Ψαρεύοντας στην κιβωτό της ζωής


Μας ξύπνησε ανυπόμονα στις 6.00 το πρωί. Κατεβήκαμε αλαφιασμένοι. Μια γουλιά ζεστού καφέ και μπόλικα ρούχα ­ όσα βρήκαμε μπροστά μας. Τον συναντήσαμε στην όχθη μπροστά από ένα σωρό κομμένων ξύλων να ετοιμάζει τα δίχτυα με τον γιο του, τον Γερμανό ­ θα ‘ταν δεν θα ‘ταν 15 χρόνων. «Αυτά τα δίχτυα τα λέμε απλωτά. Τα έχετε ξαναδεί;». Μας κοίταξε με δυσπιστία. «Κάνει πολύ κρύο στη λίμνη. Θα το αντέξετε;». Προχωρημένος Νοέμβρης, αλλά πώς να αντισταθείς στην πρόταση του Λάζαρου για ψάρεμα στη Μεγάλη Πρέσπα; Μπαίνουμε στη βάρκα ­ μια πλαστική σε χρώμα γαλάζιο. Αβάφτιστη. «Τη λέμε απλώς «μπλάβα». Οι ξύλινες βάρκες είναι πιο βαριές, πιο σταθερές, αλλά σιγά σιγά εξαφανίζονται. Εδώ στους Ψαράδες το πολύ πολύ να ‘χουν μείνει τρεις-τέσσερις. Ποιος να συντηρήσει το ξύλο;». Τον παρατηρούμε να φοράει τη νιτσεράδα του ­ κατακίτρινη, με μια πιο σκούρα ποδιά και έναν σκούφο πορτοκαλί που τον κατεβάζει χαμηλά, ως τα αφτιά. Αφουγκράζεται τον καιρό. Τη λίμνη φαίνεται πως την ξέρει πια καλά, σαν την παλάμη του χεριού του. «Ο πατέρας μου ήταν κι εκείνος ψαράς, αλλά ο γιος μου θα σπουδάσει» μας λέει. Σκεφτόμαστε την κουβέντα μας το προηγούμενο βράδυ. Η αλιεία στην περιοχή έχει οδηγηθεί σε μαρασμό αλλά οι περισσότερες οικογένειες στους Ψαράδες ζουν ακόμη από το ψάρεμα. Και ας έχει διαταραχθεί η ηρεμία της λίμνης από τους τουρίστες που εισρέουν στα ενοικιαζόμενα δωμάτια της περιοχής καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς.



Ο Λάζαρος βάζει μπρος τη μηχανή. Απομακρυνόμαστε από το χωριό. «Τώρα πια δεν είμαστε περισσότεροι από 150» τον ακούμε να μας λέει. Δύσκολο να ακουμπήσεις τη ζωή σου στην άκρη της Ελλάδας. Παρατηρούμε τις όχθες της λίμνης. Απότομοι βράχοι, μικροσκοπικές παραλίες με βότσαλα λευκά, στρογγυλεμένα. «Βλέπετε τις αγριόπαπιες χαμηλά στον ορίζοντα; Εκεί είναι το Τριεθνές». Τα υγρά σύνορα τριών χωρών: της Ελλάδας, της Αλβανίας, των Σκοπίων. Ασκημένο το μάτι του. Μας δείχνει τους σχηματισμούς των πουλιών μέσα στο γκρίζο. Πώς να τα διακρίνουμε; Απόκοσμη αίσθηση. Ανασύρουμε από τη μνήμη τις πληροφορίες που διαβάσαμε στην ενημερωτική έκδοση του Κέντρου Πληροφόρησης της Πρέσπας. «Περισσότερα από 1.000 ζευγάρια ερωδιοί, χουλιαρομύτες και χαλκόκοτες φώλιαζαν εδώ ως τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οπότε ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά ο ορνιθολογικός παράδεισος των λιμνών». «Παράδεισος οικολογικός η περιοχή, ανακηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός το 1974 ενώ η Μικρή Πρέσπα χαρακτηρίστηκε ως Υγρότοπος Διεθνούς Σημασίας υπό τη Σύμβαση του Ραμσάρ». «Στην περιοχή των Πρεσπών έχουν καταγραφεί 260 είδη πουλιών με εντυπωσιακότερα από αυτά τους πελεκάνους, από τα αρχαιότερα πουλιά στη Γη». «Στις Πρέσπες μπορεί να συναντήσει κανείς και τα δύο είδη πελεκάνων της Ευρώπης, τους αργυροπελεκάνους, το μεγαλύτερο σε μέγεθος, και τους ροδοπελεκάνους». Κυνηγάμε με τον φακό της φωτογραφικής μας μηχανής ένα κοπάδι κορμοράνων. Φέρνουμε στο μυαλό μας τη σκηνή με το γεράκι που επιτίθεται σε έναν τρομαγμένο ερωδιό, έτσι όπως την είδαμε την προηγούμενη ημέρα χαραγμένη από τον άγνωστο καλλιτέχνη του 10ου αιώνα πάνω στην ταφόπλακα του Αγίου Αχιλλείου. Ο Λάζαρος μας δείχνει τις βραχογραφίες στις όχθες της λίμνης. Απροσπέλαστες από την ξηρά, απεικονίζουν και οι δύο τη Θεοτόκο. Τις διακρίνουμε από μακριά, όχι σε μεγάλη απόσταση τη μία από την άλλη. Κάποιες λαξεύσεις στον βράχο μαρτυρούν ότι τα σημεία αυτά ήταν κάποτε ασκηταριά. Στο Βυζάντιο πολλοί μοναχοί έβρισκαν στον μεταφυσικό χαρακτήρα της περιοχής τις συνθήκες απομόνωσης που αναζητούσαν. Ρίχνουμε τα δίχτυα κοντά στο μεγάλο ασκηταριό της Παναγιάς της Ελεούσας, που οι ντόπιοι ονομάζουν «του Αγίου Πέτρου». Το διακρίνουμε στο βάθος της σπηλιάς. «Θα έρθουμε πάλι νωρίς το απόγευμα για να τα μαζέψουμε» μας πληροφορεί ο Λάζαρος και μας βγάζει στην ακρογιαλιά. Ανεβαίνουμε στο ασκηταριό. Κόκκινες γραμμές στην εξωτερική όψη του μιμούνται τους πλίνθους που συνηθίζονταν εκείνη την εποχή στην τοιχοποιία αλλά που ήταν δύσκολο να μεταφερθούν σ’ αυτό το σημείο της λίμνης. Απόλυτη σιωπή μαζί με μια έντονη μυρωδιά υγρασίας. Μπαίνουμε στο εσωτερικό του. Στενόχωρος ο ναός, κατάγραφος από τοιχογραφίες. Οι ντόπιοι λένε πως κάποτε στέγαζε τους περισσότερους μοναχούς. Διακρίνουμε τα κελιά τους γύρω από το ασκηταριό. «Οποτε μπορώ ανάβω ένα κερί. Εχω πάντα μαζί μου τα κλειδιά».


Επιστρέφουμε το απόγευμα. Εχει αρχίσει να σουρουπώνει. Το κρύο είναι ακόμη τσουχτερό. Ο Λάζαρος μας μιλά για τα κέδρα, μια μέθοδο αλιείας η οποία παλιά εφαρμοζόταν μόνο στην περιοχή της Πρέσπας και σήμερα έχει εκλείψει. «Δεν μπορεί, κάπου θα τα είχατε δει. Τα λέγαμε και πελαΐζια. Ηταν σωροί από κλαδιά κέδρων, σαν φωλιές που έμεναν όλο τον χρόνο στη λίμνη και που κάθε χειμώνα τις ανανεώναμε. Ψαρεύαμε τα τσιρόνια έτσι, με το δίχτυ που βάζαμε από κάτω». Τα τσιρόνια, αυτά που το καλοκαίρι γίνονται παστά και που περήφανος ο Λάζαρος μας λέει πως τα στέλνουν στην Εδεσσα και από εκεί στη Γαλλία. Φτάνουμε στο σημείο όπου ρίξαμε τα δίχτυα. Ο Λάζαρος αρχίζει να τα ανεβάζει. Πλατίκες, κεφαλόπουλα, μπράνες, πεταλούδες, λίγα γριβάδια. Κατακίτρινα με χοντρά λέπια. «Είναι τα νοστιμότερα και τα ακριβότερα. Το μεγαλύτερο που έχω πιάσει έφτανε τα 16 κιλά!». Ξεψαρίζει τα δίχτυα τη στιγμή που τα ανεβάζει. Απίστευτη ταχύτητα. Στα δίχτυα πιασμένα δυο πουλιά. Θλιβερό θέαμα. «Είναι βουτηχτάδες. Τα λέμε έτσι γιατί βουτούν κάτω από το νερό και πιάνονται στα δίχτυα. Είναι νόστιμα όμως. Παλιότερα τα τρώγαμε, αλλά δεν τα δίναμε ποτέ στους ξένους».


Στην επιστροφή μάς μιλά για το πεζόβολο. «Είναι μια μέθοδος παλιά, μια κατασκευή σαν ομπρέλα που την κατεβάζουμε στα 55 μέτρα και «κλείνει» μέσα της ό,τι συναντά μπροστά της. Τη χρησιμοποιούμε μόνο τον χειμώνα». Η ψαριά είναι καλή. Η επόμενη ώρα μάς βρίσκει στη «Συντροφιά», την ταβέρνα του Λάζαρου, με τον ίδιο να μας σερβίρει γριβάδι ψητό στα κάρβουνα και ιστορίες πολυκαιρισμένες για θρύλους της περιοχής και δύσκολους χειμώνες…


Πώς θα πάτε: Οι Ψαράδες απέχουν περίπου 45 χιλιόμετρα από τη Φλώρινα και 50 από την Καστοριά.


Πού θα μείνετε: Στο ξενοδοχείο Ψαράδες (0385 46015), στα ενοικιαζόμενα δωμάτια του Λάζαρου Χριστιανόπουλου (0385 46107).


Τι θα δοκιμάσετε: Γριβάδι ψητό, τσιρόνι παστό και βέβαια τα φασόλια. Η εντατική καλλιέργειά τους ξεκίνησε πριν από δέκα περίπου χρόνια και σήμερα τα φασόλια των Πρεσπών, τύπου «γίγαντα» αλλά και «πλακέ», θεωρούνται από τα καλύτερα στον κόσμο.


Τα «αξιοθέατα» του χωριού: Τα τελευταία άτομα της εντόπιας φυλής αγελάδων που θα δείτε να κυκλοφορούν ελεύθερα στον δρόμο. Τα σπίτια από πέτρα και ξύλο του παραδοσιακού οικισμού. Ενδιαφέροντα δείγματα βορειοελλαδίτικης αρχιτεκτονικής, αν και πολλά από αυτά είναι σήμερα μισοερειπωμένα. Οι γυναίκες με τις παραδοσιακές φορεσιές που θα συναντήσετε τις Κυριακές. Θα τις ακούσετε να μιλούν τη βλάχικη.