Εναν χρόνο αφότου εκλέχθηκε για πρώτη φορά στην προεδρία της UEFA ο Μισέλ Πλατινί έδωσε το στίγμα της οικονομικής πολιτικής που σκοπεύει να εφαρμόσει στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ εκείνης της χρονιάς ανάμεσα στις Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και Τσέλσι δήλωσε ότι «δεν είναι δίκαιο να διακρίνονται ομάδες που έχουν χτιστεί δημιουργώντας μόνο χρέη». Τέσσερα χρόνια αργότερα ο κανονισμός του οικονομικού Fair Play έχει τεθεί σε εφαρμογή και ήδη έχει αρχίσει να διαγράφεται ο μικρός θρίαμβος των… νοικοκύρηδων. Στον τελικό του ερχόμενου Σαββάτου (19/5, ΝΕΤ) στην «Αλιάντς Αρένα» του Μονάχου αντιμέτωπες θα τεθούν δύο ομάδες με διαφορετική οικονομική φιλοσοφία: η βαυαρική Μπάγερν που ανήκει στα μέλη της και χάρη στο αυστηρό γερμανικό πλαίσιο δεν (επιτρέπεται να) χρωστάει και η αγγλική Τσέλσι του ρώσου μεγιστάνα Ρομάν Αμπράμοβιτς που αναδύθηκε χάρη στα εκατομμύρια ευρώ που ξόδεψε σε μεταγραφές.

Ο πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, η οποία αποκλείστηκε στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ από την Τσέλσι, ο Σάντρο Ροσέλ, δήλωσε ότι «έχουμε ως πρότυπο το οικονομικό μοντέλο της Μπάγερν» παραδεχόμενος ότι το χρέος των απερχόμενων πρωταθλητών Ευρώπης που άγγιξε τα 580 εκατ. ευρώ «πρέπει να μειωθεί δραστικά και αυτό θα συμβεί ακολουθώντας μια πολύ σφιχτή οικονομική πολιτική». Αντιστοίχως τεράστια χρέη (600 εκατ. ευρώ) έχει και η άλλη μεγάλη χαμένη των ημιτελικών της κορυφαίας διασυλλογικής διοργάνωσης Ρεάλ Μαδρίτης.

Η Μπάγερν, όπως και όλες οι επαγγελματικές ομάδες της Γερμανίας, ελέγχονται διοικητικά από το μητρικό σωματείο, αυτό που στην Ελλάδα είναι ο «ερασιτεχνικός σύλλογος», και τα μέλη του. Παράλληλα το αυστηρό νομοθετικό πλαίσιο αδειοδότησης δεν επιτρέπει τη δημιουργία χρεών. Τις εποχές που στο διεθνές ποδόσφαιρο οι μεγιστάνες επένδυαν δεκάδες εκατομμυρίων ευρώ, η Μπάγερν περιοριζόταν στο να παρακολουθεί διακριτικά και να αναζητεί ποδοσφαιριστές η τιμή των οποίων δεν ήταν απαγορευτική.
Η δικαίωση της νοικοκυρεμένης οικονομικής πολιτικής ήρθε την τελευταία διετία. Εκτός από την προσθήκη των ποδοσφαιριστών παγκόσμιας κλάσης όπως είναι ο Φρανκ Ριμπερί και ο Αριεν Ρόμπεν και τους προϋπάρχοντες γηγενείς γερμανούς διεθνείς όπως ο Φίλιπ Λαμ και ο Μπαστιάν Σβάινσταϊγκερ, οι Βαυαροί ανέδειξαν από τις ακαδημίες τους μια νέα φουρνιά ταλέντων όπως ο 23χρονος Χόλγκερ Μπαντστούμπερ, ο 22χρονος μέσος Τόνι Κρόος και ο 23χρονος Τόμας Μίλερ. Παράλληλα έχουν «ψωνίσει» επιλεκτικά από τη γερμανική αγορά τον διεθνή γκολκίπερ Μανουέλ Νόιερ και τον επιθετικό Μάριο Γκόμεζ.
Η Μπάγερν που το 2010 διεκδίκησε χωρίς επιτυχία το τρόπαιο στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στην Ιντερ στο «Μπερναμπέου», εφέτος μοιάζει να είναι στην καλύτερη στιγμή της. Εχει λύσεις σε όλες τις θέσεις, έχει τους κορυφαίους γερμανούς ποδοσφαιριστές και δύο σταρ παγκόσμιας ακτινοβολίας που μπορούν από μόνοι τους να αλλάξουν την ισορροπία ενός αγώνα απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο.
Στον αντίποδα η Τσέλσι του ρώσου μεγιστάνα Ρομάν Αμπράμοβιτς έπειτα από τις εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ που ξοδεύτηκαν σε μεταγραφές, προσπαθεί να μπει στον δρόμο της… αρετής, υπό την απειλή του ευρωπαϊκού εξοστρακισμού από τον νόμο του οικονομικού fair play (FFP) που επιβάλλει η UEFA.
Βέβαια πρόκειται για μια ομάδα χτισμένη εξ ολοκλήρου στα δισεκατομμύρια ευρώ που μετέφερε φεύγοντας από τη Ρωσία ο ολιγάρχης Αμπράμοβιτς. Χαρακτηριστικό είναι ότι πέντε από τις δέκα πιο ακριβές μεταγραφές της ιστορίας της είναι στο τωρινό ρόστερ της αγγλικής ομάδας: η κορωνίδα των μεταγραφών των «Μπλε» Φερνάντο Τόρες που στοίχισε 51,5 εκατ. ευρώ, ο Μικαέλ Εσιέν (33,5 εκατ. ευρώ), ο Ντιντιέ Ντρογκμπά (32,5 εκατ. ευρώ), ο Νταβίντ Λουίζ (26,5 εκατ. ευρώ) και ο Χουάν Μάτα (23,5 εκατ. ευρώ).
Σε αντίθεση με την Μπάγερν που είναι γεμάτη από παίκτες από τις ακαδημίες της, η Τσέλσι έχει να επιδείξει μόνο τον Τζον Τέρι. Ωστόσο ο «μοιραίος» στον τελικό της Μόσχας το 2008 όταν γλιστρώντας στη διαδικασία των πέναλτι απέναντι στη Γιουνάιτεντ έστειλε την μπάλα στο δοκάρι και έχασε την ευκαιρία να χαρίσει τον τίτλο στους Λονδρέζους, θα απουσιάσει από τον εφετινό τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ καθώς είχε αποβληθεί στον επαναληπτικό ημιτελικό με την Μπάρτσα στο «Καμπ Νου».

Αριεν Ρόμπεν – Ντιντιέ Ντρογκμπά
Οι… εκδικητές του Τσάμπιονς Λιγκ

Το 2004 ο 20χρονος τότε Αριεν Ρόμπεν ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ποδοσφαιρικά ταλέντα του πλανήτη. Ηταν η εποχή που ο βαθύπλουτος ρώσος ιδιοκτήτης της Τσέλσι Ρομάν Αμπράμοβιτς είχε προσλάβει τον κόουτς Ζοζέ Μουρίνιο και άρχισε να τον… προικίζει με παίκτες διεθνούς ακτινοβολίας. Ενας εξ αυτών ήταν και ο αριστεροπόδαρος ολλανδός ακραίος επιθετικός για τον οποίο η Αϊντχόφεν εισέπραξε 18 εκατ. ευρώ προκειμένου να τον παραχωρήσει.
«Η Τσέλσι παραμένει στην καρδιά μου, όπως και ο κόσμος της» είπε πριν από μερικές ημέρες ο Ρόμπεν συμπληρώνοντας: «Αγαπώ την ομάδα και το κοινό της, ωστόσο το ποδόσφαιρο είναι έτσι που με φέρνει απέναντί τους και θα πρέπει να τους στενοχωρήσω». Αναφερόμενος στους φίλους που διατηρεί από το τριετές πέρασμά του από την ομάδα του Λονδίνου, τους Φρανκ Λάμπαρντ, Τζον Τέρι και Πετρ Τσεχ, ο Ρόμπεν σημείωσε ότι «είμαστε συνηθισμένοι σε τέτοιες καταστάσεις, δηλαδή άνθρωποι που εκτός γηπέδου κάνουμε παρέα, αλλά στον αγωνιστικό χώρο είμαστε αντίπαλοι και γνωρίζουν ότι θα κάνω τα πάντα για να κερδίσει η Μπάγερν, καθώς αυτή είναι η ομάδα μου».
Ο Ρόμπεν πήρε ήδη την εκδίκησή του από τη Ρεάλ Μαδρίτης στην οποία αγωνίστηκε (65 ματς, 13 γκολ) τη διετία 2007-2009, ενώ τώρα έχει την ευκαιρία να εκδικηθεί και την Τσέλσι με τη φανέλα της οποίας σε 105 αγώνες πανηγύρισε 19 γκολ.
Ο 28χρονος ταχύτατος Ολλανδός μοιάζει να έχει βρει την αγωνιστική ευτυχία του στην Μπουντεσλίγκα (88 ματς, 54 γκολ), ωστόσο ακόμη αναζητεί έναν διεθνή τίτλο. Τον άγγιξε δύο φορές το 2010, αλλά τόσο στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ απέναντι στην Ιντερ όσο και στον τελικό του Μουντιάλ απέναντι στην Ισπανία έφυγε ηττημένος.
Οπως ο Ρόμπεν, έτσι και ο Ντιντιέ Ντρογκμπά μετακόμισε από τη Μαρσέιγ στην Τσέλσι το καλοκαίρι του 2004. Τότε μάλιστα ο ιδιοκτήτης των Λονδρέζων δαπάνησε 32,5 εκατ. ευρώ πραγματοποιώντας την ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία της αγγλικής ομάδας (ρεκόρ που καταρρίφθηκε κατά σειρά από τους Μικαέλ Εσιέν το 2005, Αντρέι Σεφτσένκο το 2006 και Φερνάντο Τόρες το 2010).
Εκτοτε ο επιθετικός από την Ακτή Ελεφαντοστού έχει εξελιχθεί σε ηγετική μορφή της Τσέλσι έχοντας πετύχει 71 γκολ σε 156 αγώνες με τη φανέλα των Μπλε, με την οποία κατέκτησε τρία πρωταθλήματα (2004, 2006, 2010), τέσσερα Κύπελλα (2007, 2009, 2010, 2012), δύο Λιγκ Καπ (2005, 2007) και δύο Σούπερ Καπ (2005, 2009).
Και ο 34χρονος Ντρογκμπά εξακολουθεί να αναζητεί έναν διεθνή τίτλο. Δεν το έχει καταφέρει ούτε με την εθνική ομάδα της Ακτής Ελεφαντοστού, μολονότι την έχει οδηγήσει δις στον τελικό του Κόπα Αφρικα (2006, 2012), ούτε με την Τσέλσι, με την οποία έχει φτάσει στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ το 2008 απέναντι στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όπου αποβλήθηκε στο τελευταίο λεπτό της παράτασης και δεν μετείχε στη διαδικασία των πέναλτι όπου η ομάδα του απώλεσε το τρόπαιο.
Στην οκταετή θητεία του Ντρογκμπά στην Τσέλσι, εκτός από τον χαμένο τελικό του 2008 οι Μπλε έχουν φτάσει στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ το 2005 και το 2007 που αποκλείστηκαν από τη Λίβερπουλ και το 2009 που έμειναν εκτός από την Μπαρτσελόνα. Πέρυσι υπήρξε ενδιαφέρον της Μπάγερν για τον Ντρογκμπά, καθώς ο νεοποκτηθείς τότε Τόρες φαινόταν ότι θα έπαιζε βασικός στην Τσέλσι, ενώ ο Μάριο Γκόμεζ των Βαυαρών είχε μέτρια σεζόν. Οπως αποδεικνύεται όμως, όλες οι εμπλεκόμενες πλευρές ωφελήθηκαν από τη μη μεταγραφή του Ντρογκμπά. Ιδιαίτερα η Τσέλσι που είχε αξιόπιστη λύση στο παρατεταμένο ντεφορμάρισμα του Τόρες…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ