Προπονητές από την (έστω πρώην) Γιουγκοσλαβία και ελληνικό μπάσκετ. Συνδυασμός δυναμίτης, κοκτέιλ εκρηκτικό, ενίοτε επεισοδιακό και μόνιμα συνοδευόμενο από τη θεωρία (που ωστόσο δεν απέχει ιδιαίτερα από την πραγματικότητα) ενός πανίσχυρου λόμπι σερβικής ομπρέλας. Συνάμα όμως και αθλητικό πάντρεμα φυλών, ιδιοσυγκρασιών και ιδεών το οποίο χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα επιτυχημένο σε βάθος χρόνου, ταίριασμα το οποίο οδηγεί σε κατακτήσεις τίτλων, δυνατές σχέσεις ετών, ιδρύσεις δυναστειών, φασαριόζικες αποχωρήσεις, νοσταλγικές θύμησες, αγαπησιάρικες επιστροφές και δύσκολους αποχαιρετισμούς. Από όλα τα γιουγκοσλάβικα συνέλεξε, βοήθησε να ανθήσουν και θα συνεχίσει να φιλοξενεί ο μπασκετικός μπαξές της Ελλάδας.
29 τρόπαια για τον ΠΑΟ
Γιουγκοσλαβική κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη. Πράσινης απόχρωσης κιόλας, αφού τόσο η πρώτη (θα ανήκει πάντα) όσο και η τελευταία (ως σήμερα χρονικά) κουβέντα φέρουν τη σφραγίδα του Παναθηναϊκού. Εκείνος ήταν που το 1963 –ακολουθώντας το παράδειγμα του ποδοσφαιρικού ΠΑΟ, ο οποίος δέκα χρόνια (1953) νωρίτερα είχε δώσει το χρίσμα στον Σβέτισλαβ Γκλίσοβιτς, τον προπονητή που ανακάλυψε τον Μίμη Δομάζο –έφερε στην Ελλάδα τον Μίοντραγκ Στεφάνοβιτς. Ηταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία και για τις δύο πλευρές, ως επιλογή όμως αποδείχθηκε μη εφαρμόσιμη και ασφαλώς δεν θα μπορούσε να προϊδεάσει για όσα θα ακολουθούσαν.
Ο Στεφάνοβιτς αφίχθη στην Ελλάδα το 1963, διαδέχθηκε τον (μετέπειτα κυπελλούχο Ευρώπης με την ΑΕΚ το 1968) Νίκο Μήλα, έμεινε στο Τριφύλλι για δύο σεζόν (1963-65) και αποχώρησε για να τον διαδεχθεί ο Κώστας Μουρούζης. Και ο Στεφάνοβιτς, όπως ο Γκλίσοβιτς στο ποδόσφαιρο (την περίοδο που ο Ολυμπιακός κέρδισε το προσωνύμιο «Θρύλος» όντας κυρίαρχος), έπεσε πάνω στη δυναστεία της ΑΕΚ και επί των ημερών του ο ΠΑΟ (με αστέρες όπως ο Κολοκυθάς, ο Πολίτης, ο Παναγιωταράκος, ο Χαϊκάλης κ.ά.) κατετάγη 2ος (1964) και 6ος (1965) στο εγχώριο πρωτάθλημα.
Ακριβώς μισό αιώνα μετά τη φυγή του πρώτου αφίχθη ο 7ος ονόματι Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς (ο πατέρας του οποίου Μπράτισλαβ Τζόρτζεβιτς εργάστηκε στον Απόλλωνα Πάτρας το 1980). Στο πέρασμα των ετών και με αφετηρία το 1991, μεταξύ του πρώτου και του έβδομου έδρασαν από τον πάγκο του Παναθηναϊκού οι Ζέλικο Παβλίσεβιτς (σεζόν 1991-93), Μπόζινταρ Μάλκοβιτς (1995-97), Λευτέρης Σούμποτιτς (1997-99), Ζέλικο Ομπράντοβιτς (1999-2012) και Ντούσκο Ιβάνοβιτς (2014-15).
Ολοι τους κατέκτησαν τρόπαια με το Τριφύλλι, 29 τον αριθμό! Με την υποσημείωση ότι τα 23 εκ αυτών οδηγήθηκαν στην πράσινη τροπαιοθήκη διά της ευστροφίας και στρατηγικής ικανότητας του αρχηγού της ιστορίας Ομπράντοβιτς. Ισως όμως το σημαντικότερο όλων και αυτό που προκάλεσε την ακαταμάχητη στο πέρασμα των ετών «γιουγκο-μανία» ήταν εκείνο του 1996 με σημαιοφόρο τον Μάλκοβιτς.
Ηταν η τέταρτη ευρωπαϊκή κούπα ελληνικής ομάδας μετά το 1968 (είχαν προηγηθεί οι δύο του ΠΑΟΚ με σερβική σφραγίδα το 1991, όταν πήρε το Κυπελλούχων με Ντράγκαν Σάκοτα στον πάγκο) αλλά η πρώτη πρωταθλήτριας Ευρώπης και αποτέλεσε την απαρχή μιας χειμαρρώδους αντεπίθεσης που οδήγησε σε ευρωπαϊκό θρόνο ως και το Μαρούσι (2001, Κύπελλο Σαπόρτα, με κόουτς τον Βαγγέλη Αλεξανδρή)!
Η σοφία του σερβικού μπάσκετ
Μέχρι να γνωρίσουμε τον Ομπράντοβιτς και εκείνος να αποτινάξει από τους ώμους του το αστείο προσωνύμιο του Γκαστόνε (διότι οι 38 κούπες σε συλλογικό και εθνικό επίπεδο κάθε άλλο παρά δόση τύχης προδίδουν), ως σοφός της ιστορίας αναγνωριζόταν ο Ντούσαν Ιβκοβιτς – άλλωστε ως τέτοιος δικαίως προσφωνείται και σήμερα στα 71 του, μόνιμα έτοιμος για νέες περιπέτειες ως προπονητής της τουρκικής Εφές. Πέρασε από όλους τους μεγάλους ελληνικούς πάγκους πλην εκείνον του Ολυμπιακού και, παρ’ όλο που το ξεκίνημα της ελληνικής διαδρομής (1980-82) με αφετηρία τον Αρη δεν συνοδεύτηκε από επιτυχία, στην πορεία συνέδεσε το όνομά του με κατακτήσεις τροπαίων στις περισσότερες από τις ομάδες όπου εργάστηκε. Εξαίρεση αποτέλεσε ο Πανιώνιος, ο οποίος ωστόσο έπαιξε σπουδαίο μπάσκετ επί των ημερών του (1994-96).
Ηταν εκείνος που το 1997 οδήγησε τον Ολυμπιακό στο πρώτο triple crown της ελληνικής μπασκετικής ιστορίας, κάτι που θα επαναλάμβανε το 2011 με την ίδια ομάδα αν δεν υπήρχε ο χαμένος τελικός Κυπέλλου (οι Ερυθρόλευκοι κατέκτησαν πρωτάθλημα Ελλάδας και Ευρωλίγκα). Υπό τις οδηγίες του τον δρόμο προς τους τίτλους βρήκε ξανά η ΑΕΚ κατακτώντας το Κύπελλο Σαπόρτα το 2000 και το αντίστοιχο ελληνικό το 2001. Το 1992 ήταν εκείνος που εκθρόνισε τον Αρη έπειτα από επτά συνεχή πρωταθλήματα οδηγώντας τον ΠΑΟΚ στην κατάκτηση του τίτλου.
Σημαντικές επιτυχίες σε ελληνικούς πάγκους κατέγραψαν μέσα από τις πορείες τους σε αυτούς και άλλοι προπονητές της γιουγκοσλαβικής σχολής όπως ο Σάκοτα, ο οποίος οδήγησε την ΑΕΚ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος το 2002 έπειτα από 32 χρόνια φαγούρας και επέστρεψε σε αυτήν για να ηγηθεί της προσπάθειάς της να γίνει ξανά… Βασίλισσα. Εύσημα πρέπει να αποδοθούν και στον Λευτέρη (άλλοτε Σλόμπονταν) Σούμποτις, ο οποίος έβαλε τον ΠΑΟ στον δρόμο των κατακτήσεων τίτλων (πρωτιά στην Ελλάδα το 1997 και το 1998) παραδίδοντας στον Ομπράντοβιτς μια ομάδα που είχε ήδη αποκτήσει το DNA της πρωταθλήτριας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ