο και μας προσπέρασαν απορροφημένοι καθώς ήταν από την εικόνα των σπιτιών του Φρυ που αγκάλιαζαν το λιμάνι, των άλλων χωριών που αγκάλιαζαν το Φρυ και τα βουνά που αγκάλιαζαν τα χωριά και το Φρυ. Αργότερα, ο Δημήτρης Κούκος, ο δεξιοτέχνης του χρώματος που με ασαφή υλικά δημιουργεί μια πολύ δυνατή αίσθηση του τόπου, θα μας πει: «Οταν άρχισα να ζωγραφίζω, μου έβγαιναν θύμησες από τα όνειρά μου. Οχι από άλλα νησιά, αλλά από τα όνειρα που έκανα παιδί. Ονειρευόμουν να βρω ένα νησάκι, το έβλεπα στη φαντασία μου, με ζεστά χρώματα και ζεστούς ανθρώπους».

Τα ζεστά χρώματα της Κάσου είναι η ώχρα και η όμπρα (τα γήινα χρώματα) σε συνδυασμό με το γκρίζο και το κόκκινο. Οσο για τους ανθρώπους, ο Δημήτρης Κούκος λέει: «Πρώτη φορά είδα ένα νησί να γίνεται κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ μια παρέα και να συγκεντρώνεται το μεσημέρι στον Εμπορειό και το βράδυ στην Μπούκα». Η Μπούκα, έτσι όπως την αγκαλιάζουν τα σπίτια του Φρυ, ήταν από τα πρώτα θέματα που κέρδισαν την προσοχή του ζωγράφου. Σε πρώτο πλάνο έβαζε τα ιδιαίτερα κασιώτικα σπίτια, στο χρώμα της ώχρας. «Η Κάσος έχει πολύ ωραία σπίτια με το άρωμα των καιρών, που δεν τα βρίσκεις σε άλλα νησιά» σχολιάζει. «Αυτή τη μονόριχτη, επικλινή, σκεπή δεν την έχω δει πουθενά αλλού και την έχω ζωγραφίσει πάρα πολλές φορές».
Ο Δημήτρης Κούκος, καθώς ζωγραφίζει μόνο εκ του φυσικού, βρίσκει τα θέματά του στον δρόμο. Σταματά, απλώνει τους μουσαμάδες του, παιδεύει ώρες τα χρώματά του το ένα πάνω στο άλλο, και στο τέλος αφήνει τους μουσαμάδες πάνω στους βράχους να στεγνώσουν. Το ίδιο έκανε και στην ταράτσα της ταβέρνας «Εμπορειός». Ζωγράφιζε απέναντι το πιο ψηλό βουνό της Κάσου να κατεβαίνει ως τη θάλασσα, ενώ η Αντα Τσιροπούλου ζωγράφιζε την Παναγία του Εμπορειού με τους φοίνικες στην αυλή της. Ο Μιχάλης του Αγά «ζωγράφιζε» και εκείνος στην κουζίνα του, αλλά τον έτρωγε η περιέργεια τι έκαναν οι ζωγράφοι στην ταράτσα του, ωστόσο δεν ανέβηκε ούτε όταν ήταν εκεί ούτε όταν άφησαν τα έργα τους να στεγνώσουν και έφυγαν…
Μια από τις μεριές της Κάσου που συγκίνησε πάρα πολύ τον Δημήτρη Κούκο ήταν η διαδρομή μετά το αεροδρόμιο, προς τον Αγιο Κωνσταντίνο και τον Αντιπέρατο. «Ηταν σαν να το είχα ξαναδεί αυτό το τοπίο. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα μέρος από τα όνειρα που έβλεπα παιδί». Από τις δυνατές εικόνες της Κάσου είναι, κατά τον Δημήτρη Κούκο, η θέα από τον Προφήτη Ηλία, όπου ανέβηκε με τα πόδια, και το χωριό Πόλι, στον δρόμο για τον Αϊ-Μάμα. «Το χρώμα της Κάσου το κατάλαβα καλύτερα όταν άρχισα να περπατώ προς τα βουνά. Στον Αγιο Μάμα, το μοναστήρι, ο φοίνικας, τα ξερά κλαδιά, οι βράχοι και το πέλαγος από κάτω, αυτό το τελείως απόκρημνο, δημιουργεί μια πρωτόγνωρη ένταση».
Ο ζωγράφος ξεχωρίζει επίσης και το ταξίδι στ’ Αρμάθια. «Το νησί δίνει μια ωραία αίσθηση, όπως και το ταξίδι ως εκεί. Αισθάνεσαι καλύτερα την Κάσο όταν τη βλέπεις από απέναντι. Τελικά αυτό το νησί, το ζεστό και το άφθαρτο, το σκεφτόμουν πάντα»

Στην Κάσο έχει πανηγύρι

Ολο τον κόσμο γύρισα κι ακόμα το γυρίζω,

μα πουθενά δεν γλέντισα, όπως εγιά γλεντίζω.
Τα αυθόρμητα γλέντια είναι η πιο αυθεντική έκφραση της ψυχής της Κάσου και από τις πιο δυνατές εκπλήξεις που μπορεί να προσφέρει στον επισκέπτη. Υπάρχουν όμως και τα προγραμματισμένα γλέντια, οι γάμοι – στους οποίους είναι καλεσμένο όλο το νησί – και τα πανηγύρια της Αγίας Μαρίνας (17 Ιουλίου), του Χριστού (6 Αυγούστου), της Παναγίας (15 Αυγούστου), του Αγίου Φανουρίου (27 Αυγούστου), του Αγίου Μάμα (2 Σεπτεμβρίου), της Παναγίας του Ελλέρου (8 Σεπτεμβρίου), του Αγίου Δημητρίου (26 Οκτωβρίου), του Αγίου Γεωργίου στις Χαδιές (23 Απριλίου ή τη Λαμπρή Τρίτη).
Η Παναγία, το παλιό χωριό των καπεταναίων και των καραβομαραγκών, κατοικείται τον χειμώνα από ελάχιστους κατοίκους. Ομως τον δεκαπενταύγουστο φιλοξενεί τη μεγαλύτερη συγκέντρωση Κασιωτών και επισκεπτών. Εδώ γίνεται στη χάρη της Πέρα Παναγίας το μεγαλύτερο πανηγύρι. Η Πέρα Παναγία γιορτάζει, όπως πριν από 20, 50 ή 100 χρόνια, και «αρμενίζει» στολισμένη με τα γιορτινά «σινιάλα» καραβιού. Προτού ακόμη τελειώσει η Λειτουργία και η λιτάνευση της εικόνας της Παναγίας, οι ειδικοί για τους γάμους και τα πανηγύρια ερασιτέχνες μάγειροι – οι οποίοι ποτέ δεν έχουν πιάσει κουτάλα στο σπίτι τους – ετοιμάζουν τα φαγητά σε μεγάλα καζάνια στημένα στις «παρανιστιές» όπου καίει η φωτιά από θυμάρια και ξύλα. Ειδικά το υπέροχο κασιώτικο πιλάφι απαιτεί ιδιαίτερη μαεστρία και πρέπει να σερβιριστεί στην ώρα του ζεστό και σπυρωτό. Λίγοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν τα μυστικά του.
Το παραδοσιακό πιάτο του πανηγυριού περιλαμβάνει πιλάφι με κανέλα, τα φοβερά ντολμαδάκια, πατάτες τηγανητές και κοκκινιστά αρνιά και κατσίκια. Το τύλιγμα των περίφημων, μικροσκοπικών κασιώτικων ντολμάδων αποτελεί μια ξεχωριστή ιεροτελεστία. Αποβραδίς δεκάδες γυναίκες, η κάθε μια με την ποδιά της, τυλίγουν με τέχνη τόσα ντολμαδάκια, όσα χρειάζονται για να φάνε κοντά 2.000 πανηγυριώτες, αλλά να μείνουν και για μεζέ σε όλη τη διάρκεια του πανηγυριού. Πλάθουν επίσης και ένα πλήθος επίσης μικροσκοπικά κεφτεδάκια που τα σερβίρουν για μεζέ.
Το πανηγύρι της Παναγίας είναι το μοναδικό στην Κάσο που ακόμη στρώνονται οι τεράστιες τάβλες για να φάνε με τη σειρά πρώτα οι γυναίκες και τα παιδιά και μετά οι άντρες. Τα πιάτα, το κρασί και το ψωμί, φτάνουν στη «σάλα» χέρι με χέρι. Τα σερβίρουν οι άνδρες, οι οποίοι φορούν μια ειδική άσπρη ποδιά. Μετά το φαγητό αρχίζει το γλέντι με τη λύρα, το λαούτο, τους χορούς (τη σούστα και το ζερβό), τις μαντινάδες και τις ποιητικές συνομιλίες, που κρατά όσο και η όρεξη των γλεντιστών για παραδοσιακή διασκέδαση, συχνά και ως το ξημέρωμα.

Αυθεντική ομορφιά

Η Κάσος ανοίγεται σαν μια αγκαλιά για τον ταξιδιώτη, σαν τη σάλα ενός φιλόξενου καπετανόσπιτου. Την αγκαλιά σχηματίζουν τα γκρίζα βουνά στο μάτι του βοριά – το γκρίζο ταιριάζει πολύ στην Κάσο – και στο βάθος της κουρνιάζουν τα πέντε χωριά του νησιού: το Φρυ, το λιμάνι, η Αγία Μαρίνα, το μεγαλύτερο χωριό απλωμένο στις κορυφές των λόφων με θέα το ηλιοβασίλεμα, το Αρβανιτοχώρι, στις ρίζες των βουνών, το Πόλι, το πιο παλιό χωριό χτισμένο γύρω από τον λόφο με το ερειπωμένο κάστρο, και η Παναγία, πάνω από το παλιό λιμάνι του Εμπορειού, με το μεγάλο θερινό πανηγύρι. Δύο ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι ξεκινούν από τα χωριά και τραβούν για τα δύο μοναστήρια μέσα στα βουνά, τον Αϊ-Γιώργη στις Χαδιές (12 χλμ.) και τον Αϊ-Μάμα (6 χλμ.), και πολλά μονοπάτια – στεριανά και θαλασσινά – οδηγούν σε «απάτητες» γωνιές. Αυτή είναι όλη κι όλη η γεωγραφία της Κάσου. Ο τόπος, η γειτονιά, μιας μεγάλης παρέας ιθαγενών και λίγων επισκεπτών…

Στην Κάσο η ζωή αρχίζει νωρίς το πρωί από την Μπούκα, ένα μικροσκοπικό λιμανάκι στο Φρυ, γεμάτο ψαρόβαρκες και μικρά τρεχαντήρια, σπάνιο δείγμα παλιού πειρατικού ορμητηρίου. Εκεί, στη σκιά του καμπαναριού του Αγίου Σπυρίδωνα, πίνουν από πολύ νωρίς το πρωί τον καφέ τους οι ψαράδες πριν πάνε να σηκώσουν τα δίχτυα ή τα παραγάδια και εδώ επιστρέφουν για να εκθέσουν την ψαριά της ημέρας για να την πουλήσουν. Κατά το μεσημέρι όλοι οι δρόμοι κατευθύνονται προς τις παραλίες, στον Εμπορειό, τον Αντιπέρατο, τη Χέλατρο, την πιο μακρινή διαδρομή που μπορεί να κάνει ο επισκέπτης σε άσφαλτο στο νησί (14 χλμ.). Αλλά και τα μονοπάτια, με τα πόδια, για τις μοναχικές παραλίες Αυλάκι (2,30 ώρες απότομη κατάβαση και ανάβαση από το μοναστήρι του Αϊ-Γιώργη στις Χαδιές) και Τριτά (2 ώρες πήγαινε-έλα από την άσφαλτο που πάει για τον Αϊ-Γιώργη). Βεβαίως υπάρχουν και τα θαλασσινά μονοπάτια για τα ακατοίκητα νησιά απέναντι από την Κάσο, τα Αρμάθια – με τις δύο εκπληκτικές παραλίες στα Μάρμαρα και στο Καραβοστάσι -, όπου πηγαίνει καθημερινά καραβάκι από την Μπούκα, και τη Μακρά, που μπορείς να πας μόνο με ιδιωτικό σκάφος.
Το απόγευμα, την απίθανη ώρα του ηλιοβασιλέματος πάνω από τα Αρμάθια, τα σοκάκια στην Αγία Μαρίνα και τα άλλα χωριά περνούν μπροστά από τα εντυπωσιακά καπετανόσπιτα στο χρώμα της ώχρας, με τις νεοκλασικές αλλά και τις παραδοσιακά κασιώτικες αρχιτεκτονικές πινελιές, γεμάτα με φέρματα από τα λιμάνια όλου του κόσμου, και οι πάμπολλες εκκλησιές με τα μεγαλόπρεπα καμπαναριά, δείγματα όλα της πλούσιας ναυτικής παράδοσης του νησιού.
Το βράδυ μπορεί να έχει γλέντι. Τα πανηγύρια, οι γάμοι, τα προγραμματισμένα ή αυθόρμητα γλέντια, είναι οι πιο κεφάτες εκφάνσεις του αυθεντικού τρόπου ζωής του νησιού. Ηχούν τα παραδοσιακά μελωδικά όργανα, η παλιά λύρα του Αιγαίου με το δοξάρι με τα κουδουνάκια και το λαούτο, δημιουργούνται περίτεχνες μαντινάδες εκείνη τη στιγμή και τραβούν σε μάκρος οι ποιητικές συνομιλίες, όπως και τα βήματα των χορών, της σούστας και του ζερβού. Από κοντά και τα φαγητά του γλεντιού, το πιλάφι με την κανέλα και τα μικροσκοπικά ντολμαδάκια. Η πλούσια γαστριμαργική παράδοση του νησιού συνδυάζει τον κοσμοπολιτισμό των ναυτικών με την προσήλωση στις παραδόσεις των βοσκών και οι πρώτες ύλες των κασιώτικων φαγητών παράγονται με διαδικασίες που κατάγονται από τα βάθη των αιώνων ως και τη Μινωική περίοδο.

Σκάροι και σπέσιαλ καραβιδομακαρονάδα

Στο αγαπησιάρικο (γιατί τα περισσότερα εκθέματα τα μάζεψαν οι ίδιοι οι κάτοικοι), ένας ερυθρόμορφος αττικός ασκός (αγγείο για άρωμα, λάδι ή μέλι, 425-400 π.Χ.), έχει πάνω του μια εικόνα σκορπίνας. Η σχέση των Κασιωτών με τη θάλασσα ήταν πάντα πολύ στενή, αλλά και με όλα τα καλά της, που πάντα ήσαν πλούσια. Από τα ψάρια, ο βασιλιάς του Καρπάθιου είναι ο σκάρος. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι οι Ρωμαίοι είχαν σε μεγάλη υπόληψη τους σκάρους του Καρπαθίου πελάγους για τη νοστιμιά τους. Εν τω μεταξύ τίποτε δεν άλλαξε. Η υπόληψη των σκάρων εξακολουθεί να βρίσκεται ψηλά, όπως και η νοστιμιά τους. Τους σκάρους της αυγής στην Κάσο τούς κάνουν ψητούς με τα λέπια και τα εντόσθιά τους. Βγάζουν μόνο τη χολή με μια χειρουργική τομή κάτω από το φτερό. Τους μικρούς τούς κάνουν τηγανητούς και τους μεγάλους πλακί (κοκκινιστούς με κρεμμύδια).

Από τα πιο καλά της θάλασσας είναι οι αστακοί και οι καραβίδες. Ο Μιχάλης Ασπράς μαγειρεύει στον Εμπορειό της Κάσου περίπου όπως ταιριάζει αυθόρμητα τις παραδοσιακές κασιώτικες μαντινάδες του, και ο Γιώργος Κίκης σερβίρει τις δημιουργίες του Μιχάλη του Αγά όπως παίζει τους κασιώτικους σκοπούς στη λύρα του. Επιμείναμε να μας δώσουν τη συνταγή για την καλύτερη (νομίζουμε) μακαρονάδα στο Αιγαίο, με τις μεγάλες καραβίδες που είναι πιο νόστιμες από τα ξαδέλφια τους, τους αστακούς. Ο Μιχάλης του Αγά κάνει την καραβιδομακαρονάδα όπως ακριβώς και την αστακομακαρονάδα. Να πώς:
Σε νερό που κοχλάζει βράζει για μισή ώρα τις καραβίδες (ή τον αστακό). Σοτάρει το κρεμμύδι, το σκόρδο, την τριμμένη ντομάτα και προσθέτει δάφνη, λίγο ντοματοπελτέ, αλάτι, πιπέρι, μπαχάρι και νερό από τις καραβίδες. Μετά βάζει και τις καραβίδες, αφού πρώτα αφαιρέσει το έντερό τους που πιθανόν να έχει άμμο, και τις αφήνει να βράσουν στη σάλτσα για άλλη μισή ώρα. Μετά βγάζει τις καραβίδες από τη σάλτσα και βράζει σε αυτή τα μακαρόνια. Προσθέτει νερό από τις καραβίδες, όσο χρειάζεται για να έλθει ίσα-ίσα με τα βρασμένα «αλντέντε» μακαρόνια.

Το γλέντι «σκάει» στον Εμπορειό

Από την Μπούκα ξεκινούν όλες οι μεσημεριανές διαδρομές στο χαϊδεμένο από τον μπονέντη (μελτέμι) σώμα του νησιού. Ολοι αυτή την ώρα τραβούν για τις μετρημένες στα δάχτυλα προσιτές παραλίες. Οι πιο πολλοί πηγαίνουν κατά τον Εμπορειό. Εκεί στην ταβέρνα «Εμπορειός», πάνω από τη μικρή παραλία του παλιού λιμανιού, παραθεριστές και μόνιμοι κάτοικοι είναι συνεπείς στο καθημερινό ραντεβού τους. Μπάνιο και μετά την καλύτερη καραβιδομακαρονάδα ή αστακομακαρονάδα στο Αιγαίο, φρέσκα ψάρια, σουπιοπίλαφο, κασιώτικο πιλάφι, ντολμαδάκια, μακαρούνες με σιτάκα, φάβα, χοχλιοί με πατάτες, σαλάτα με κρίθαμα, ρακή, πειράγματα και ό,τι ήθελε προκύψει. Και συνήθως προκύπτει από την κουζίνα φορώντας ακόμα την ποδιά του ο Γιώργος Κίκης με τη λύρα του, ο γιος του ο Καίσαρας και ο Αντώνης Καραγιαννάκης με τα λαούτα τους και από κοντά ο Μιχάλης του Αγά, επίσης με την ποδιά του και τη γλυκιά και νοσταλγική φωνή του να τραγουδά με τον «Οθείτικο» σκοπό που τραγουδούσε και ο πατέρας του, με το «Μπαρμπουνάκι» ή με τον απίστευτης μελωδικότητας σκοπό του «Λιο Ρεΐση»:



Του Λιο Ρεΐση ο σκοπός,
που πνί(γ)ει με τη βάρκα
τη λεβεντιά του ήθελα
και τη φωνή του να χα.
Μπαρμπούνι μου της θάλασσας
κι ολόχρυσό μου ψάρι,
αφού εγώ σε αγαπώ,
ποιος άλλος θα σε πάρει;

Οσοι απολάμβαναν ακόμη τον ήλιο και τη θάλασσα αφήνουν τις ξαπλώστρες και πλησιάζουν σιγά-σιγά όπως είναι με τα μαγιό για να στριμωχτούν γύρω από τα όργανα. Το ένα μετά το άλλο τα τρεχαντήρια σηκώνουν άγκυρα για τη βραδινή καλάδα, ο ήλιος ακουμπά την κορυφή των Αρμαθιών, κάποιοι φεύγουν, κάποιοι έρχονται, άλλοι ξανάρχονται, αλλά η «σούστα» καλά κρατεί…

Μαύρο, κόκκινο και άσπρο πιλάφι

Το πιλάφι κατέχει την πιο περίοπτη θέση στην κασιώτικη κουζίνα. Του γάμου είναι το πιο δημοφιλές, αλλά το πιο παράξενο είναι το κατάμαυρο σουπιοπίλαφο. Γίνεται μόνο με φρέσκες σουπιές, γιατί σε αυτές διατηρείται άθικτη η σακούλα με το μελάνι. Τη βγάζουν με προσοχή χωρίς να σπάσει και τη φυλάνε. Βγάζουν το κόκαλο – το δίνουν στα παιδιά να το κάνουν καραβάκι βάζοντας για πανί ένα φτερό του γλάρου – και το στόμα ανάμεσα στα πλοκάμια και στα μάτια. Κόβουν το σώμα και τα πλοκάμια σε μικρά κομμάτια και όταν τσιγαριστεί το κρεμμύδι τα ρίχνουν και αυτά. Αραιώνουν το μελάνι με ζεστό νερό και το ρίχνουν μαζί με τριμμένη ντομάτα, λίγο ξίδι και πιπέρι στο σκεύος όπου τσιγαρίζονται το ψιλοκομμένο κρεμμύδι και τα κομμάτια της σουπιάς. Αν το μελάνι είναι όσο πρέπει, τότε το μείγμα θα είναι κατάμαυρο. Οταν η σουπιά έχει βράσει ρίχνουν το ρύζι. Δεν αλατίζουν αν δεν το δοκιμάσουν γιατί το μελάνι είναι αλμυρό. Το ρύζι πρέπει να έλθει στα ίσα με το νερό του όταν θα είναι έτοιμο.

Ενα άλλο πιλάφι, το «πατελιόρυζο», είναι ένα από τα πιο σπάνια πιλάφια στην Κάσο, γιατί είναι επίπονο να μαζέψεις τόσο πολλές πεταλίδες, αν και βρίσκει άφθονες όποιος τις αναζητήσει στις βραχώδεις ακτές του νησιού. Οι πεταλίδες αποχωρίζονται από το όστρακό τους αν βράσουν ελαφρώς. Μετά τις ρίχνετε στο κρεμμύδι που τσιγαρίζεται για να τσιγαριστούν και αυτές και μετά ρίχνετε και το ρύζι ανακατεύοντάς το για λίγο προτού προσθέσετε το ζεστό νερό και αλατίσετε ελαφρά, βάζοντας και πιπέρι. Κι εδώ το νερό πρέπει να έλθει στα ίσα του όταν το ρύζι είναι έτοιμο. Οι πεταλίδες γίνονται εξαιρετική σάλτσα για μακαρονάδα – αν μάλιστα προσθέσετε σε αυτές και μερικές καβουρομάνες, τις οποίες βρίσκετε στις τρύπες τους καθώς βγάζετε τις πεταλίδες.

πρόσβαση:
Ακτοπλοϊκώς από τον Πειραιά μία φορά μέσω Κρήτης (22 ώρες) και μία φορά μέσω Ανάφης (14 ώρες). Από Κρήτη (3 ώρες) δύο φορές την εβδομάδα και από Ρόδο (7 ώρες) τρεις φορές την εβδομάδα, με τα ίδια πλοία (ANEK Lines, τηλ. 210 4197400).

Αεροπορικώς καθημερινά από Ρόδο και τρεις φορές την εβδομάδα με ανταπόκριση από Αθήνα με αεροπλάνο της Olympic Air (τηλ. 210 3550500). Στην Κάσο λειτουργεί το Kassos Maritime and Tourist Agency (τηλ. 22450 41323).

διαμονή:
Στο Φρυ, στα studios «Evita Village» (τηλ. 22450 41731, 6972703950, www.evita-village.gr), «Γαλανού View» (τηλ. 22450 41235), στα παραδοσιακά διαμερίσματα «Angelica’s» (τηλ. 6992 673.833), στα διαμερίσματα «Blue Sky» (τηλ. 22450 41047), «Ευήλια» (τηλ. 22450 41661), «Dimitris Apartments» (τηλ. 22450 41792), «Captain’s House» (τηλ. 22450 41801) στα δωμάτια «Φαντάσης» (τηλ. 6977 905.156) και «Φρυ» (τηλ. 22450 41495), στα ξενοδοχεία «Αναγέννησις» (τηλ. 22450 41495), «Ανεσις» (τηλ. 22450 41201) και «Φλοίσβος» (τηλ. 22450 41284).

Στο Αρβανιτοχώρι, στο ωραίο «Αερικό» (τηλ. 22450 41369).

Στον Εμπορειό, στα δωμάτια με την πολύ ωραία θέα «Γαλήνη» (τηλ. 22450 41890) και «Μελτέμι» (τηλ. 22450 41 488), στα διαμερίσματα «Ακρογιάλι» (τηλ. 22450 41131) και «Μποργιανούλα» (τηλ. 22450 41495).

Στην Παναγία, στα διαμερίσματα «Θεοξένια» (τηλ. 22450 41311).

φαγητό:
Στον Εμπορειό, στου Γιωργομανώλη Μαστρανδρέα και στου Κώστα Τσουκαλά.

Στο Φρυ, στου Γιάννη Φιλιππίδη, στου Μαριάκη, στον «Μύλο», στου Νίκου Βάιλα, στο «Απάγγειο», στης Σοφίας Βρετού, στο ουζερί του Δημήτρη Καμπούρη.

Στο Αρβανιτοχώρι, στης Πελαγιάς.

Στην Αγία Μαρίνα στου Μηνά στις Πλάκες και στου Μηνά Φιλιππή.

Στο Φρυ, στο ζαχαροπλαστείο της Κούλας προσφέρονται κασιώτικα γλυκίσματα (ξεροτήγανα, ξυλικόπιτες, μοσχοπούγκια), λουκουμάδες με κασιώτικο μέλι και λαχανοπίτια.

Λειτουργούν επίσης ο «Γλυκότοπος» του Γιάννη Πέπη και το ζαχαροπλαστείο της Φωτεινής Φιλιππίδη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ