Τα κατάρτια ήταν μεγάλος παιδεμός. Ωσπου ο Νίκος Ρηγινός ανακάλυψε έναν υλοτόμο από τη Μυτιλήνη, και λύθηκε το ζήτημα: Γενάρη μήνα, με γεμάτο το φεγγάρι ­ «για να έχει τους χυμούς του το ξύλο» ­ υλοτόμησαν δύο ολόισια κυπαρίσσια, δωδεκάμισι και δεκατριάμισι μέτρων. Τα ξύλα ταξίδεψαν από τη Μυτιλήνη στη Γλυφάδα, έμειναν τρεις μήνες ημιβυθισμένα στη θάλασσα, κάθε εβδομάδα γυρίζονταν «τούμπα» για να γίνει ομοιόμορφα το «βάπτισμα» και αφού στέγνωσαν καλά, ένα λεπτό στρώμα από λινέλαιο τους έδωσε το φινίρισμα.


Είναι αυτά τα δύο κυπαρίσσια – μετανάστες από τη Μυτιλήνη που ταξιδεύουν ακλόνητα τη «Φανερωμένη» του Νίκου Ρηγινού στα νερά του Αιγαίου. Επάνω τους είναι σφιχτά δεμένα τα πανιά – μετανάστες κι αυτά, και μάλιστα από άλλες θάλασσες, τόπους βόρειους, ανέμους διαφορετικούς. Τα πανιά, φτιαγμένα από κερωμένο καραβόπανο σε ένα σκωτσέζικο εργοστάσιο, έγιναν ειδική παραγγελία για να ντύσουν όπως αρμόζει το παραδοσιακό «πέραμα». Το ύφασμα ταξίδεψε από το μοναδικό εργοστάσιο στον κόσμο που υφαίνει πανιά μόνο για ιστία, στην Ελλάδα, όπου το παρέλαβαν χέρια παραδοσιακού τεχνίτη, για τα περαιτέρω. Ο Ηλίας Βελούδης στο Πέραμα έραψε τα τέσσερα πανιά με τη γνώση του εμπειρικού τεχνίτη.


Δώδεκα χρόνια έψαχνε να βρει το σκαρί των ονείρων του ο Νίκος Ρηγινός. Ωσπου άκουσε για την ύπαρξη της «Φανερωμένης», ένα καΐκι τύπου «πέραμα», από αυτά που δεν κατασκευάζονται πια, και έτρεξε αμέσως στον Πόρο. «Ο τελευταίος του ιδιοκτήτης το είχε προορισμένο για γκρουπάδικο, δηλαδή για οργανωμένες βόλτες τουριστικού χαρακτήρα. Ολα τα προηγούμενα χρόνια ήταν φορτηγό, δηλαδή χρησίμευε για μεταφορά εμπορευμάτων, κυρίως φρούτων και ζαρζαβατικών σε διάφορα νησιά».



Η «Φανερωμένη» ναυπηγήθηκε γύρω στο 1945 στη Σκιάθο, από τον ονομαστό καραβομαραγκό της εποχής εκείνης Γιώργο Μυτιληναίο. Εκτοτε άλλαξε οκτώ χέρια. Ο σημερινός της ιδιοκτήτης ήθελε να βρει ένα παλιό σκάφος, να το διατηρήσει και, βέβαια, να ξεδιψάσει το μεράκι του. Γι’ αυτόν ήταν περίπου αυτονόητο να βρει και να συναντήσει τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, και βέβαια τον καραβομαραγκό που το κατασκεύασε. Και το έκανε!


Ο καραβομαραγκός Μυτιληναίος δεν βρίσκεται στη ζωή, «γνώρισα όμως τις αδελφές και τον παραγιό του, των οποίων η συγκίνηση ήταν πολύ μεγάλη», θυμάται σήμερα ο Ρηγινός. Ο Φανούρης, καϊκέρης στον Αϊ-Γιάννη του Πηλίου, ήταν ο πρώτος ιδιοκτήτης της «Φανερωμένης» και αυτός που το παρήγγειλε. «Δυστυχώς, δεν πρόλαβα να τον συναντήσω». Επειτα από τα χέρια του Φανούρη η «Φανερωμένη» ταξίδεψε στην Κάλυμνο. Στο τιμόνι της ο Βασίλης Βάλας. «Οταν πήγα στο νησί, έγινε μεγάλη φασαρία στο λιμάνι. Οι άνθρωποί του στην αρχή δεν τον άφηναν να έρθει να με δει για να μη δακρύσει. Πήγα στο σπίτι του και ο άνθρωπος ξεκρέμασε από τον τοίχο του σαλονιού του ένα κάδρο με τη «Φανερωμένη» και μου το χάρισε».


Ο Μανώλης Πουριέτζης πήρε στη συνέχεια το καΐκι στους Φούρνους της Ικαρίας. Εκεί το καϊκι παρέμεινε εκτελώντας τις ίδιες πάντα μεταφορές, περνώντας μετά στην ιδιοκτησία του Γιάννη Κόνδυλα και αργότερα του κ. Φλυτζάνη. Για να καταλήξει, χρόνια αργότερα, στα χέρια του Γιάννη Κακούρη, στον Πόρο, με προορισμό να γίνει «γκρουπάδικο» ως «Yiannis Κ». «Ο Πουριέτζης ήρθε να με βρει όταν έδεσα στους Φούρνους με τα εγγονάκια του. «Μα, Νίκο μου, είσαι σίγουρος πως είναι η «Φανερωμένη»;». Το παλιό φορτηγό για τα ζαρζαβατικά αποκατεστημένο στην αρχική του μορφή, με τη βοήθεια του καραβομαραγκού Πάχου Παπαστεφάνου, τα έπιπλα από sippo-merandi, τους νταμπλάδες φτιαγμένους με τον παραδοσιακό τρόπο, βαμμένους στο λουλακί των τρούλων των εκκλησιών, την εξακύλινδρη αργόστροφη ντιζελομηχανή του, σκωτσέζικη «βαρέος τύπου», ανακατασκευασμένη από τους μηχανικούς Μπεκατώρους, να αστράφτει στον ήλιο με τα σκωτσέζικα πανιά του, αρματωμένο από τα χέρια τα χρυσά του Νότη Μπίλλια, ο οποίος στα 85 του βοήθησε στην αρματωσιά του σκάφους ­ ήταν ο τελευταίος εν ζωή αρμαδόρος, που δεν υπάρχει πια. Πώς να αναγνωρίσει σε αυτό το σκαρί εκείνο το ταλαιπωρημένο πέραμα της νεότητάς του;





Η θέα της Αγια-Σοφιάς από τον Βόσπορο σου κόβει την ανάσα. Και η είσοδος στο Αϊβαλί είναι εικόνα που δεν ξεχνιέται. Τα νερά της Μαύρης Θάλασσας είναι μονίμως θυμωμένα και ο ουρανός συχνότατα έχει το χρώμα της βαριάς γκριζάδας. Κατά μήκος των ακτών του Πόντου χωριουδάκια και λιμάνια κρύβουν ίχνη του Ελληνισμού και μαρτυρούν την εγκατάλειψη. Φτωχά ψαροχώρια ή γυαλιστερά θέρετρα ζουν σε ρυθμούς ανατολίτικους που το μαζικό τουριστικό κύμα δεν έχει ανακαλύψει ακόμη.


Ο Νίκος Ρηγινός ­ ένας άνθρωπος που έχει την πολυτέλεια να βιώνει το όνειρό του αφού ζει ταξιδεύοντας σχεδόν τον μισό χρόνο στη θάλασσα­, με τη «Φανερωμένη», ένα μοναδικά αποκατεστημένο στην αρχική του μορφή καΐκι τύπου «πέραμα», έζησε την εμπειρία ενός ταξιδιού σπάνιου. Αλλοτε με φίλους και πάντα με τον πιστό και αγαπημένο του σκύλο Αργο ­ που «μπάρκαρε» πριν από δεκαέξι χρόνια και έκτοτε έχει γίνει σωστός θαλασσόλυκος ­, ταξίδεψε στα παράλια της Μικράς Ασίας, στην Τροία, στην Ιμβρο και στην Τένεδο, στη Χάλκη, στον Βόσπορο και στη Μαύρη Θάλασσα εκπληρώνοντας ένα όνειρο ετών. Ενα ταξίδι περιπετειώδες και συναρπαστικό, όπως ταιριάζει στις θαλασσινές εξορμήσεις. Οι σημειώσεις του, ως άλλο Ημερολόγιο Καταστρώματος, αρμενίζουν σήμερα ως λέξεις στα «Ταξίδια» του «Βήματος».


Το «ημερολόγιο καταστρώματος» μιας συναρπαστικής θαλασσινής εξόρμησης


* 22 Μαΐου. Γλυφάδα, 4η μαρίνα, ώρα 12.20. Η «Φανερωμένη» αναχωρεί με προορισμό το Κάστρο της Ανδρου. Ο καιρός πολύ καλός. Την επομένη το πρωί αναχώρηση από Ανδρο και άφιξη το μεσημέρι στα Ψαρά. Στο λιμάνι μαζεύεται κόσμος. Ολοι άντρες. Ακούγεται η εξής στιχομυθία: «Αυτό είναι». «Οχι, δεν είναι». «Αυτό είναι σου λέω». Οι μισοί λένε το πρώτο, οι υπόλοιποι το δεύτερο. Στο τέλος ρωτάνε τον Ρηγινό: «Συγγνώμη, αυτή είναι η «Φανερωμένη»;». «Ναι, αυτή είναι η «Φανερωμένη»». «Μα είσαι σίγουρος;». «Ασφαλώς και είμαι σίγουρος». «Η «Φανερωμένη» του Φανούρη;». «Ναι, η «Φανερωμένη» του Φανούρη». Η «Φανερωμένη» του Φανούρη ήταν το καΐκι που τροφοδοτούσε το νησί τους επί μία δεκαετία με τρόφιμα και εφόδια! Την επομένη σηκώνεται Νοτιάς. Φοβερή θαλασσοταραχή, απαγόρευση απόπλου. 24, 25 και 26 Μαΐου το καΐκι παραμένει στα Ψαρά.


* 27 Μαΐου, αναχώρηση ώρα 12.15 το μεσημέρι. Αφιξη στο Πλωμάρι ώρα 18.20. Καιρός πολύ καλός. Παραμονή δυο-τριών ημερών για ανεφοδιασμό. Η «Φανερωμένη» έχει δυνατότητα για αποθήκευση 1.400 λίτρων νερού και υπάρχει μια ρεζέρβα 200 λίτρων για έκτακτη ανάγκη. «Μόνος μου ποτέ δεν κατάφερα να ξοδέψω τόσο νερό. Με τους επισκέπτες όμως…».


* 30 Μαΐου, αναχώρηση ώρα 10.50. Αφιξη 13.30 στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Επιβιβάζεται ο αδελφός του καπετάνιου, ο Βασίλης, που ζει μόνιμα στην Ουάσιγκτον.


* 1η Ιουνίου, ώρα 11.10 αναχώρηση από Μυτιλήνη. Ωρα 13.25 άφιξη στο Αϊβαλί. Οι διατυπώσεις στην Τουρκία εύκολες. Η μαρίνα, υπόδειγμα οργάνωσης μικρής μαρίνας. Για 10.000 δραχμές έρχεται άνθρωπος και αναλαμβάνει τα πάντα: διατυπώσεις, ανεφοδιασμούς. Το Αϊβαλί μια μικρή κωμόπολη, πολύ συμπαθητικό. Δύσκολο να το περιγράψει κάποιος. Ο Φώτης Κόντογλου χρειάζεται σχεδόν ένα βιβλίο για να μιλήσει: «Ηταν στ’ αλήθεια σαν ένας κόσμος κρυφός, περικλεισμένος μέσα σ’ ένα μπουγάζι, και απόξω λες και το φυλάγανε πλήθος νησόπουλα, ρημονήσια τα περισσότερα. Αυτά τα λέγανε στ’ αρχαία Εκατόνησα, δηλαδή νησιά του Εκάτου, που θα πει «τ’ Απόλλωνα». Ισως λέγονταν και νησιά της Εκάτης, δηλαδή του φεγγαριού. Ο τόπος είναι σα χερσόνησος, σαν δρεπάνι που βγαίνει έξω από τη στεριά της Ανατολής και στρίβει κατά τον Βοριά».


Το Αϊβαλί, οι Κυδωνιές παλιά, έχει μια προκυμαία με τις γνωστές βόλτες και υπολείμματα Ελληνισμού. Οπως ο χάρτης του 1800 με ελληνικά γράμματα που απεικονίζει όλο τον νομό, Μυτιλήνης συμπεριλαμβανομένης, ο οποίος κοσμεί τουριστικό γραφείο του Αϊβαλί (στα τουρκικά σημαίνει κυδωνιές).


* 2 Ιουνίου, ώρα 6.55 αναχώρηση. 14.30 άφιξη στην Τενέδο. Bozcaada στα τουρκικά. Με το που δένει η «Φανερωμένη», εμφανίζεται ένας νεαρός, περίπου 30 χρόνων. Εχει δει την ελληνική σημαία και υποδέχεται το σκάφος. Είναι Ελληνας, τον λένε Παναγιώτη, είναι τούρκος πολίτης, έχει υπηρετήσει και στον τουρκικό στρατό. Στο νησί οι περισσότεροι ασχολούνται με τα αγροτικά, αλλά ο Παναγιώτης κάνει μαθήματα καταδύσεων και ξεναγήσεις σε τουρίστες. Ο τουρισμός γενικά δεν είναι ανεπτυγμένος στο νησί, το οποίο μέχρι πρότινος ήταν στρατιωτικοποιημένο και απαγορευμένο στους επισκέπτες. Στην κατάφυτη από αμπέλια Τένεδο υπάρχει ένας οικισμός στον οποίο πλέον ζουν καμιά τριανταριά Ελληνες. Τα σπίτια ερειπωμένα, παρ’ όλα αυτά ακόμη διακρίνονται τα σημάδια της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής στα παλιά, πέτρινα αρχοντικά, όπου κάποτε ζούσαν ελληνικές οικογένειες. Μεταξύ αυτών, ένα ελληνικό σχολείο που τώρα λειτουργεί ως ξενοδοχείο. «Μας το δείξανε υπερήφανοι.


* 3 Ιουνίου, αναχώρηση ώρα 6.10. Καιρός καλός. Ωρα 10.55 άφιξη στα Δαρδανέλλια, Τσανάκαλε στα τουρκικά. Το δυνατό ρεύμα στην είσοδο ανακόπτει την ταχύτητα από τα οκτώ στα έξι μίλια. Η κίνηση τρομερή. «Πρώτη φορά είδα τόσα πολλά πλεούμενα σε τόσο κοντινή απόσταση. Ορισμένες φορές έφτανα και τα 300 μέτρα». Στο λιμάνι ο Αλί, είναι ο άνθρωπος που κανονίζει τα πάντα. Από το κιβώτιο με ουζάκι Πλωμαρίου ανασύρεται το πρώτο μπουκαλάκι για μπαχτσίς. Μαζεύεται κόσμος για να δει «το ελληνικό καΐκι».


Βόλτα στην Τροία. Απέχει 30 χιλιόμετρα από το Τσανάκαλε. «Η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη. Τόσα έχεις ακούσει, τόσα έχεις διαβάσει, όταν βρίσκεσαι εκεί είναι όλα διαφορετικά».


Την άλλη ημέρα πέρασμα στην ευρωπαϊκή πλευρά με το φέρι και επίσκεψη στον Τύμβο της Καλλίπολης, γνωστής για την πολύνεκρη μάχη με την οποία θεωρείται ότι καθιερώθηκε ο Κεμάλ. Χιλιάδες ονόματα νεκρών Αγγλων, Γάλλων και Τούρκων παντού. Εντύπωση κάνει μια ταμπέλα υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον Κεμάλ, αφιερωμένη στη μάνα του πεσόντα: «Μητέρα του ξένου παιδιού, μη λυπάσαι. Το παιδί σου έπεσε σε φιλική γη και το αντιμετωπίζουμε σαν φίλο».


* 4 Ιουνίου. Αναχώρηση από Τσανάκαλε ώρα 14.20. Αφιξη 19.55 στο Κεμέρ.


Ενα πολύ μικρό χωριό, σχεδόν πρωτόγονο, με παιδιά να παίζουν στους χωματόδρομους. Οι κάτοικοι φιλικοί επιμένουν να κεράσουν στο καφενείο.


* 5 Ιουνίου, ώρα 7.15 αναχώρηση. Αφιξη στις 12.15 στην Αφθόνη, λιμανάκι στο νησί του Μαρμαρά, από όπου πήρε και το όνομά της η Θάλασσα του Μαρμαρά. Αιτία για όλα αυτά η ύπαρξη λατομείων μαρμάρου από την περιοχή Παλάτια, που έχει δυο-τρία χωριά. Ιχνη ελληνικά, μιας εκκλησίας εγκαταλειμμένης με σφραγισμένα παράθυρα.


* 6 Ιουνίου, αναχώρηση 6.10. Ωρα 14.30 άφιξη στο Τσαμ Λιμάνι (τσαμ θα πει πεύκο στα τουρκικά) της Χάλκης. Η ελληνική σημαία – μαγνήτης φέρνει τον πατέρα και γιο Ανανιάδη που ζουν εκεί. Δείχνουν τον δρόμο για την περίφημη Θεολογική Σχολή. «Πηγαίνουμε και παρακολουθούμε τη λειτουργία. Το Ευαγγέλιο διαβάζει ένας παπάς ιρλανδικής καταγωγής, ορθόδοξος, που ήρθε από το Αγιον Ορος». Η Σχολή μοιάζει με αγγλικό περιποιημένο κολέγιο στην εξοχή. Είναι χτισμένη σε ύψωμα και δεσπόζει σε όλο το νησί. Τα αυτοκίνητα απαγορεύονται και η κίνηση γίνεται παντού με μόνιππα. Ο τόπος είναι γραφικός, γεμάτος πεύκα και πράσινο, ωραίες παραλίες αλλά «όχι και τόσο διαυγή νερά».


Ακριβώς απέναντι, ένα άλλο νησί, η Πρίγκηπος. Πολύ εντυπωσιακό και ωραίο νησί, θέρετρο πανάκριβο, χτισμένο με εντυπωσιακές επαύλεις, μοντέρνο και αίγλη παλιού καιρού ταυτόχρονα. Στους κήπους γκαζόν, στους δρόμους μόνο μόνιππα, κάτι σαν Υδρα δηλαδή, με σπίτια μεγέθους Εκάλης. Τραπεζάκια και ταβερνάκια προσφέρουν ιδιαίτερα προσεγμένο φαγητό. Η Χάλκη σε σύγκριση μοιάζει με φτωχό συγγενή. Αέρας Κυανής Ακτής, σερβιτόροι με στολές και κοινό η αφρόκρεμα της τουρκικής κοινωνίας, με επισκέπτες από την Ευρώπη.


* Κωνσταντινούπολη, άφιξη στις 18.30 στη μαρίνα της Κωνσταντινούπολης. Η Πόλη έχει δύο μαρίνες. Την Ατάκου και την Καλαμίς. Η πρώτη είναι η «καλή τους». Από τις καλύτερα οργανωμένες μαρίνες στον κόσμο. Μέσω ασυρμάτου σου κρατάνε θέση καθώς πλησιάζεις, ένα φουσκωτό με ανθρώπους που εργάζονται εκεί και φοράνε στολές φτάνει κοντά σου και σε οδηγεί στην εν λόγω θέση, σε βοηθάνε να δέσεις, σου δίνουν ρεύμα, τηλέφωνο, ως και τηλεόραση. «Γενικά είσαι ήσυχος. Δεν παρακαλάς να δέσεις τρίτη-τέταρτη ντάντα, πίσω από ενοικιαζόμενα και πάλι με το άγχος αν θα βρεις θέση».


Η θέα της Αγια-Σοφιάς από τον Βόσπορο κόβει την ανάσα. «Είναι η κορύφωση της συγκίνησης που μας έχει ήδη καταλάβει από την Τροία. Είναι η στιγμή που αισθάνεσαι ότι δικαιώνεται όλο το ταξίδι». Από τον Βόσπορο, ως την πρώτη γέφυρα που ενώνει ασιατική και ευρωπαϊκή ήπειρο, η εικόνα είναι σπαρμένη με πανέμορφα παλάτια και αρχοντικά. Προτού μπει η «Φανερωμένη» στη μαρίνα της Κωνσταντινούπολης, έξω από τον Βόσπορο, μια μεγάλη περιπέτεια αρχίζει: ο καιρός χαλάει απότομα. Είναι πέντε το απόγευμα αλλά ο ουρανός έχει μαυρίσει. Η μέρα γίνεται νύχτα. Βρέχει καταρρακτωδώς, πέφτει ομίχλη, η ορατότητα είναι στα 10 μέτρα. Ο αέρας πολύ δυνατός, και «το χειρότερο, αισθάνεσαι πως είσαι τριγυρισμένος από πλεούμενα διαφόρων διαστάσεων». Φέρι-μπόουτ, βάρκες, βαρκάκια, τουριστικά, ακόμη και πολεμικά διασχίζουν τον Βόσπορο. «Είναι η δεύτερη φορά που αισθάνθηκα φόβο μες στη θάλασσα. Η οθόνη του ραντάρ, κατάμαυρη, μεγάλο μπουρίνι. Λέω του αδελφού μου να κατέβει κάτω, κρατάω το τιμόνι, συνέχεια προχωρώντας αργά με νεκρό και λίγο μπρος». Η περιπέτεια κράτησε δύο περίπου ώρες. «Ενώ ήμασταν πολύ κοντά στην Ατάκου, μισή ώρα από εκεί, δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε». Καμία ορατότητα, σαν το παγόβουνο του «Τιτανικού». Σιγά σιγά ο καιρός άρχιζε να καθαρίζει. Την επομένη, τουριστικός περίπατος σε Αγια-Σοφιά και Τοπ Καπί.


Δεύτερη μέρα στην Πόλη. Ξαφνικά μια μεγάλη κινητικότητα σημειώνεται το απόγευμα στη μαρίνα. Λιμουζίνες, αυτοκίνητα, βαβούρα. Κάποιοι λένε ότι έρχεται ο Πατριάρχης. Σε λίγο ένα ωραιότατο μότορ-γιοτ «δένει δίπλα μας». Βγαίνει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, «τον χαιρετάμε, μας χαιρετάει, ρωτάει για το καΐκι». «Μας καλεί μεθαύριο Πέμπτη στις 11 Ιουνίου, για την ονομαστική του εορτή. Φτάνω στο Πατριαρχείο με το μοτοσακό μου. Παρακολουθώ τη λειτουργία που γίνεται με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Θα βρεθώ ξανά στο Πατριαρχείο το Σάββατο, γι’ άλλη μια μεγαλοπρεπή δοξολογία επί τη αφίξει του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου».


* 14 Ιουνίου, ώρα 10.50 αναχώρηση από την Κωνσταντινούπολη. Στο σκάφος επιβαίνουν εκτός από τον καπετάνιο και τον Αργο, ο Κώστας Δαμιανίδης και ζευγάρι τούρκων φίλων. Ο Χουσεΐν Τζομπάν, που έχει ένα ναυπηγείο ξύλινων σκαφών στη Μαύρη Θάλασσα, και η σύζυγός του Νουρχάν, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πόλης.


Πέρασμα από τον Βόσπορο και ξενάγηση ακτή ακτή μνημείων και τοποθεσιών από την κυρία Τζομπάν. Κατά την έξοδο από τον Βόσπορο προς τη Μαύρη Θάλασσα, η εικόνα αλλάζει από ημέρα σε νύχτα. Η μαγεία και το ήρεμο σκηνικό με τις τέντες και τα τουριστικά θέρετρα δίνουν τη θέση τους σε σκοτεινιά, μεγάλο κύμα και βροχή. Η ορατότης πέφτει άλλη μία φορά, καμία ακτή δεν είναι ορατή, το ζεύγος των Τούρκων βρίσκεται κάτω στο κατάστρωμα, ο Αργος φοβισμένος χώνεται σε μια καμπίνα. Ο Κώστας Δαμιανίδης διατηρεί την ψυχραιμία του αλλά οι συνθήκες χειροτερεύουν. Αλλάζουμε πορεία. Αφιξη 17.15 στο Σίλε (η αρχαία Χιλή).


* 15 Ιουνίου, αναχώρηση 15.35 από Σίλε, μια επαρχιακή λουτρόπολη. Ο καιρός πολύ κακός. Βγαίνοντας από το λιμάνι, εμφανίζεται ένα τουρκικό πολεμικό που έρχεται κατευθείαν επάνω μας! Φτάνοντας δίπλα μιλάνε με τον Χουσεΐν στο VHF και εξηγούν πως απαγορεύεται να συνεχίσουμε ανατολικά, γιατί πιο κάτω γίνονται ασκήσεις με βομβαρδισμούς. Συγχρόνως εμφανίζεται ένα αεροπλάνο και ακούγονται εκρήξεις. Αναγκαστικά επιστροφή στο Σίλε. Μαθαίνουμε ότι η άσκηση λήγει στις πέντε το απόγευμα. Τελική αναχώρηση στις 5.15, άφιξη στις 21.00 στο μικρό, ακατοίκητο νησί Κεφκέν. Οι φαροφύλακες μας καλούν να πάμε στον Φάρο για κέρασμα. Η Νουρχάν επιδίδεται σε μαγείρεμα μακαρονάδας ­ «όχι ιδιαίτερα πετυχημένης» ­ δημιουργώντας τρομερό τζερτζελέ στο σκάφος. Ο καπετάνιος πλένει τα πιάτα. Υπνος στις δύο το πρωί.


* 16 Ιουνίου, αναχώρηση την επομένη ώρα 6.15 το πρωί. 16 Ιουνίου άφιξη 13.40 στην Ηράκλεια του Πόντου, το Ερεγλί. Μια βιομηχανική πόλη, με ανεπτυγμένη τη χαλυβουργία και ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό παλιό κομμάτι με ωραίες γειτονιές. Φαγητό σε κλασικό εστιατόριο με κεμπάπ. Κατά τη βραδινή έξοδο, συνάντηση με νεαρό από τον Πόντο, ελληνικής καταγωγής, «τον οποίο με δυσκολία καταλαβαίναμε. Ηρθε μόνος του στο σκάφος και μιλούσε μια ιδιόμορφη ποντιακή διάλεκτο με βαριά προφορά, κάνοντας χρήση αρχαίων λέξεων. Οταν τον ρωτήσαμε ποιο είναι το θρήσκευμά του, μάθαμε ότι είναι μουσουλμάνος, αλλά κάθε φορά που πηγαίνει στην Πόλη προσκυνά στο Πατριαρχείο και ανάβει κερί σε όλες τις εκκλησίες».


Στην Ηράκλεια υπάρχει μια σπηλιά, η οποία μυθικά αποτελούσε την είσοδο στον Αδη. Από εκεί κατέβηκε ο Ηρακλής για να πιάσει τον Κέρβερο κι έτσι η πόλη φέρει το όνομά του.


* 17 Ιουνίου, ώρα 5.40 αναχώρηση για την Αμάστριδα (Αμάσρα τουρκιστί). Αφιξη στις 13.30. Παραμονή δύο ημερών. Θερμή υποδοχή από τους ντόπιους. Λογικό, εκεί είναι το ναυπηγείο του Χουσεΐν Τζομπάν. Κεράσματα και φίλοι παντού. Την άλλη μέρα με το αυτοκίνητο περιήγηση στην ενδοχώρα. Στη Σαφράμπολη διατηρείται ατόφια η παλιά γειτονιά, με αρχοντικά σπίτια διακοσμημένα με ωραία τοξωτά στοιχεία, όπως τα σπίτια στη Μακεδονία και στη Θράκη. Η διαδρομή, μέσα από οργιώδη βλάστηση, είναι ωραία.


* 19 Ιουνίου, αποχαιρετάμε το ζεύγος Τζομπάν και αναχωρούμε στις 6.00. Αφιξη στις 11.15 στο Ζονγκουλντάκ, μια βιομηχανική πόλη, μεγάλη και άσχημη σαν την Πάτρα.


* 20 Ιουνίου, 5.30 αναχώρηση. Αφιξη στο Κεφκέν Λιμάνι. «Μας είχαν προειδοποιήσει να μην πάμε εκεί, γιατί εδρεύει το στρατόπεδο των Γκρίζων Λύκων και αν δουν ελληνική σημαία, θα έχουμε πρόβλημα. Οχι, Γκρίζοι Λύκοι δεν εμφανίστηκαν, αλλά βρεθήκαμε σε ένα συμπαθητικό και γραφικό ψαροχώρι. Δέσαμε έβδομη ντάνα, πίσω από πολύ μεγάλα ψαράδικα, μας βοήθησαν να δέσουμε, κεράσαμε ούζο Μυτιλήνης, και μαζεύτηκε ένα λεφούσι πιτσιρίκια στο καΐκι που κάποια στιγμή έγιναν κουραστικά γιατί δεν έφευγαν με τίποτε».


* 21 Ιουνίου, ώρα 4.15 αναχώρηση. Ωρα 8.20 άφιξη πίσω στο Σίλε. Τα στρατιωτικά γυμνάσια άρχιζαν καθημερινά στις οκτώ και τέλειωναν στις πέντε το απόγευμα». Συναντήσαμε ξανά κακοκαιρία, αλλά έτσι είναι η Μαύρη Θάλασσα. Οταν δεν έχει πολύ μεγάλο κύμα, έχει απλώς… μεγάλο κύμα. Τίποτε λιγότερο. Γι’ αυτό γενικά το ταξίδι ήταν πολύ κουραστικό».


* 22 Ιουνίου, ώρα 6.15 αναχώρηση από το Σίλε. Αφιξη 10.05 στα Θεραπιά του Βοσπόρου (Νταράμπια). Πολλοί Ελληνες μαζεύτηκαν στο λιμάνι για το καλωσόρισμα. Ο ιδιοκτήτης μιας από τις γνωστότερες ψαροταβέρνες της Πόλης, του «Γκαράζ», ­ κάτι σαν το «Καστελλόριζο» ας πούμε ­ είναι Ελληνας και φιλόξενος. Επίσκεψη στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας.


* 23 Ιουνίου, αναχώρηση ώρα 12.50, άφιξη 15.40 στο Τσαμ Λιμάνι της Χάλκης.


Με τα πόδια ο Νίκος Ρηγινός ανεβαίνει ως τη Σχολή, με προοπτική να παρακολουθήσει τον Εσπερινό. Στη Σχολή συναντάει δύο μοναχούς από τη Μονή Αγίου Διονυσίου του Αγίου Ορους. «Είμαι ο μοναδικός πιστός. Το συναίσθημα περίεργο, η ατμόσφαιρα κατανυκτική. Με καλεί ο ηγούμενος, μητροπολίτης Απόστολος, για το δείπνο. Ο χώρος είναι εκπληκτικός, αλλά άδειος, σαν εγκαταλειμμένος από ψυχές. Η τραπεζαρία επιβλητική, λιτή και σοβαρή. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι για 20 ανθρώπους, εμείς οι τέσσερις στην άκρη. Το φαγητό νηστίσιμο. Μελιτζάνες, κολοκύθια βρασμένα, κάπως άνοστα, με ψωμί και κρασί. Για να με περιποιηθούν μου έκαναν δύο αυγά μάτια». Το δείπνο κράτησε σχεδόν δύο ώρες και η συζήτηση ήταν φιλοσοφικο-θρησκευτικού περιεχομένου. «Διακριτικοί άνθρωποι, μου έδειξαν με τον τρόπο τους, χωρίς να χρησιμοποιήσουν λέξεις, μια πικρία για την εγκατάλειψη της Χάλκης.. Εντυπωσιακή η βιβλιοθήκη της ονομαστής Σχολής, που σταμάτησε να λειτουργεί τη δεκαετία του ’70 και έκτοτε γίνονται προσπάθειες διά της διπλωματικής οδού για το άνοιγμά της. Βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου και οι τίτλοι ­ μεταξύ αυτών και σπάνια χειρόγραφα ­ είναι καταχωρισμένοι σε ηλεκτρονικό υπολογιστή.


* 27 Ιουνίου, ώρα 5.30 αναχώρηση από Χάλκη. Αφιξη στις 14.45 στο Χαράκι, της Κυζικικής χερσονήσου, εκεί όπου ήταν η Αρτάκη, μία από τις γνωστότερες ελληνικές πόλεις των αρχών του αιώνα. Ενα μικρό πρωτόγονο ψαροχώρι. Βόλτα το βράδυ στο Ερντέκ (η παλιά Αρτάκη), μια συμπαθητική κωμόπολη, με παρέα Εγγλέζους που ταξιδεύουν επίσης με σκάφος στην περιοχή. «Ψάχνω να βρω το Μοναστήρι της Φανερωμένης. Οταν κάηκε από πυρκαϊά, η εικόνα μεταφέρθηκε και έκτοτε φυλάσσεται στο αριστερό κλίτος του Αγίου Γεωργίου, στο Πατριαρχείο».


* 28 Ιουνίου, αναχώρηση 13.50 από Χαράκι. Οι Εγγλέζοι συνεχίζουν για Πόλη. Ωρα 14.35 άφιξη στη νήσο Αλώνι, στο Πασά Λιμάν. Ξανά φιλόξενοι άνθρωποι και κεράσματα. Γνωριμία με ένα 15χρονο που μιλώντας αγγλικά είπε το εξής: «Χάρηκα πολύ που σας γνώρισα, γιατί είστε ο πρώτος Ελληνας που συναντάω και ως τώρα νόμιζα πως οι Ελληνες είναι κακοί άνθρωποι!».


* 29, 30 Ιουνίου ταξίδι από Αλώνι, σε Τσανάκαλε μέσω Καλλίπολης, Γκελί Μπολού. Αφιξη ώρα 9 το πρωί. Ο Αλί πάντα στη θέση του, επιφυλάσσει θερμή υποδοχή. «Στον μόλο κάποιος μου γνέφει. Είναι ένας Σουηδός που είχα γνωρίσει πριν από τρία χρόνια στη Λήμνο και τον είχα βοηθήσει με την άγκυρά του. Αφιξη των φίλων μου Γιώργου Βερνίκου και Παναγιώτη Κανελλάκη».


* 3 Ιουλίου, αναχώρηση ώρα 7.35 από Δαρδανέλλια, άφιξη 11.20 στον Αγιο Κήρυκο Ιμβρου (Κουζού Λιμάνι).


Στο λιμάνι ένα γιοτ με τουρκική σημαία. Με το που δένει η «Φανερωμένη», μια κινητικότητα παρατηρείται στο στρατόπεδο απέναντι. Στρατιώτες, τζιπάκια και ένα περιπολικό της αστυνομίας κυκλοφορούν διακριτικά στον μόλο. Με πολιτικά ρούχα επισκέπτεται το καΐκι ο μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος, ο οποίος κατάγεται από το χωριό Αγρίδια της Ιμβρου. Και άλλοι επισκέπτες καταφθάνουν. Είναι ο λιμενάρχης, χαμογελαστός και φιλικός, που όμως εξετάζει το βιβλίο και τα χαρτιά. Σε λίγο θα ξανάρθει με… όλη την οικογένεια για επίσκεψη! Η οικογένεια ήρθε στην Ιμβρο για καλοκαιρινές διακοπές από την Αγκυρα.


Το βράδυ δείπνο ελληνικό στην ταβέρνα του μπαρμπα-Γιώργη. Από τα ηχεία μουσική ρεμπέτικη και δημοτική. Τα πέτρινα ελληνικά σπίτια, τα περισσότερα ερειπωμένα, τριγυρίζουν τα γραφικά μονοπάτια και κοριτσόπουλα που κάνουν διακοπές στην πατρίδα των παππούδων τους κάνουν βόλτες πάνω-κάτω, στο κεντρικό δρομάκι. Η Ιμβρος πανέμορφη, καταπράσινη, με πολλά νερά και ωραίες παραλίες. Τον χειμώνα την κατοικούν περίπου 70, κυρίως ηλικιωμένοι, Ελληνες. Παραφωνία αισθητικής οι εξαώροφες, πανομοιότυπες και κάτασπρες πολυκατοικίες των Τούρκων.


* 4 Ιουλίου, ώρα 5.40, αναχώρηση από Ιμβρο. Ωρα 10.20 άφιξη στον ύφαλο Χάρο, νότια της Λήμνου. Αφιξη στις 15.50 στο Διαπόρι της Λήμνου.


Ηταν ένα ωραίο ταξίδι…