Το ταξίδι στη βορειότερη επαρχία της Ταϊλάνδης είναι περιπετειώδες και γεμάτο εικόνες: από το Ρίμκοκ πλέουμε με βάρκα για το Μάε Σάι, επισκεπτόμαστε τα χωριά των Ακα και Γιάο, ενώ στη συνέχεια σταματάμε για τη Σπηλιά των Πιθήκων και τον Ναό. Στην τοπική αγορά του τουριστικού Μάε Σάι συναντούμε όλες τις φυλές με τις πολύχρωμες φορεσιές.

Η επόμενη ημέρα μάς βρίσκει να πλέουμε ξανά με στενόμακρη βάρκα τον Μεκόνγκ. Η κυρία Τούλα, όπως πάντα, καπνίζει και τραγουδά, ενώ ο κ. Γιώργος ζητάει πατάτες τηγανητές για το βράδυ! Στο χωριό των Κάρεν ανεβαίνουμε σε ελέφαντες για βόλτα στην περιοχή. Για κακή μου τύχη, ο δικός μου είναι νέος και ατίθασος. Τρέχει και κουνιέται ασταμάτητα, με αποτέλεσμα να ζαλίζομαι και να με πιάσει ίλιγγος. Η Ντίνα και ο Τάκης ανταλλάσσουν φωτογραφίες με την Ολγα, ενώ ο παλαιός μου φιλόλογος Ιγνάτιος απολαμβάνει τη διαδρομή ξεκαρδισμένος στα γέλια.

Το επόμενο ταξίδι είναι έπειτα από κάποια χρόνια. Αυτή τη φορά είμαστε μαζί με τη Λέτα, αγαπημένη συμμαθήτρια στο πίσω θρανίο, και την αδελφή της Στάσα, πρότυπο κομψότητας στο σχολείο. Με τα κορίτσια κάνουμε «μεγάλη ζωή»: γκουρμέ εστιατόρια, μασάζ και καταστήματα στο Νυχτερινό Παζάρι. Χωρίς να παραλείψουμε βέβαια τις επιβεβλημένες επισκέψεις στην Τσιανγκ Σεν και στο Βατ Τσέντι Λουάνγκ, με πλεούμενο στον Μεκόνγκ, στα χωριά των ορεσίβιων, στο Χρυσό Τρίγωνο, στους Κάρεν και Λαχού. Αυτή τη φορά καμία δεν ανεβαίνει σε ελέφαντα. Η Στάσα διαλέγει υφαντά τσαντάκια για δώρα, ενώ η Λέτα μαζεύει ανοιξιάτικα πεσμένα φύλλα από τις όχθες του ποταμού.
Είμαι σίγουρη ότι τα έχει κρατήσει.

{{{ map }}}

Ο «πατέρας» Μεκόνγκ

Το κρατίδιο του Τσιάνγκ Ράι ιδρύθηκε το 1262 από τον βασιλιά Μενγκράι και ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του βασιλείου Λάνα Τάι (βασίλειο με ένα εκατομμύριο ορυζώνες). Το 1786 προσαρτήθηκε στην Ταϊλάνδη και το 1910 έγινε επαρχία. Είναι η πιο ορεινή, με την οροσειρά Κουν Ταν, και βορειότερη περιοχή της χώρας, συνορεύοντας με τη Μιανμάρ και το Λάος. Τα σύνορα με το Λάος ορίζονται από τον ποταμό Μεκόνγκ που αποτελεί φυσικό σύνορο. Οι πλημμύρες του Μεκόνγκ στα ανατολικά κάνουν την περιοχή εύφορη, ενώ στα δυτικά τα βουνά ευνοούν την παραγωγή οπίου, η οποία ήταν η μεγαλύτερη της χώρας ώσπου ο βασιλιάς Μπουμιπόλ έδωσε κίνητρα στους αγρότες προκειμένου να σταματήσουν την καλλιέργειά του. Σήμερα η επαρχία βασίζεται στην αγροτική παραγωγή. Πρωτεύουσα είναι η μικρή πόλη Τσιανγκ Ράι, σε 416 μ. υψόμετρο, που αποτελεί τη βάση για εξορμήσεις στον Μεκόνγκ και στο Χρυσό Τρίγωνο. Το πιο ιερό άγαλμα της χώρας, ο Σμαραγδένιος Βούδας, φιλοξενούνταν στον ναό (Βατ) Πρα Κέο του Τσιανγκ Ράι, ώσπου μεταφέρθηκε στον ομώνυμο ναό της Μπανγκόκ.

Στο Χρυσό Τρίγωνο και στα χωριά των βουνών

Η εξερεύνηση του Χρυσού Τριγώνου, δηλαδή της περιοχής που ορίζεται από τον Μεκόνγκ μεταξύ των τριών χωρών, Ταϊλάνδης- Βιρμανίας- Λάος, ξεκινά από το Μάε Σάι ή το πέρασμα Τρεις Παγόδες. Στο Μάε Κοκ βρίσκεται η κατασκήνωση των ελεφάντων, ενώ από την αποβάθρα του χωριού Τα Τον ξεκινά το ράφτινγκ.
Τα χωριά των ορεσίβιων απλώνονται στους πρόποδες των βουνών. Κάθε φυλή έχει τη δική της γλώσσα, παραδοσιακή φορεσιά με υφαντά, κεντήματα και βαριά κοσμήματα, έθιμα και θρησκευτικές δοξασίες. Κατοικούν στα βουνά τα τελευταία 200 χρόνια, ενώ κάποιοι μετά την επαφή με τους τουρίστες και εντυπωσιασμένοι από τον δυτικό τρόπο ζωής έχουν κατεβεί στα πεδινά ταϊλανδέζικα χωριά προσπαθώντας να ακολουθήσουν τον σύγχρονο αγροτικό τρόπο ζωής. Βασικές καλλιέργειες είναι κατ’ αρχάς το όπιο, στο οποίο αρκετοί είναι εθισμένοι, το ρύζι και το καλαμπόκι, καθώς και διάφορα λαχανικά για δική τους κατανάλωση. Ο πληθυσμός των ορεσίβιων ξεπερνά τις 500.000, ενώ το Φυλετικό Ερευνητικό Ινστιτούτο υπολογίζει τις φυλετικές μειονότητες σε 10-15.

Οι ορεσίβιες φυλές

Η φυλή Ακα ήρθε από το Θιβέτ και έφθασε στην περιοχή μέσω ανατολικής Βιρμανίας και Βόρειου Λάος. Τα χωριά τους βρίσκονται σε 1.000-1.400 μ. υψόμετρο. Είναι ανιμιστές και λατρεύουν τους προγόνους τους, ενώ οι περισσότεροι καλλιεργούν όπιο για δική τους χρήση. Από την ίδια περιοχή με τις ίδιες συνήθειες είναι και οι Λαχού, οι οποίοι ξεχωρίζουν από τη διαφορετική φορεσιά. Η φυλή Κάρεν προέρχεται από τη Βιρμανία. Είναι ανιμιστές – λατρεύουν τα στοιχεία της φύσης – ή βουδιστές, ενώ υπάρχουν και λίγοι χριστιανοί, και βασίζονται σε ένα περίπλοκο αγροτικό σύστημα. Οι Λίσου, οι οποίοι φημίζονται για τους τραγουδιστές και τις υφάντρες, ήρθαν από τις πηγές του ποταμού Σάλουιν της Κίνας. Οι Χμογκ ή Μέο από τη Νότια Κίνα και οι Μιεν από την Κεντρική Κίνα.

Η σπηλιά Τσιανγκ Ντάο

Μετά το Τσιανγκ Ράι και 75 χλμ. πριν από το Τσιανγκ Μάι αξίζει να επισκεφθείτε τη σπηλιά Τσιανγκ Ντάο. Λέγεται ότι το σπήλαιο καταλαμβάνει περίπου 12 χλμ. και από αυτά περίπου 2.700 μέτρα στο βουνό Ντόι Τσιανγκ Ντάο. Ωστόσο το επισκέψιμο κομμάτι είναι περίπου 400-500 μέτρα. Στο εσωτερικό του το σπήλαιο με τους σταλακτίτες, εκ των οποίων αρκετοί έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές, φωτίζεται με λάμπες νέον και πιστοί έχουν εναποθέσει αρκετά βουδιστικά αγάλματα. Στην είσοδο του σπηλαίου θα συναντήσετε ένα βουδιστικό μοναστήρι με λιμνούλα και όμορφο κήπο.

Η επίσκεψη στις φυλές
Αναμφισβήτητα από τα κορυφαία αξιοθέατα του ταξιδιού είναι η επίσκεψη στα χωριά των ορεσίβιων φυλών. Αρκετές είναι οι εταιρείες που διοργανώνουν πολυήμερες επισκέψεις σε όσο το δυνατόν απομονωμένα χωριά, ώστε να έχουν οι επισκέπτες τη δυνατότητα να γνωρίσουν από κοντά τον τρόπο ζωής των μειονοτήτων. Μία από τις δυσκολίες των τουριστών είναι η προσαρμογή στην τοπική κουζίνα και στην περιορισμένη υγιεινή, αλλά και η απαιτούμενη καλή φυσική κατάσταση των συμμετεχόντων καθώς το πρόγραμμα επιβάλλει πολλές περιπατητικές διαδρομές. Οι ανέσεις στα σπίτια των χωρικών όπου γίνεται διανυκτέρευση είναι οι πολύ βασικές.

Η αρχαία Τσιανγκ Σεν, το Εθνικό Μουσείο και το Βατ Τσέντι Λουάνγκ

Το αλλοτινό κέντρο του βασιλείου Λάνα του βασιλιά Μενγκράι απέχει 45 χλμ. από το Τσιανγκ Ράι. Η αρχαία Τσιανγκ Σεν αναπτύχθηκε το 1700, όταν ο στρατός της Ταϊλάνδης έδιωξε τις βιρμανικές δυνάμεις που κυβερνούσαν από το 1558. Ωστόσο έπειτα από 150 χρόνια η πόλη εγκαταλείφθηκε ξανά, και έτσι επί βασιλείας Μονγκούτ ο ίδιος ο βασιλιάς διέταξε να εποικηθεί η πόλη με κατοίκους από τα γύρω χωριά.
Το Εθνικό Μουσείο της Τσιανγκ Σεν βρίσκεται κοντά στα αρχαία ερείπια και διαθέτει συλλογή από αντικείμενα που χρονολογούνται από το 1328, επί βασιλείας του βασιλιά Σεν Που.

Το παραλληλόγραμμο μακρόστενο κτίριο του μουσείου χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο τμήμα περιλαμβάνει ευρήματα των ανασκαφών της αρχαίας Τσιανγκ Σεν, κυρίως πέτρινες επιγραφές και τμήματα από τοιχογραφίες ανακτόρων· το δεύτερο τμήμα σημαντικά γλυπτά αγάλματα από αρχαία μνημεία· το τρίτο τμήμα ιερά θρησκευτικά αντικείμενα από την επαρχία και αρχαιολογικές περιοχές του ποταμού Μεκόνγκ, κεραμικά, καθώς και λαογραφικό τμήμα με αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως εργαλεία και καλάθια, αλλά και υφαντές φορεσιές των φυλών Ακα, Γιάο, Χμονγκ κ.ά. Το παρακείμενο Βατ Τσέντι Λουάνγκ κτίστηκε το 1290 και έχει ύψος 58 μ. και οκταγωνικό σχήμα. Πρόκειται για ιερό βουδιστικό κτίσμα που φυλάσσεται από βουδιστές μοναχούς.

Το Σοπ Ρουάκ και το Μουσείο Οπίου

Απέχει 14 χλμ. από την Τσιανγκ Σεν και πρόκειται για το σημείο όπου συναντώνται τα σύνορα των τριών χωρών και ενώνονται τα ποτάμια Ρουάκ και Μεκόνγκ. Αν σκεφθεί κάποιος ότι το Χρυσό Τρίγωνο είναι – ή μάλλον ήταν –, κατά την κυβέρνηση, η κυριότερη περιοχή καλλιέργειας οπίου, τότε ένα μουσείο αφιερωμένο στην παπαρούνα σίγουρα δεν προξενεί εντύπωση.

Οσοι είχατε επισκεφθεί την περιοχή πριν από κάμποσα χρόνια θα θυμάστε ένα παλιό μικρό σπιτάκι με πρόχειρα τοποθετημένα κάποια εκθέματα. Εδώ και λίγα χρόνια ένα καινούργιο τοπικής αρχιτεκτονικής κτίσμα στέκεται στην ίδια θέση, με μεγάλες φωτισμένες βιτρίνες και πλούσια εκθέματα: από πληροφορίες για την καλλιέργεια του φυτού και την ιστορία της περιοχής ως περίτεχνα διακοσμημένα βαρίδια και πίπες καπνίσματος. Το φυτό, εκτός των άλλων, είναι σημαντικό για τις ορεινές φυλές, καθώς η παπαρούνα χρησιμοποιείται σαν φάρμακο αλλά και προσφέρεται στα πνεύματα.

Οσον αφορά την περιοχή, θα σας φανεί αγνώριστη καθώς έχει πλέον «αναπτυχθεί» τουριστικά, με πολλά καταστήματα, εστιατόρια και ουρές από τουριστικά λεωφορεία.

Το διάσημο ταϊλανδέζικο μασάζ

Η τέχνη του μασάζ στην Ταϊλάνδη ξεκινά από τα αρχαία χρόνια. Εκτός από τη ζητούμενη χαλάρωση, η τεχνική βασίζεται στην πίεση σε ορισμένα σημεία του σώματος ή του κεφαλιού προκειμένου να κινητοποιηθεί η ενέργεια και να επέλθει ισορροπία. Το μασάζ μπορεί να γίνει και επάνω από τα ρούχα με συγκεκριμένες πιέσεις και κινήσεις των μελών του σώματος, αλλά και χωρίς ρούχα, με λάδια από φαρμακευτικά βότανα ή αρωματισμένα με αποστάγματα, καθώς και με ηφαιστειακές πέτρες που χειρίζονται δύο θεραπεύτριες.

Πολύ αγαπητό το μασάζ και στους ντόπιους, οι οποίοι συνηθίζουν να απολαμβάνουν αυτή τη χαλάρωση ακόμη και στα υπαίθρια «σαλόν» στις όχθες του Μεκόνγκ. Για τους τουρίστες τα σαλόν για μασάζ του Τσιανγκ Ράι προσφέρουν και ολοκληρωμένη περιποίηση με απολέπιση προσώπου και σώματος, καθώς και χαλαρωτικό μπάνιο με ροδοπέταλα ή λευκά λουλούδια μανόλιας.

Προσοχή όμως: επειδή κάποια «σαλόν» προσφέρουν και άλλου είδους υπηρεσίες, για να μη γίνει παρανόηση, αναζητήστε το «αρχαίο παραδοσιακό μασάζ».

Στο Νυχτερινό Παζάρι

Η Νυχτερινή Αγορά, το Νυχτερινό Παζάρι, ανήκει στα αξιοθέατα του Τσιανγκ Ράι και εκεί θα πάρετε μια εικόνα της καθημερινότητας των κατοίκων αλλά και κάποιων φυλών που έρχονται για να πουλήσουν τα χειροτεχνήματά τους. Η Νυχτερινή Αγορά καταλαμβάνει τέσσερα τετράγωνα και περιλαμβάνει τρεις μουσικοθεατρικές σκηνές με εστιατόρια, όπου οι θαμώνες μπορούν να καθήσουν να φάνε παρακολουθώντας ταυτόχρονα το θέαμα.

Την προσοχή σας θα τραβήξουν τα περίφημα υφαντά ταϊλανδέζικα μεταξωτά σε έντονα χρώματα, τα οποία ράβονται μέσα σε 24 ώρες στα μέτρα σας και σε όποιο σχέδιο επιλέξετε. Θα βρείτε επίσης υφάσματα με γεωμετρικά παραδοσιακά σχέδια-αντίγραφα της περιόδου Λάνα, βαμβακερά, μεταξωτές εσάρπες, μικροέπιπλα από ξύλο τικ, ξυλόγλυπτα, χειροποίητα σαπούνια, κοσμήματα, πολύτιμες πέτρες και ζαντ, ασημένια μικροαντικείμενα, πίνακες ζωγραφικής ντόπιων καλλιτεχνών, καλάθια κατασκευασμένα στα χωριά των μειονοτήτων, κομψοτεχνήματα από λάκα, βουδιστικά αγάλματα κτλ.

Αξίζει να αγοράσετε τις ιδιαίτερες πορσελάνες «σελαντόν» που κατασκευάζονται από φυσικά υλικά χωρίς χημική επεξεργασία, σε ανοιχτό βεραμάν ή γαλάζιο γυαλιστερό γυαλί που ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία με το χαρακτηριστικό κρακελάρισμα. Εντυπωσιακές είναι οι χάρτινες ομπρέλες, οι οποίες είναι διακοσμημένες με όμορφα παραδοσιακά σχέδια, και οι «πάντες» τοίχου «μπούρμα» κεντημένες με χάντρες και πούλιες, φερμένες οι περισσότερες από τη Μιανμάρ.

ΠΡΟΣΒΑΣΗ

Ο εθνικός αερομεταφορέας Τhai Αirways πετάει από την Αθήνα απευθείας για την πρωτεύουσα Μπανγκόκ.Το Τσιάνγκ Ράι απέχει 785 χλμ., μία ώρα με το αεροπλάνο που εκτελεί τέσσερα δρομολόγια ημερησίως, ή 14 ώρες οδικώς. Μέσα στην πόλη μετακινείστε άνετα με τα ρίκσο, τα τρίκυκλα, και τα δημοφιλή τουκ-τουκ. Για τις εκδρομές στον Μεκόνγκ και στις φυλές, αν δεν τις έχετε κλείσει εκ των προτέρων, μπορείτε είτε να συμμετάσχετε σε οργανωμένο τουρ από τοπικό τουριστικό γραφείο είτε να μετακινηθείτε μόνοι νοικιάζοντας αμάξι με οδηγό.

ΔΙΑΜΟΝΗ

Πολύ κοντά (με τα πόδια) στη Νυχτερινή Αγορά, στο παλαιό αλλά πολυτελές ξενοδοχείο «Wiang Ιnn» (893 Ρhaholyothin rd,τηλ.0 5371 1533),το οποίο διαθέτει και μικρά πούλμαν για τις μετακινήσεις των πελατών του.

Το «Ιmperial Golden Triangle Resort» (222 Golden Triangle,Chiang Saen,τηλ. 05378 4084) βρίσκεται στην παλαιά πρωτεύουσα Τσιανγκ Σεν.

Το «River Ηouse Resort & Spa» (482 Μoo 4,Μae Κok Rd,τηλ.66 53 750830), στην όχθη του ποταμού Κοκ, με όμορφο κήπο με πολύχρωμα λουλούδια, είναι διακοσμημένο με ταϊλανδέζικα πολυτελή υφάσματα και χειροποίητα ξυλόγλυπτα σε στυλ παραδοσιακού παλατιού Τάι. Το «μπουτίκ» αυτό ξενοδοχείο απέχει μόλις 3 χλμ. από το κέντρο της πόλης Τσιανγκ Ράι.

ΦΑΓΗΤΟ

Η ταϊλανδέζικη κουζίνα έχει επιρροές από Κίνα, Μαλαισία, Ινδονησία και Ινδία. Βασίζεται κατ’ αρχήν στο κολλώδες ρύζι και κυρίως στο μακρύκοκκο – το «κάο χομ μάλι» – και στα συνοδευτικά του πιάτα. Ολες οι γεύσεις – αλμυρό, γλυκό, ξινό και καυτερό – παρελαύνουν σε ένα γεύμα: κάρι, τσίλι, τουμέρικ, τζίντζερ, κίτρο, σουσάμι, κανέλα και γιασεμί, λεμονόχορτο ή γλυκολέμονο σε καυτερές σάλτσες και φρέσκα λαχανικά, ωμά ή βρασμένα.

Απολαύστε κυρίως θαλασσινά, ψάρι ποταμίσιο τηγανητό ή σούπα και πουρέ από τζάκφρουτ με ψάρι και σάλτσα λεμονόχορτου, μεγάλα καβούρια με καυτερές σάλτσες, καυτερή σούπα με γαρίδες και καρύδα, σαλιγκάρια του γλυκού νερού με κάρι. Ζητήστε το «κάι χο μπάι τόι», που είναι κοτόπουλο τυλιχτό σε φύλλα.Σβήστε τη φωτιά των μπαχαρικών με τσάι γιασεμιού και διαλέξτε ανάμεσα στη μεγάλη ποικιλία εξωτικών φρούτων, όπως μάνγκο, λίτσι, ραμπουτάν, ντούριαν, γκουάβα, παπάγια, σταφύλια, καρπούζι, φράουλες, ανανά, καρύδα κτλ., και γλυκαθείτε με τηγανητές μπανάνες με σιρόπι.

Το εστιατόριο «Τhe Rattanakosin» (τηλ.053 740012) βρίσκεται στο Νυχτερινό Παζάρι, στη σκηνή 2, και η διακόσμηση στο εσωτερικό του χρονολογείται από το 1780. Εχει τιμηθεί με πολλά βραβεία και σερβίρει παραδοσιακά φαγητά.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ