Αφηγείται ο Αριστείδης Καμάρας

Με τη νίκη (3-0) επί του Ερυθρού Αστέρα στο γήπεδο της Λεωφόρου και την πρόκριση στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών απέναντι στον Αγιαξ, άνοιξε για τον Παναθηναϊκό μια νέα πρωτόγνωρη περίοδος. Ο τελικός του Γουέμπλεϊ επί της ουσίας ξεκίνησε την επομένη του αγώνα με την ομάδα του Βελιγραδίου.

Αυτό το συνειδητοποιήσαμε αρκετά σύντομα, από το διεθνές ενδιαφέρον που υπήρξε για τον Παναθηναϊκό και τον τελικό. Από τον θρίαμβο επί του Ερυθρού Αστέρα μέχρι τον τελικό του Γουέμπλεϊ μεσολάβησαν 35 ημέρες. Στις 28 Απριλίου διεξήχθη ο επαναληπτικός με τον Ερυθρό Αστέρα και την Τετάρτη 2 Ιουνίου ο τελικός με τον Αγιαξ.

Πανευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τους «ερασιτέχνες από την Ελλάδα»
Ο Παναθηναϊκός, οι ερασιτέχνες από την Ελλάδα, όπως έγραφαν οι ξένοι, βρεθήκαμε στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Ποιοι είναι αυτοί οι φοιτητές, οι δικηγόροι και οι γιατροί που έφτασαν μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών και μάλιστα έχουν το θράσος να λένε ότι θα διεκδικήσουν το τρόπαιο, αναρωτιόταν ο ξένος Τύπος.
Είχαμε σωρεία επισκέψεων ξένων δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης από πολλές χώρες της Ευρώπης και κυρίως από την Ολλανδία λόγω του ότι αντίπαλός μας στον τελικό ήταν ο Αγιαξ.

Υπήρξαν δεκάδες δημοσιεύματα σε περιοδικά και εφημερίδες. Στην Αθήνα ήρθαν για συνεντεύξεις απεσταλμένοι της γαλλικής «Εκίπ» της ιταλικής «Κοριέρε ντέλο Σπορτ», αλλά και από την Ισπανία λόγω Πούσκας. Εκλειναν ραντεβού με τη διοίκηση στο Χίλτον, στη Λέσχη του Παναθηναϊκού, στο Μεγάλη Βρετανία όπου κυρίως κατέληγαν οι ξένοι δημοσιογράφοι και παραχωρούσαμε συνεντεύξεις.

Ολο αυτό το πρωτόγνωρο σκηνικό με το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον να φουντώνει, μας έκανε να αισθανθούμε ότι κάτι πολύ σημαντικό είχαμε πετύχει μέχρι εκείνη τη στιγμή και πως κάτι σημαντικότερο μας περιμένει στη συνέχεια.

Ο Πούσκας ήθελε τον κόσμο κοντά στους παίκτες
Παράλληλα είχε αρχίσει και το πανηγύρι της προετοιμασίας σε πολλά επίπεδα. Η παρουσία και ζεστασιά του κόσμου σε καθημερινή βάση υπήρξε μοναδική. Οπου πηγαίναμε διοργανώνονταν προς τιμήν μας εκδηλώσεις, γιορτές, γεύματα, μας γέμιζαν δώρα. Ολα αυτά μας έφεραν ακόμα πιο κοντά στον απλό κόσμο, ο οποίος στάθηκε δίπλα μας σε όλη την πορεία προς τον τελικό και μας είχε επιφυλάξει δύο υπέροχες υποδοχές κατά την επιστροφή από τους αγώνες με τη Σλόβαν Μπρατισλάβας και την Εβερτον.

Θα έλεγα ότι υπήρξε μια μοναδική ταύτιση του κόσμου με τους παίκτες του Παναθηναϊκού και τον Φέρεντς Πούσκας. Είχε γίνει όλοι μια ψυχή. Μια οικογένεια με όλη τη σημασία της λέξης. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον τόνο που είχε δοθεί στις προπονήσεις. Ο Πούσκας είχε μια διαφορετική νοοτροπία από τη σημερινή ως προς τη συμμετοχή του κόσμου στις προπονήσεις. Τις έκανε όλες ανοιχτές και χιλιάδες κόσμου βρίσκονταν κάθε απόγευμα στις εξέδρες του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Ποτέ δεν έκρυψε τους παίκτες του, ή έστω περιόρισε τις επαφές τους με τον κόσμο. Ακόμα και στο ξενοδοχείο που καταλύαμε οι επισκέψεις ήταν ελεύθερες.

Ολα αυτά στην τωρινή εποχή είναι αδιανόητα. Οι ομάδες σήμερα «εξαφανίζουν» τους παίκτες τους. Δεν τους επιτρέπουν να έχουν καμία επικοινωνία με τον κόσμο και απλώς καμια φορά γίνεται κάποια ανοικτή προπόνηση για να ζεσταθούν οι οπαδοί. Η επαφή του κόσμου με τους παίκτες ήταν τότε ο κανόνας. Για τον Πούσκας ήταν υπόθεση αρχών και νοοτροπίας. Από την πρώτη στιγμή μας είπε ότι έχουμε μπροστά μας μια ωραία γιορτή την οποία πρέπει να απολαύσουμε.

Παρέλαση ελλήνων καλλιτεχνών στο Λονδίνο
Το ίδιο κλίμα επικράτησε και στο Λονδίνο όπου πήγαμε μία εβδομάδα πριν από τον τελικό για προετοιμασία και εγκλιματισμό στο εκεί περιβάλλον, αλλά και για να φύγει από πάνω μας το όποιο άγχος ενδεχομένως δημιουργούσε η συμμετοχή στον τελικό.

Στο Λονδίνο καταλύσαμε στο ξενοδοχείο «Ρόγιαλ Γκάρντεν» που βρίσκονταν στην άκρη του «Χάιτ Πάρκ». Μπροστά μας είχαμε το υπέροχο τοπίο. Από το ξενοδοχείο καθημερινά περνούσαν χιλιάδες κόσμος. Ελληνες από κάθε γωνιά του πλανήτη. Για πολλούς συμπατριώτες μας ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να βγουν στο εξωτερικό χωρίς πολλές διαδικασίες. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Ελλάδα τότε ήταν χούντα.

Ο Πούσκας δεν απαγόρευσε σε κανέναν να πλησιάσει το ξενοδοχείο, ούτε ζήτησε από μας να μην έχουμε επαφή μαζί τους. Ο κόσμος μπαινόβγαινε μέχρι και την τελευταία μέρα στο Ρόγιαλ Γκάρντεν σαν να πήγαινε σπίτι του. Από το ξενοδοχείο πέρασαν και πολλοί καλλιτέχνες. Ο Ζαμπέτας, η Μοσχολιού, η Καρέζη, ο Καζάκος… Ερχονταν να πουν ένα γεια, να πιουν έναν καφέ, να μας ευχηθούν καλή επιτυχία. Βέβαια όταν ο Βίκτωρας Μητρόπουλος και ο Γιώργος Ροκίδης παραβίασαν το ωράριο βγαίνοντας για μια βραδινή βόλτα χωρίς την άδειά του Πούσκας, ο Ούγγρος τους περίμενε στην είσοδο και τους απέκλεισε από την αποστολή.

Ο,τι μας είπε για τον Αγιαξ επιβεβαιώθηκε…
Η αγωνιστική προετοιμασία για τον τελικό δεν περιλάμβανε κάτι το διαφορετικό σε σύγκριση με την προετοιμασία προηγούμενων αγώνων. Ο Πούσκας είχε παρακολουθήσει δύο φορές τον Αγιαξ σε αγώνες πρωταθλήματος Ολλανδίας και εκείνο που μας είπε και το θυμάμαι ακόμα, ήταν: «Κοιτάξτε, ο Αγιαξ είναι μία πολύ καλή ομάδα η οποία την πρώτη μισή ώρα είναι φοβερή στον αγωνιστικό χώρο καθώς έχει δύναμη και οι παίκτες της κινούνται ασταμάτητα, αλλά μετά το τριαντάλεπτο πέφτει ο ρυθμός της». Ο,τι μας είπε επιβεβαιώθηκε και στο Γουέμπλεϊ.

Η μεγάλη μέρα για μας άρχισε τη στιγμή που το πούλμαν με την αποστολή πλησίαζε το Γουέμπλεϊ. Ο κόσμος που πήγαινε στο γήπεδο άνοιξε έναν μεγάλο διάδρομο μέσα από τον οποίο περνούσαμε εμείς εκφράζοντάς μας τη χαρά και την αισιοδοξία του με κάθε τρόπο. Ηταν ένα λουτρό αγάπης για μας.

Δεν παιζόταν ο Κρόιφ που ήταν όπως ο Μέσι σήμερα

Στο γήπεδο τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ ήρεμα. Ο Πούσκας έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Από εμένα ζήτησε να βοηθάω και στο μαρκάρισμα του Γιόχαν Κρόιφ. Αυτόν τον παίκτη δεν μπορούσες να τον παίξεις μαν του μαν. Δεν στεκόταν πουθενά. Είχε το 14 στην πλάτη και όπως λέμε στο ποδόσφαιρο κινούνταν σε όλα τα μήκη και πλάτη του γηπέδου.
Εγώ επειδή έπαιζα μπροστά από τον Φραγκίσκο Σούρπη και τον Ανθιμο Καψή που αποτελούσαν το κεντρικό αμυντικό δίδυμο, είχα προσωπικό αντίπαλο τον Γκάρυ Μιούρεν. Ο Μίμης Δομάζος είχε τον Γιόχαν Νέσκενς, ο Κώστας Ελευθεράκης αν θυμάμαι καλά τον Ντικ βαν Ντάικ.

Ο Κρόιφ έπαιζε περίπου όπως και ο Μέσι σήμερα. Εφευγε από πίσω, ανέπτυσσε ταχύτητα και μοίραζε παιχνίδι ή τελείωνε τη φάση. Ηταν εκρηκτικός. Πολύ μεγάλος ποδοσφαιριστής. Στο μαρκάρισμά του αναγκαστικά βοηθούσα κι εγώ. Τη στιγμή που βγήκαμε από την καταπακτή και είδαμε αυτό τον υπέροχο χώρο οι εξέδρες του οποίου ήταν μισές πράσινες και μισές κόκκινες, ένα ρίγος μας διαπέρασε.

Χάσαμε αλλά δεν κλειστήκαμε στα καρέ μας…
Πιστεύω ότι ο Παναθηναϊκός στάθηκε πολύ καλά στο Γουέμπλεϊ. Μπορούσαμε να είχαμε ισοφαρίσει με τον Αντώνη Αντωνιάδη το γκολ που σημείωσε ο Βαν Ντάικ με κεφαλιά στο 5ο λεπτό. Στο τέλος (85′) ήρθε κι εκείνη η καραμπόλα στο πόδι του Καψή σε σουτ του Αρι Χάαν και ηττηθήκαμε με 2-0. Δεν θα έλεγα ότι μας επηρέασε το γρήγορο γκολ. Η ομάδα ήταν χαλυβδωμένη από τη νοοτροπία του Πούσκας ο οποίος έλεγε «εμείς παίζουμε το παιχνίδι μας».

Το ίδιο είχε συμβεί και στο Βελιγράδι. Παρότι χάναμε 3-0 παίζαμε επιθετικά, δημιουργώντας ευκαιρίες. Στο Γουέμπλεϊ ο Παναθηναϊκός σε καμία περίπτωση δεν έπαιξε αμυντικά ούτε κλείστηκε στα καρέ του. Εδειξε μία αγωνιστική υπερηφάνεια. Ο Αγιαξ ήταν ποιο έμπειρη ομάδα, έναν χρόνο νωρίτερα είχε φτάσει επίσης στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών όπου ηττήθηκε 4-1 από τη Μίλαν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο άρχισε να επιβάλει το ονομαζόμενο ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που πρώτος λανσάρισε.

Η χειρότερη στιγμή του τελικού ήταν για μένα η ώρα της απονομής. Αφού ανεβήκαμε στην εξέδρα των επισήμων και πήραμε τα μετάλλιά μας, καθίσαμε από κάτω να χειροκροτήσουμε τον Αγιαξ. Οταν βλέπεις τον νικητή να πανηγυρίζει αρχίζεις να συνειδητοποιείς ότι είσαι ο ηττημένος του αγώνα. Η πίκρα ήταν μεγάλη παρότι είχαμε διανύσει όλη αυτή την υπέροχη πορεία προς το Γουέμπλεϊ. Αντάλλαξα φανέλα με τον Μιούρεν την οποία έχω ακόμη στη συλλογή μου.

Μεγάλο επίτευγμα (μιας
αμιγώς ελληνικής ομάδας) που δεν ξεχνιέται
Η υποδοχή την επομένη στην Αθήνα ήταν συγκινητική. Επιστρέψαμε με πτήση της γραμμής. Τσάρτερ δεν υπήρχαν τότε. Στο αεροδρόμιο μας περίμενε κόσμος να μας συγχαρεί και να μας χειροκροτήσει. Παρά την απογοήτευση και την πίκρα, η συμμετοχή στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών δεν έπαυε να είναι ένα μεγάλο επίτευγμα. Ο Παναθηναϊκός του Γουέμπλεϊ ήταν μια ομάδα αμιγώς ελληνική και αυτό ήταν πολύ μεγάλο πράγμα. Ο Αγιαξ ήταν τότε μια επαγγελματική ομάδα με τρεις ξένους παίκτες στην ενδεκάδα του και αρχηγό τον Σέρβο Βάσοβιτς. Η ψαλίδα που χώριζε το ελληνικό ποδόσφαιρο με το ευρωπαϊκό ήταν ακόμη πολύ μεγάλη.

Εκτοτε σχεδόν κάθε χρόνο στις 2 Ιουνίου συγκεντρωνόμαστε και γιορτάζουμε την πορεία προς το Γουέμπλεϊ. Οπου και αν βρισκόμαστε προσπαθούμε να αφήσουμε στην άκρη τις επαγγελματικές μας υποχρεώσεις και να θυμηθούμε τα παλιά. Από εκείνη την ομάδα δυστυχώς δεν είναι πια μαζί μας ο Μήτσος Δημητρίου και οι προπονητές μας Φέρεντς Πούσκας και Γαβρίλος Γαζής. Τότε το ποδόσφαιρο δημιουργούσε φιλίες. Παίζαμε μαζί επί χρόνια. Τώρα οι σχέσεις διαλύονται γρήγορα.

Ολες οι μέρες που ζήσαμε τότε ήταν ξεχωριστές. Μας σφράγισαν σαν προσωπικότητες. Κορυφαία η Τετάρτη 2 Ιουνίου 1971 στον τελικό με αντίπαλο τον Αγιαξ και 40.000 Ελληνες στις εξέδρες του Γουέμπλεϊ. Σαράντα χρόνια μετά, τίποτα από όσα βιώσαμε στην πορεία από το Λουξεμβούργο προς το Λονδίνο με οδηγό τον αείμνηστο Πούσκας δεν ξεχνιέται.

Δείτε video από τον ιστορικό τελικό