«Είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια, ο βοριάς θα σ’ τα κάνει συντρίμμια, κομμάτια» τραγουδούσε με επιτυχία ο Μπάμπης Τσετίνης, ένα άσμα που ταιριάζει απόλυτα στο κάζο της Βραζιλίας, που από άμμο τουλάχιστον ξέρει, αφού διαθέτει εκτός των άλλων παραλιών και την Κόπα Καμπάνα.
Μάλιστα η πρώτη στροφή του συγκεκριμένου άσματος είναι εξίσου ταιριαστή με το δράμα ενός ολόκληρου λαού («Ο,τι αρχίζει ωραίο, τελειώνει με πόνο, οι πικραμένες καρδιές το ξέρουνε μόνο»).
Ομως ουσιαστικά ένα ολόκληρο έθνος, 200 εκατομμυρίων ανθρώπων, στηρίχθηκε σε μια φούσκα που δημιούργησαν ο «Φελιπάο» και οι συνεργάτες του, παραμυθιάζοντας αρκετό κόσμο είναι αλήθεια, αλλά όχι αυτούς που έχουν γνωρίσει από πρώτο χέρι τη διαχρονικά κορυφαία εθνική ομάδα του κόσμου, τη Βραζιλία.
Η πέντε φορές παγκόσμια πρωταθλήτρια ονειρευόταν έναν έκτο τίτλο μέσα στο σπίτι της, αλλά ακόμη και οι ίδιοι οι παίκτες της αμφιβάλλουμε αν σε μια κρίση ειλικρίνειας θα απαντούσαν ότι αυτή η άχρωμη ομάδα θα μπορούσε να φτάσει ως το τέλος της διαδρομής.
Πολύ απλά διότι ήταν χτισμένη όχι μόνο με λάθος υλικά, αλλά κυρίως με λάθος συνταγή!
Ο Λουίς Φελίπε Σκολάρι, πατώντας στον θρίαμβο του 2002, που ένιωθε ότι τον κάνει άτρωτο, έχτισε μια ομάδα κόντρα στη φύση της Βραζιλίας. Στηριζόμενη στο σκληρό παιχνίδι (από τις πρώτες ομάδες σε φάουλ στη διοργάνωση) και με σουπερστάρ τους δύο στόπερ της (Νταβίντ Λουίς και Τιάγκο Σίλβα) αλλά και τον 22χρονο Νεϊμάρ, επιχείρησε να κατακτήσει τον τίτλο.
«Εκοψε» χωρίς δεύτερη κουβέντα από την 23άδα παίκτες «μπαρουτοκαπνισμένους» σε Μουντιάλ όπως ο Ρομπίνιο, ο Ροναλντίνιο και ο Κακά, ακόμη και τον νεότερο Κουτίνιο, ενώ συμπεριέλαβε τον Φρεντ. Προφανώς τον ξεγέλασαν τα πέντε γκολ στη χαλαρή διοργάνωση του Κυπέλλου συνομοσπονδιών έναν χρόνο νωρίτερα.
Είχε κόψει και τον Ρομάριο το 2002, αλλά είχε άλλα τρία «Ρ» (Ρονάλντο, Ροναλντίνιο, Ριβάλντο) που πέταγαν φωτιές και έπαιζαν βραζιλιάνικα.
Πίεση και άγχος


Η σκοπιμότητα και το τρομερό άγχος ήταν φανερά εφέτος σε μια ομάδα που κρατήθηκε ζωντανή αρχικά με τον ιάπωνα ρέφερι (πρεμιέρα με Κροατία), στη συνέχεια από τα δοκάρια της και τον τερματοφύλακα Ζούλιο Σέζαρ (στα πέναλτι πέρασε τη Χιλή στους «16») και με ένα 15λεπτο του τρόμου στο φινάλε του προημιτελικού με την Κολομβία.
Η απουσία των Σίλβα και Νεϊμάρ μεγάλωσε το άγχος και όχι το πάθος μιας ομάδας που αποδείχθηκε ανίκανη να το διαχειριστεί και όταν δέχθηκε το πρώτο γκολ (και ιδιαίτερα το δεύτερο) κατέρρευσε σαν χάρτινος πύργος κάτω από την πίεση ενός έθνους.
Η απουσία του Νεϊμάρ έλεγαν πολλοί ότι θα συσπειρώσει τους Βραζιλιάνους αλλά αντίθετα τους άγχωσε περισσότερο. Ο Σκολάρι έβαλε ακόμη περισσότερο βούτυρο στο ψωμί του Λεβ και αντί να παίξει με τρεις αμυντικούς χαφ (όπως έκανε στην τελευταία προπόνηση) έπαιξε με προωθημένο τον Οσκαρ και έβαλε τον Μπερνάρντ για αντι-Νεϊμάρ, τον οποίο δεν είχε χρησιμοποιήσει στην προπόνηση λέγοντας ότι το έκανε για να μπερδέψει τους Γερμανούς, αλλά μόνο την ομάδα του μπλόκαρε τελικά.
Η Βραζιλία κέρδισε παγκοσμίως τους περισσότερους θαυμαστές ανά την υφήλιο μέσα σε μία τετραετία όπου γνώρισε δύο «τραυματικές» εμπειρίες από τους αποκλεισμούς από την Ιταλία στο Μουντιάλ της Ισπανίας το 1982 στη δεύτερη φάση (ήττα 3-2 με το χατ τρικ του Ρόσι) και από τη Γαλλία στο Μουντιάλ του Μεξικού το 1986, στα πέναλτι.
Οι εμφανίσεις της «Σελεσάο» σε αυτά τα δύο Παγκόσμια Κύπελλα αποτελούσαν μια όαση για τους ποδοσφαιρόφιλους αλλά στερούνταν ψυχρής λογικής, γι’ αυτό και την έπιασαν «κορόιδο» οι Ιταλοί και οι Γάλλοι.
Ιδιαίτερα οι πρώτοι, δεδομένου ότι τη Βραζιλία την εξυπηρετούσε ακόμη και η ισοπαλία, αλλά και μετά το 2-2, αντί να διαφυλάξει τα νώτα της, έψαχνε το τρίτο γκολ για τη νίκη!
Ο Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα έφερε αυτή την ορθολογική αντιμετώπιση στα γήπεδα της Αμερικής το 1994. Είχε προσπαθήσει τέσσερα χρόνια νωρίτερα στα γήπεδα της Ιταλίας o Σεμπαστιάνο Λαζαρόνι, αλλά δεν είχε τα κατάλληλα υλικά και όταν του έπεσε στον δεύτερο γύρο η Αργεντινή του Μαραντόνα, σε συνδυασμό και με την ατυχία (τρία δοκάρια), αποχαιρέτησε νωρίς.
Παίξτε όμορφα!


Ο Παρέιρα, χωρίς να «σκοτώσει» το joga bonito (παίξτε όμορφα) της Βραζιλίας –και πώς να το κάνει άλλωστε όταν είχε στην ομάδα του παίκτες σαν τον Ρομάριο, τον Μπεμπέτο αλλά και τον Λεονάρντο ή τον Ντούνγκα και τον Καφού -, κατάφερε να εξευρωπαΐσει το σύνολο που είχε και να φθάσει στον πολυπόθητο τέταρτο τίτλο (και πρώτο μετά το 1970) έστω και στα πέναλτι.
Και όμως, δεν κέρδισε τόσους φίλους εκείνη η Βραζιλία όσους αυτή του 1982 (κυρίως) και του 1986.
Ηταν ίσως η πρώτη φορά μετά το 1990 που δεν έβλεπες με ευχαρίστηση ένα παιχνίδι της Βραζιλίας, ενώ το τρίτο déjà vu (με Σκολάρι να επιστρέφει μετά το 2002) απέτυχε πανηγυρικά όπως του Ζαγκάλο (1970 και 1998) και του Παρέιρα (1994 και 2006).
Ισως είναι ώρα οι Βραζιλιάνοι να πάνε σε ευρωπαίο προπονητή; Δεν το ξέρουμε. Το σίγουρο είναι πως πρέπει να επιστρέψουν στις ρίζες τους και να αρχίσουν να παίζουν το ποδόσφαιρο με το οποίο αγαπήθηκαν από όλον τον πλανήτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ