Την Κυριακή 24 Αυγούστου έληξαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του Πεκίνου, με την επιβλητική προβολή της ανερχόμενης Κίνας, τη νοσταλγική ενθύμηση της ολυμπιακής Αθήνας και το εναρκτήριο για το Λονδίνο λάκτισμα του Μπέκαμ. Εχει ενδιαφέρον να συγκρίνουμε τις δύο πρόσφατες Ολυμπιάδες, της Αθήνας και του Πεκίνου, ως προς τα σύμβολα που επιλέχτηκαν αλλά και ως προς τις τελετές έναρξης και λήξης, δηλαδή ως προς το μη αθλητικό τους μέρος. Η σύγκριση αυτή, οπωσδήποτε αποσπασματική και συνοπτική εδώ, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε το διαφορετικό πολιτισμικό περιεχόμενο που μπορεί να προσλάβει ένας παγκόσμιος θεσμός, ο οποίος στηρίζεται μάλιστα σε μια ιδεολογία με οικουμενικές φιλοδοξίες, τον ολυμπισμό.


Η λειτουργία των Ολυμπιακών Αγώνων ως θεάματος έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ώστε η χώρα που τους διοργανώνει να μπορεί βάλει τη δική της «εθνική» σφραγίδα κυρίως μέσω των τελετών έναρξης και λήξης. Απέναντι σε ένα παγκόσμιο κοινό η διοργανώτρια πόλη (και χώρα) προβάλλει την ιδιαίτερη ταυτότητά της. Είναι βεβαίως αντικείμενο συζήτησης κατά πόσο τα στοιχεία που επιλέγονται για την αυτοπαρουσίαση μιας χώρας είναι ευρέως αποδεκτά στην κοινωνία, πώς διαμεσολαβείται το μήνυμα των τελετών από τα ΜΜΕ (κυρίως μετά την καθιέρωση της τηλεοπτικής αναμετάδοσης των Αγώνων) και, τέλος, πώς τα μηνύματα αυτά προσλαμβάνονται από ανθρώπους που ανήκουν σε τελείως διαφορετικές κουλτούρες σε όλα τα μέρη της γης.


Το 2004 η Ελλάδα ως διοργανώτρια χώρα επέλεξε να προβάλει ένα ιδιαίτερο πρόσωπο, αυτοπροσδιορίστηκε και αυτοπαρουσιάστηκε μέσα από μια σύνθεση (επιλεγμένου) παρελθόντος και (επιλεγμένου) παρόντος. Κεντρικό σύμβολο των Αγώνων της Αθήνας υπήρξε η ελιά. Ο λογότυπος των Αγώνων ήταν ένα στεφάνι ελιάς, ο γνωστός κότινος, το βραβείο των νικητών στην αρχαιότητα. Αλλά και μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο, στην τελετή έναρξης, ένα δέντρο ελιάς κατείχε κεντρική θέση, υπενθυμίζοντας ότι η ελιά είναι το δέντρο της Αθήνας, εκείνο που, σύμφωνα με τη μυθολογία, φύτρωσε επάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης με το χτύπημα της θεάς Αθηνάς. Η ελιά είναι εξάλλου το σύμβολο της ειρήνης, θεμελιώδους παγκόσμιου μηνύματος των Ολυμπιακών Αγώνων. Η ελιά, λοιπόν, με τον τριπλό συμβολισμό της (Αγώνας – Αθήνα – Ειρήνη), υπήρξε το βασικό σημείο αναφοράς το 2004.


Και στην Αθήνα και στο Πεκίνο οι τελετές έναρξης υπήρξαν έργα τέχνης, υψηλής αισθητικής, τεχνολογικά επιτεύγματα και φορείς ιδεολογικών μηνυμάτων. Η διαφορά ανάμεσα στην αφαιρετική λιτότητα του μοναχικού τυμπανιστή του Σταδίου της Αρχαίας Ολυμπίας και την εντυπωσιακή μαζικότητα των 2.008 τυμπανιστών της Φωλιάς του Πουλιού απεικονίζει τα δύο διακριτά ιδεολογικά συστήματα. Στην Αθήνα ο λυρισμός της σχεδόν σιωπηλής πορείας του ανθρώπου ως δημιουργού μέσα στο σκοτάδι των αιώνων, με τον Ερωτα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, βρίσκει το αντίστοιχό του στο Πεκίνο στην επική αφήγηση των επιτευγμάτων του αρχαίου κινεζικού πολιτισμού, με την πειθαρχία της πολεμικής αρετής, τον συντονισμό που επιβάλλει ένα ιεραρχικό κοινωνικό σύστημα και την αρμονία της εσωτερικευμένης σχέσης με τη φύση. Και στις δύο περιπτώσεις, πάντως, η σχέση με τον δυτικό πολιτισμό είναι καθοριστική. Στην ελληνική περίπτωση το δυτικό στοιχείο είναι οργανικά ενσωματωμένο γιατί τα πολιτισμικά στοιχεία που προβάλλονται ανήκουν στο δυτικό φαντασιακό. Ελληνικότητα, οικουμενικότητα και δυτικός πολιτισμός παρουσιάζονται ως συνώνυμα. Στην περίπτωση της Κίνας, αντίθετα, η Δύση είναι απέναντι, ως κάτι ξεκάθαρα διαφορετικό. Ο «δρόμος του μεταξιού», συστατικό στοιχείο της τελετής έναρξης, έδειχνε ακριβώς την πορεία προς τη Δύση, υπογραμμίζοντας εμμέσως ένα δυτικό «χρέος» προς την Κίνα.


Οπως όλες οι χώρες της Ασίας και της Αφρικής που βίωσαν την ταπείνωση, την περιφρόνηση ή ακόμη και τη βία εκ μέρους της υπεροπτικής Δύσης, έτσι και η Κίνα εμφανίστηκε σε αυτούς τους Ολυμπιακούς Αγώνες με ιδιαίτερη φροντίδα για την εικόνα της προς μια Δύση-θεατή. Μια εικόνα που θα λειτουργούσε ως απάντηση. Μια εικόνα που θα ανέτρεπε το σχήμα εξουσίας και ανισότητας που διείπε τη σχέση της με τη Δύση ήδη από τον 19ο αιώνα. Η απάντηση αποτέλεσε σύνθεση του χθες με το σήμερα: προβολή των οικουμενικής αξίας επιτευγμάτων ενός αυτοκρατορικού πολιτισμού, αλλά και της υπερσύγχρονης τεχνολογίας ενός οικονομικού κολοσσού. Με τη Δύση θεατή, εξάλλου, η τελετή έναρξης διέγραψε το πρόσφατο κομμουνιστικό παρελθόν της Κίνας, παρά το γεγονός ότι ο Μάο δεν έχει αποκαθηλωθεί, όπως συνέβη με τον Λένιν και τον Στάλιν.


Στην τελετή λήξης το κλίμα ήταν τελείως διαφορετικό στη δεκάλεπτη παρουσίαση της επόμενης ολυμπιακής πόλης, του Λονδίνου. Δεν θα περιμέναμε βεβαίως από το Λονδίνο να υιοθετήσει ιστορικές αναφορές. Αν εμφανίζονταν στο Στάδιο οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου, θα το θεωρούσαμε ως άλλο ένα δείγμα βρετανικού χιούμορ. Η ουσιαστική διαφορά εντοπίζεται πάντως στην επιλογή του Μπέκαμ. Η Βρετανία φαίνεται απενοχοποιημένη από την ανάγκη να προβάλει ένα αθλητικό ιδεώδες που αποτελεί από δεκαετίες ρητορικό σχήμα. Εμείς υποκρινόμαστε ότι το πρότυπο του ολυμπιονίκη είναι ο αγνός νερουλάς από το Μαρούσι με τη φουστανέλα, ενώ οι Αγγλοι επιλέγουν με ρεαλισμό το πρότυπο του σύγχρονου αθλητή-σταρ, τον Μπέκαμ. Και για την Αγγλία, βεβαίως, ένα είναι το άθλημα: το ποδόσφαιρο. Με την αθλητική του φόρμα, με την αυτοπεποίθηση της διασημότητας, επιτυχημένος επιχειρηματίας της αθλητικής βιομηχανίας, αλλά όχι πλέον στην ακμή των αθλητικών του επιδόσεων, ο Μπέκαμ μάς υποδέχτηκε στο σύγχρονο ολυμπιακό περιβάλλον. «Κάν’ το όπως ο Μπέκαμ!».


Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.