Ο Ζινεντίν Ζιντάν και ο Γιούργκεν Κλοπ που οδήγησαν τη Ρεάλ και τη Λίβερπουλ στον εφετινό τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ είναι δύο γεννημένοι νικητές. Το βράδυ ένας θα κερδίσει και ένας θα χάσει: κανένας από τους δύο ωστόσο δεν μπορεί να θεωρηθεί αποτυχημένος. Η παρουσία και των δύο στο Κίεβο αποτελεί για τον καθένα παράσημο καριέρας.
Πριν αρχίσει η εφετινή σεζόν ο Ζιντάν θεωρούνταν περισσότερο ένας τυχερός άνθρωπος παρά ένας καλός προπονητής και ας ψηφίστηκε πέρυσι καλύτερος προπονητής στην Ισπανία. Ολοι έλεγαν ότι βρέθηκε προπονητής της Ρεάλ, μετά το καταστροφικό πέρασμα του Μπενίτες, γιατί η μεγάλη ισπανική ομάδα πόνταρε στο κύρος που είχε ως ποδοσφαιριστής και όχι στις προπονητικές του αρετές. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Ζιντάν οδηγεί στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ τη Ρεάλ, ενώ αυτή έχει αποτύχει στο πρωτάθλημα. Το είχε κάνει και την πρώτη σεζόν που ανέλαβε, όμως τότε τον εγχώριο τίτλο τον είχε χάσει ο Μπενίτες και αυτός οδήγησε τη Ρεάλ στον τελικό χωρίς άγχος: κανένας δεν θα του ζητούσε ευθύνες αν εκείνη την πρώτη του χρονιά, που ανέλαβε ως υπηρεσιακός, δεν έκανε τίποτε το σπουδαίο. Το ότι είχε καταφέρει να κερδίσει τότε το Τσάμπιονς Λιγκ δεν ήταν αρκετό για να του αναγνωριστεί κάποια προπονητική ικανότητα. Το κέρδισε πέρυσι δεύτερη φορά σερί, και μάλιστα με εντυπωσιακό τρόπο: η Ρεάλ τού είχε φορτώσει με τέσσερα γκολ τη Γιούβε στον τελικό του Κάρντιφ. Και πάλι οι ειδήμονες είπαν ότι το κατάφερε έχοντας τους καλύτερους παίκτες: παραδόξως στο ποδόσφαιρο του καιρού μας όσο πιο εύκολα κερδίζει κάποιος τόσο λιγότερα είναι τα μπράβο που του δίνουν –έτσι συνέβη και με τον «Ζιζού».

Ο «Ζιζού» οργανώνει τους άριστους

Για να κερδίσει την αναγνώριση όλων, ο Γάλλος έπρεπε να έχει μια σεζόν σαν την εφετινή –μια σεζόν σχεδόν καταστροφική. Το καλοκαίρι η Ρεάλ του κερδίζοντας το ισπανικά και το ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (χωρίς τον Ρονάλντο που έκανε διακοπές) έμοιαζε η καλύτερη ομάδα του κόσμου. Και μετά, όπως συχνά συμβαίνει σε όποιον ακουμπά την τελειότητα, βρέθηκε στη δίνη του χάους. Μια σειρά από σχεδόν ανεξήγητα αποτελέσματα τη βύθισαν στη βαθμολογία του πρωταθλήματος, το οποίο έχασε από την ασταμάτητη Μπαρτσελόνα πριν καλά-καλά φτάσουμε στα Χριστούγεννα. Ξαφνικά η Μαδρίτη έπαψε να είναι το βασίλειό του, το Μπερναμπέου τον αποδοκίμασε, ο ίδιος καβγάδισε με τους παίκτες του και για να σώσει τη σεζόν του έβαλε ωστόσο την κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ. Η Ρεάλ φτάνει στο Κίεβο, όχι μόνο έχοντας αποκλείσει τρεις ομάδες που διεκδικούσαν το τρόπαιο (Παρί, Γιούβε και Μπάγερν Μονάχου), αλλά και με μια αγωνιστική φρεσκάδα που τον Ιανουάριο κανένας δεν περίμενε ότι θα βρει! Η επίθεσή της πετάει φωτιές και ο Ρονάλντο δεν είναι πια μόνος, ο Μπέιλ συνήλθε και βάζει υποψηφιότητα να αγωνιστεί βασικός, ο Ασένσιο και ο Λούκας ωρίμασαν –η ομάδα του Ζιζού μοιάζει σε καλύτερη κατάσταση από αυτή στην οποία ήταν πέρυσι όταν συνέτριψε τη Γιουβέντους. Στη Ρεάλ, όπως και στις πιο πολλές από τις μεγάλες ομάδες, η διαχείριση των ποδοσφαιριστών είναι σημαντικότερη από τις επιλογές, την ενδεκάδα, τη διάταξη κ.τ.λ. Η Ρεάλ που κερδίζει είναι πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα μια ομάδα σπουδαίων ποδοσφαιριστών. Αλλά εφέτος χωρίς τον Ζιντάν θα είχε αυτοκαταστραφεί. Αυτός την κράτησε ζωντανή.

Η μαγική μπαγκέτα του Κλοπ

Σπουδαία είναι και η σεζόν του Γιούργκεν Κλοπ, που δεν έχτισε την καριέρα του γιατί είχε μεγάλο όνομα ως ποδοσφαιριστής αλλά γιατί δουλεύει με σπουδαία αποτελέσματα χρόνια τώρα. Φτάνει με μια δεύτερη ομάδα στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ –η πρώτη ήταν η Μπορούσια Ντόρτμουντ –και αυτό είναι κάτι που λίγοι έχουν πετύχει. Στην Ντόρτμουντ οι επιτυχίες του βασίστηκαν πάρα πολύ στη συνύπαρξη κάποιων σπάνιων παικτών, που η μοίρα τα ‘φερε να βρεθούν μαζί του. Οταν κατέκτησε το τελευταίο πρωτάθλημα η Ντόρτμουντ ήταν η ομάδα των άγνωστων πιτσιρικάδων, που λέγονταν Ρόις, Γκέτσε, Λεβαντόφκσι, Χούμελς, Γκουιντογάν: η εξέλιξη όλων αυτών απέδειξε πως ο Κλοπ είχε στα χέρια του μερικούς από τους καλύτερους παίκτες της δεκαετίας, όμως είναι αμφίβολο αν χωρίς αυτόν όλοι αυτοί θα έκαναν την καριέρα που κάνουν. Είναι αλήθεια πως όταν τους έχασε, έχασε και τη δυνατότητα να διεκδικεί τίτλους στη Γερμανία –αλλά μιλάμε για προπονητή, όχι για θαυματοποιό. Στη Λίβερπουλ πήγε για να αποδείξει ότι γνωρίζει να φτιάχνει πρωταθλητές και δύο σεζόν μετά τον ερχομό του το μαγικό του ραβδάκι φαίνεται. Μαζί του έκαναν εφέτος την καλύτερη σεζόν της καριέρας τους ο ασταμάτητος Σαλάχ, ο ώριμος πλέον Φιρμίνο, ο αέρινος Μανέ: χάρη στα δικά τους γκολ η γεμάτη προβλήματα στην άμυνα Λίβερπουλ φτάνει στο Κίεβο. Οι ημιτελικοί με τη Ρόμα ήταν η επιτομή του ποδοσφαίρου του: η Λίβερπουλ δέχτηκε έξι γκολ σε δύο ματς, αλλά πέτυχε επτά και προκρίθηκε άνετα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ