Στις 4 Ιουλίου 2004 συντελέστηκε ένα ποδοσφαιρικό επίτευγμα το οποίο αναπαρήχθη από τον διεθνή Τύπο ως το μεγαλύτερο θαύμα στην ιστορία του αθλήματος. Ηταν τότε που η Εθνική Ελλάδας κατέκτησε το Euro υπό τις οδηγίες του κ. Οτο Ρεχάγκελ, επικρατώντας στον τελικό της διοργανώτριας Πορτογαλίας με 1-0 και ενώ νωρίτερα είχε πετάξει εκτός θεσμού ευρωπαϊκές υπερδυνάμεις της εποχής, όπως η Τσεχία και η Γαλλία. Ελάχιστοι, αν όχι κανείς, μπορούσαν να σκεφτούν ή να προβλέψουν κάποιο αθλητικό παραμύθι περισσότερο ευφάνταστο. Αλλωστε όλα αυτά εξυφαίνονται όταν η ποδοσφαιρική υφήλιος κοιμάται και κάτω από τη μύτη της γεννιούνται οι πιο απίθανες ιστορίες από ανθρώπους που τις βλέπουν να εκτυλίσσονται μπροστά τους ημέρα με την ημέρα.
Σάμπως ο ίδιος ο κ. Κλάουντιο Ρανιέρι, εκδιωχθείς κακήν κακώς από την Εθνική Ελλάδας αλλά και με τον τραπεζικό λογαριασμό του ενισχυμένο κατά 500.000 ευρώ ένεκα της αποζημίωσης από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της χώρας, είχε δει έστω σε όνειρο ότι θα οδηγούσε τη Λέστερ στην επίτευξη ενός στόχου που θα μπορούσε να είναι μόνο φανταστικός;
«Αυτό που συνέβη ξεπερνά σε έμπνευση και οίστρο τα βιβλία του Στίβεν Κινγκ. Εκτός από μεγαλειώδες είναι και τρομακτικό» ανακάλεσε ο παλαίμαχος σταρ της Λέστερ κ. Γκάρι Λίνεκερ, ο ίδιος που το περασμένο καλοκαίρι είχε απαξιώσει την επιλογή του κ. Ρανιέρι για τον πάγκο των Αλεπούδων λέγοντας ότι «αυτή είναι μια απόφαση που στερείται έμπνευσης. Αυτός ο προπονητής συνέδεσε το όνομά του με τη διάλυση της Εθνικής των Ελλήνων».
Είναι οι ημέρες που ο κ. Λίνεκερ, όπως και πολλοί ακόμα που επέλεξαν δημόσια να κατακρίνουν, να αναθεματίσουν και να χλευάσουν τον ιταλό προπονητή, φαίνονται στα μάτια όλων των άλλων ως ηλίθιοι. Και όμως δεν είναι. Οταν ο κ. Ρανιέρι ανέλαβε τις τύχες της Λέστερ, οι bookmakers της Αγγλίας τής είχαν φορέσει την ετικέτα του απόλυτου φαβορί για υποβιβασμό.
Υπήρχε και ένας τρελός οπαδός της ομάδας που έπαιξε 20 στερλίνες για να κατακτήσουν οι Αλεπούδες το πρωτάθλημα, ωστόσο λίγες εβδομάδες πριν από το τέλος της σεζόν αποφάσισε να κάνει «cash out» καθώς η εταιρεία τού έδινε τη δυνατότητα να αποσύρει το στοίχημά του λαμβάνοντας 29.000 λίρες. Είχε αρχικά ποντάρει με απόδοση 5.000/1 και αν το κρατούσε μέχρι το τέλος θα ελάμβανε 100.000 στερλίνες. Ακόμα και αυτός ο πιστός οπαδός ωστόσο λύγισε μπροστά στην πίεση του πρωταθλητισμού μιας ομάδας που δεν το είχε ξανακάνει.
Το απλό μυστικό


Αυτό ακριβώς που φοβήθηκε ο κ. Τζον Πράικ επιλέγοντας να φύγει από τον στοιχηματισμό του παίρνοντας λιγότερα χρήματα από όσα θα μπορούσε να καρπωθεί εφόσον περίμενε ως το τέλος, αποδείχθηκε εν τέλει το μεγάλο όπλο της Λέστερ. «Πλέον οι αντίπαλοι έχουν αρχίσει να μαθαίνουν τον τρόπο παιχνιδιού μας και μας αντιμετωπίζουν διαφορετικά. Θα ήταν χαζό να περιμένω και να μην πάρω τις 29.000 λίρες, οι οποίες επίσης είναι πολύ μεγάλο ποσό» δήλωσε. Δεν μπορούσε να δει τη μεγάλη εικόνα της ιστορίας. Η ομάδα του είχε πλέον εξελίξει σε τέτοιο επίπεδο αυτό το συγκεκριμένο στυλ ανάπτυξης και αναχαίτισης των αντιπάλων της που ήταν πλέον αδύνατο να αντιμετωπιστεί.
Η λογική της εφαρμογής ενός ελεύθερου τρόπου παιχνιδιού, πάντοτε στηριζόμενη σε ένα πλάνο αρχών και θέσεων μέσα στο γήπεδο, ήταν εξ αρχής το κόλπο με το οποίο ο κ. Ρανιέρι σκέφτηκε να απαλλάξει τους ποδοσφαιριστές του από το άγχος της παραμονής στην κατηγορία. Στην πορεία βγήκαν άλλα πράγματα, κυρίως από ποδοσφαιριστές που ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Σημαιοφόρος όλων ο άγγλος επιθετικός Τζέιμι Βάρντι, ο οποίος αγώνα με τον αγώνα συμπεριφερόταν και έβγαζε έναν εαυτό που ουδείς μπορούσε να διακρίνει ότι έκρυβε μέσα του.
Τα γκολ έπεφταν βροχή και ήταν συνεχόμενα. Εγινε ο πρώτος παίκτης στην ιστορία της Πρέμιερ Λιγκ που κατάφερε να σκοράρει σε 11 συνεχόμενες αγωνιστικές, τα τέρματά του έδιναν βαθμούς και τεράστιες νίκες. Σύντομα του βγήκε αυθόρμητα: «Γιατί όχι και πρωταθλητές; Είμαστε καταπληκτικά μαζί, έχουμε έναν εξαιρετικό και πανέξυπνο προπονητή, αισθανόμαστε ότι μπορούμε να νικήσουμε όλες τις ομάδες». Δεν έπεσε έξω…
Η σχέση του Βάρντι με τα αντίπαλα δίχτυα δεν αναπτύχθηκε βέβαια στη Λέστερ. Το αδίστακτο φονικό ένστικτό του στην επίθεση τον ακολουθούσε σε όλη την ποδοσφαιρική καριέρα του στα χωράφια του αγγλικού ποδοσφαίρου, σε κατηγορίες χαμηλές και γήπεδα τοπικών ηρώων. Σε τρία χρόνια με τη φανέλα της Στόκσμπριτζ σκόραρε 66 τέρματα σε 107 εμφανίσεις. Επειτα στη Χάλιφαξ, ένας χρόνος του ήταν αρκετός για να βρει 29 φορές δίχτυα σε 41 παιχνίδια, ενώ στη Φλίτγουντ μπόρεσε μέσα σε μία σεζόν να στείλει την μπάλα 34 φορές στα δίχτυα σε μόλις 40 αγώνες.
Σήμερα η κλάση και η φήμη του 29χρονου Βάρντι ξεπερνούν σύνορα στα οποία κατοικοεδρεύουν τα μεγαλύτερα κλαμπ του πλανήτη. Μέχρι και ο Κριστιάνο Ρονάλντο μίλησε για «ένα φαινόμενο που αναγνωρίστηκε αργά, αλλά τουλάχιστον αναγνωρίστηκε». Η τιμή του στην ποδοσφαιρική αγορά εκτοξεύτηκε από μερικές δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε έναν πακτωλό εκατομμυρίων μέσα σε μία σεζόν. Τα γκολ σαφώς και συνέβαλαν καταλυτικά στο να συμβεί αυτό. Για να τον αποκτήσει η Χάλιφαξ από τη Στόκσμπριτζ πριν από πέντε χρόνια δαπάνησε μόλις 16.000 λίρες, ενώ αυτή τη στιγμή η Λέστερ φέρεται να τον κοστολογεί τουλάχιστον με το ποσό των 40 εκατομμυρίων ευρώ!

Η ΣΥΝΤΑΓΗ
Η λογική της εφαρμογής ενός ελεύθερου τρόπου παιχνιδιού, πάντοτε στηριζόμενη σε ένα πλάνο αρχών και θέσεων μέσα στο γήπεδο, ήταν εξ αρχής το κόλπο με το οποίο ο κ. Ρανιέρι σκέφτηκε να απαλλάξει τους ποδοσφαιριστές του από το άγχος της παραμονής στην κατηγορία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ