Σε τρεις μόνο πόλεις της Ελλάδας μπορεί να έχει ο επισκέπτης την αίσθηση ότι βρίσκεται σε ένα είδος μπαλκονιού που αγναντεύει τον κάμπο και την ίδια στιγμή να αισθάνεται ότι η «πλάτη» αυτού του μπαλκονιού ακουμπάει στις υπώρειες των κλιτύων ενός μεγάλου βουνού που φράζει μονόμπαντα τον ορίζοντα. Και οι τρεις βρίσκονται περίπου στον ίδιο γεωγραφικό χώρο και δεν είναι άλλες από την Εδεσσα, τη Νάουσα και τη Βέροια.


Στα πόδια τους ο κάμπος της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά δεν χτίστηκαν σ’ αυτόν, γιατί κάποτε ήταν ένα έλος ατέλειωτο, ένας βάλτος, σαν κι αυτόν που περιέγραψε στα «Μυστικά» της η Πηνελόπη Δέλτα. Πίσω, βουνά θεόρατα το Βέρμιο και ο Βόρας, με τις κλιματολογικές συνθήκες τους να μην επιτρέπουν τη μόνιμη κατοίκηση.


Στα δύο άκρα της μακεδονικής αυτής οικιστικής τριλογίας η Βέροια και η Εδεσσα. Στο κέντρο, περίπου, η Νάουσα, μια πόλη κι αυτή «μπαλκόνι που ακουμπά στο βουνό», μοναδική όμως σε όλη την Ελλάδα, όχι μόνο για τη θέα που προσφέρει αλλά για τη φυσιογνωμία και τον πολιτισμό της.


Ενα μέρος τους αποκαλύπτεται απλόχερα στον επισκέπτη μέσα από τους καταρράκτες της Αραπίτσας και τα παλιά αρχοντικά της γύρω περιοχής, μέσα από την τοπική κουζίνα, με το περίφημο τυρί, τον μπάτζιο, και τα ονομαστά κόκκινα κρασιά.


Ενα άλλο παραμένει κλειστό (όχι πεισματικά πάντως!) και απαιτεί γνώσεις για να προσεγγισθεί. Γνώσεις που μόνο μέσα από τη γνωριμία με ανθρώπους της ποιότητας του συγγραφέα και φυσιολάτρη Τάκη Μπάιτση, μια φυσιογνωμία της Νιάουστας (και όχι Νάουσας!), μπορεί κανείς να αποκτήσει. Τότε, ακόμη και η αποκριάτικη εκδήλωση «Μπούλες και Γενίτσαροι» αποκτά άλλο περιεχόμενο. Αφήνουμε τον Τ. Μπάιτση να μας μιλήσει γι’ αυτά:


Η Αποκριά στη Νάουσα χαρακτηρίζεται από τρία βασικά στοιχεία: τον αυθορμητισμό των κατοίκων της, που με τον ενθουσιασμό και τη διάθεση φιλοξενίας που τους διακρίνει δεν χρειάζονται ιδιαίτερη ετοιμασία για τα γλέντια τους· τα σατιρικά καρναβάλια, που με αναπαραστάσεις εθίμων, κοινωνικών, πολιτικών, επιστημονικών και άλλων θεμάτων, είναι κάτι ανεπανάληπτο· και το σπουδαιότερο και βασικότερο στοιχείο: το έθιμο του Γιαννίτσαρου και της Μπούλας, ένα δρώμενο που χάνεται στα βάθη των χιλιετιών, παιδί του Διόνυσου κι αυτό, και φτάνει ως τις μέρες μας ατόφιο, αναλλοίωτο όπως το άφησαν οι προηγούμενες γενιές.


Ο Γιαννίτσαρος, ο περήφανος αυτός φουστανελοφόρος με τα πολλά ασημικά στο στήθος και στη φουστανέλα, τη μακριά πάλα (σπαθί) και το κέρινο «πρόσωπο» που καλύπτει το κεφάλι, είναι ο πρωταγωνιστής. Κύρια φιγούρα στο έθιμο η Μπούλα. Ανδρας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, με φαρδιά φουστάνια και «πρόσωπο», συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του μπουλουκιού. Αναπόσπαστο κομμάτι του δρώμενου τα μικρά παιδιά που μιμούνται τους μεγάλους σε όλες τις κινήσεις. Απαραίτητη στο τέλος της πομπής η μουσική. Ζουρνάς και νταούλι, τα μοναδικά όργανα που καλύπτουν όλη την ιεροτελεστία από το πρωί ως αργά το βράδυ χωρίς σταματημό.


Το μπουλούκι θα το ανταμώσουμε την Κυριακή της Αποκριάς γύρω στις 12 το μεσημέρι στο Δημαρχείο. Εδώ θα ‘ρθει για το «προσκύνημα» και θα πάρει την άδεια να γυρίζει στους δρόμους της πόλης, από τον πρώτο άρχοντα του τόπου, τον δήμαρχο. Οι ντόπιοι θα δακρύζουν και οι ξένοι θα γίνονται ένα με αυτούς όταν ο ζουρνάς θα παίζει το «Ως πότε παλικάρια», τον αθάνατο θούριο του Ρήγα. Θα στηθεί κύκλος μεγάλος και οι λεβέντες νέοι θα χορέψουν πολλούς παραδοσιακούς χορούς ­ Παπαδιά, Νταβέλη, Τσιάμικο και τόσους άλλους. Η Μπούλα με μεγάλο σεβασμό θα σύρει τη Μακρυνίτσα, χορό με τον οποίο οι γυναίκες και τα παιδιά τους προτίμησαν τα αφρισμένα νερά της Αράπιτσας από τα χέρια των Τούρκων τον μαύρο Απρίλιο του 1822.


Θα γυρίσουν με τις πάλες, πατινάδα, όλες τις παλιές γειτονιές στήνοντας χορό σε κάθε Τριώδι (μικρή ή μεγάλη πλατεία). Στ’ Αλώνια το βράδυ θα βγάλουν τους προσωπάδες, θα γίνουν ένα με τον κόσμο που ακολουθεί και θα χορέψουν αντάμα παλιοί και νέοι χορευτές.


Με κάθε χειραψία ο Γιαννίτσαρος πηδά δυο-τρεις φορές λέγοντας «χρόνια πολλά», ενώ η Μπούλα σφίγγει τα χέρια όλων που της δωρίζουν χρήματα (έθιμο του τόπου κι αυτό).


Οι Γιαννίτσαροι και οι Μπούλες θα βγουν στους δρόμους την Κυριακή της Αποκριάς και τη Δευτέρα, την επόμενη Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, καθώς επίσης και την Κυριακή της Ορθοδοξίας στις περιοχές του Σπήλιου και του Παπαράντου.


Πέρα από το έθιμο, τις Απόκριες οι επισκέπτες της πόλης θα έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν έναν όγκο χορευτικό παραδοσιακών συγκροτημάτων. Περνώντας από τις γειτονιές της θα δώσουν το παρών στην κεντρική πλατεία την ώρα της προγραμματισμένης παρέλασης το Λύκειο Ελληνίδων της Νάουσας, ο «Πυρσός», οι «Βλάχοι», η «Εύξεινος Λέσχη» και τόσα άλλα πλαισιωμένα από λαμπρούς νέους της Νάουσας.


Συγχρόνως τα σατιρικά καρναβάλια περιφέρονται στους δρόμους για να καταλήξουν και αυτά στην πλατεία, όπου προσπαθούν να αποδώσουν στους θεατές το θέμα που από μήνες ετοίμαζαν.


Πώς να πάτε: Εθνική οδός Αθηνών – Θεσσαλονίκης και λίγα μόλις δεκάδες χιλιόμετρα μετά την Κατερίνη στρίβουμε αριστερά και κατευθυνόμαστε προς τη Βέροια. Από εκεί η Νάουσα απέχει μόλις 19 χλμ.


Πού να μείνετε: Το καλύτερο ξενοδοχείο βρίσκεται στον Αγιο Νικόλαο, 3 χλμ. βόρεια της πόλης (τηλ. 0332 29311), στο οποίο για να βρείτε δωμάτιο πρέπει να κλείσετε εβδομάδες πριν!


Μην ξεχάσετε να επισκεφθείτε: Το χιονοδρομικό κέντρο των Τριών-Πέντε Πηγαδιών. Το περίφημο Κιόσκι, το πάρκο της πόλης, ένα πραγματικό μπαλκόνι στον κάμπο της Ημαθίας. Δύο χιλιόμετρα από την πόλη, τη σχολή του Αριστοτέλη και στη συνέχεια τους αρχαίους και μοναδικής λαμπρότητας μακεδονικούς τάφους των Λευκαδίων.