Εντονο «άρωμα» πολιτικής είχε το 20ό Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου, η λήξη του οποίου βρήκε την εθνική ομάδα της Γερμανίας αγκαλιά με το πολυπόθητο τρόπαιο. Φίλαθλοι, φανατικοί των social media, ακόμα και πολιτικοί αναλυτές αναρωτιούνται μεταξύ σοβαρού και αστείου. Η επιτυχία των «Πάντσερ» εντός γηπέδου χαρίζει άραγε «πολιτικούς» πόντους στην καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ; Μόλις μία ώρα μετά την κατάκτηση του Μουντιάλ, χιλιάδες tweets με την φωτογραφία που την απεικονίζει χαμογελαστή ανάμεσα στους χαρούμενους αθλητές κατέκλυσαν το Διαδίκτυο.
Δεν είναι τυχαίο πως η σταθεροποίηση της δημοτικότητάς της στο υψηλότατο ποσοστό του 59%, σύμφωνα με την εβδομαδιαία δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Forsa, αποδίδεται από τα γερμανικά μέσα στην παρουσία της στο πλευρό της ομάδας όχι μόνο τη βραδιά του θριάμβου αλλά και στο εναρκτήριο παιχνίδι. Μια επιδέξια σκηνοθετημένη παρουσία, όπως χαρακτηρίστηκε από τους επικοινωνιολόγους. Μπορεί όμως η καγκελάριος να εξαργυρώσει πολιτικά αυτή την επιτυχία;
Τρόπαιο και πολιτική δεν πάνε μαζί


Σύμφωνα με ακαδημαϊκή μελέτη, που έχει δημοσιευθεί στη βρετανική «Journal of Economic Psychology», το όφελος μιας αθλητικής επιτυχίας –ακόμα κι όταν αυτή έρχεται ανέλπιστα –για έναν λαό ή για τους πολιτικούς του είναι αμελητέο. Μετρώντας την ευτυχία δώδεκα λαών της Ευρώπης διαχρονικά (1974-2004), οι ερευνητές δρ Γεώργιος Καβέτσος της London School of Economics (LSE) και δρ Στέφαν Σιμάνσκι, καθηγητής του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ικανοποίησή μας από τη ζωή δεν σχετίζεται με την εθνική επιτυχία στις μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις. Αντιθέτως, φαίνεται πως αυξάνεται για τους λαούς που φιλοξενούν μεγάλα αθλητικά γεγονότα, όπως το Μουντιάλ ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες.
Δεδομένου ότι η έρευνα στηρίζεται στο Ευρωβαρόμετρο, στοιχεία του οποίου διατίθενται δύο φορές ανά έτος, δεν αμφισβητείται ότι μια εθνική αθλητική επιτυχία «ανεβάζει» προσωρινά τη διάθεση και την αισιοδοξία μας. Ομως αυτό δεν διαρκεί τόσο, ώστε να μας κάνει πιο ευτυχισμένους, να επηρεάσει τις εκλογικές μας αποφάσεις ή τις απόψεις μας για την πορεία της οικονομίας. «Από την άλλη πλευρά, φαίνεται πως η διοργάνωση μεγάλων αθλητικών γεγονότων έχει επίδραση στην υποκειμενική ευημερία. Είναι δηλαδή η αίσθηση του οικοδεσπότη που δημιουργεί ευχαρίστηση, όμως και αυτή διαρκεί το πολύ ένα έτος» αναφέρει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Καβέτσος, που ειδικεύεται στον τομέα της συμπεριφορικής χρηματοοικονομικής.
Η χαρά δεν κράτησε ούτε μέρα


«Ολα είναι ζήτημα κόστους-ωφέλειας. Τέτοιες διοργανώσεις δεν επιφέρουν τελικά ούτε αύξηση των θέσεων εργασίας ούτε βελτίωση των μισθών, καθώς οι εργαζόμενοι που χρησιμοποιούνται είναι συνήθως μερικής απασχόλησης και περιορισμένων προσόντων. Αποτελέσματα που φαίνονται σύντομα στην κοινωνία» εξηγεί. Επίσης, οι αθλητικές εγκαταστάσεις συχνά παραμένουν αναξιοποίητες, όπως τα περιβόητα ολυμπιακά έργα της Αθήνας, είτε είναι ασύμφορη η συντήρησή τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αρένα του Σίδνεϊ, χωρητικότητας 20.000 ατόμων, η κάλυψη του κόστους συντήρησης της οποίας απαιτεί να γίνεται μια sold out εκδήλωση κάθε εβδομάδα. Ούτε η σύνδεση τέτοιων διοργανώσεων με αύξηση του τουρισμού έχει αποδειχθεί, αν και αποτελεί ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα των υποστηρικτών τους. «Ακόμη και τα οφέλη των υποδομών –μέσα μεταφοράς, τηλεπικοινωνίες, καταλύματα –μπαίνουν στη ζυγαριά με τα χρήματα που θα μπορούσαν να δοθούν για σχολεία, νοσοκομεία, θέσεις απασχόλησης» επισημαίνει ο ερευνητής.
Στη Βραζιλία, τη χώρα που ζει για το ποδόσφαιρο, ο ντροπιαστικός αποκλεισμός της εθνικής ομάδας από τον τελικό του Μουντιάλ έφερε πολύ γρήγορα στην επιφάνεια αυτά τα προβλήματα. Οι αναταραχές, που είχαν απλώς κατασιγάσει στη διάρκεια των αγώνων, επανήλθαν δριμύτερες. Οι απογοητευμένοι Βραζιλιάνοι ξαναβγήκαν στους δρόμους διαδηλώνοντας για το υψηλότατο κόστος των αγώνων σε μια χώρα με τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Η πρόεδρος Ντίλμα Ρούσεφ, η δημοτικότητα της οποίας έχει πληγεί από τον Ιούνιο του 2013, έχει κάθε λόγο να αισθάνεται ανασφάλεια εν όψει των εκλογών του Οκτωβρίου. Θα μπορούσε άραγε το αντίθετο αποτέλεσμα να τη διατηρήσει πιο κοντά στην εξουσία;
Μύθος ή πραγματικότητα;


Κι εδώ έρχεται ο μύθος του «feel-good factor», σε ελεύθερη απόδοση του παράγοντα της καλής διάθεσης, που φαίνεται ότι απασχολεί όλους τους πολιτικούς, κυρίως εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία. Ο όρος αυτός ξεκίνησε –ατυχώς όπως φαίνεται –τη σταδιοδρομία του από το Μουντιάλ του 1966, οπότε θεωρήθηκε ότι η πρωτιά της Αγγλίας διατήρησε στην εξουσία τους Εργατικούς του Χάρολντ Ουίλσον. Η αλήθεια είναι όμως ότι εκείνες οι εκλογές έγιναν τέσσερις μήνες πριν από το Μουντιάλ, άρα κάθε σύνδεση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί επικοινωνιακό τρικ. Λίγα χρόνια αργότερα, ήρθε όμως μια ποδοσφαιρική αποτυχία που φαίνεται πως έπαιξε ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας.
Το καλοκαίρι του 1970, οι Συντηρητικοί του Εντουαρντ Χιθ επικράτησαν, παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις, στις εκλογές μόλις τέσσερις ημέρες μετά την ξαφνική ήττα της εθνικής ομάδας στους ημιτελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Μεξικό από την ομάδα της Δυτικής Γερμανίας. Χρόνια αργότερα, συνεργάτης του ηττημένου Ουίλσον έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς «ο Χάρολντ μας ζήτησε να εξετάσουμε εάν η κυβέρνηση θα είχε πρόβλημα σε περίπτωση που οι βρετανοί ποδοσφαιριστές έχαναν στο γήπεδο τη βραδιά των εκλογών». Τόσο σίγουροι ήταν όλοι ότι η ομάδα τους θα έφτανε στον τελικό.
Υπάρχει μάλιστα μια αμερικανική μελέτη για τους μη πολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, η οποία δείχνει ότι μια νίκη της τοπικής ομάδας στο κολεγιακό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου μέσα σε διάστημα 10 ημερών από τις εκλογές, εξασφαλίζει στους ήδη εκλεγμένους αντιπροσώπους ένα μπόνους 1,61 μονάδων για τη Γερουσία. Η ίδια έρευνα, που δημοσιεύθηκε στα πρακτικά της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, συμπεραίνει επίσης ότι η υποκειμενική ευημερία επηρεάζει υποσυνείδητα τις επιλογές των ψηφοφόρων, επιβεβαιώνοντας έτσι τη μελέτη στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω.

Σαθρά θεμέλια
Ο λαϊκισμός δεν πεθαίνει

Αν και η σύνδεση του παράγοντα της καλής διάθεσης (feel-good factor) με τις πολιτικές εξελίξεις δεν φαίνεται να έχει γερά θεμέλια, «πολλές κυβερνήσεις ανά τον κόσμο προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν τα λαοφιλή σπορ προς όφελός τους». Η πρόεδρος της Αργεντινής, Κριστίνα Φερνάντες, για παράδειγμα, διάλεξε να στείλει ένα μήνυμα εθνικής ανάτασης με πολλαπλούς αποδέκτες, οργανώνοντας μια θριαμβευτική υποδοχή για την εθνική ομάδα, η οποία αρκέστηκε στη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ας μην ξεχνάμε πως η χώρα είναι αντιμέτωπη με το φάντασμα της χρεοκοπίας για ακόμη μία φορά στην ιστορία της, καθώς τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ αξιώνουν στις 30 Ιουλίου 1,5 δισ. δολάρια. Πρόσφατα μάλιστα η πρόεδρος παρομοίασε τον εαυτό της με τερματοφύλακα που βάλλεται από τις συνεχείς επιθέσεις του αντιπάλου, ενώ η διαιτησία «παίζει» εναντίον της ομάδας. «Πιστεύω πως εμείς θα βρούμε πρώτοι τον δρόμο προς τα δίχτυα» είχε πει τότε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ