Οπου ακούς πολλά κεράσια κράτα και μικρό καλάθι! Πολλές φορές αυτό αποτυπώνεται πιστά και στην ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Ειδικά στον Παναθηναϊκό το μεταγραφικό ιστορικό του χαρακτηρίζεται από αμέτρητα… πεταμένα λεφτά. Σε δολάρια ή ευρώ δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Τόσο μετά το 1979, όταν τα ηνία της νεοσύστατης ΠΑΕ ανέλαβε η οικογένεια Βαρδινογιάννη, όσο και μετά το 1994, όταν το status στο μεταγραφικό πεδίο άλλαξε ολικά με την απελευθέρωση της αγοράς λόγω του «Νόμου Μποσμάν», ο κανόνας είναι οι αποτυχημένες μεταγραφές ξένων παικτών με σπουδαίο παρελθόν. Παραφράζοντας το παλαιότερο εκείνο «Πήρα κόκκινα γυαλιά» του Σταμάτη Κραουνάκη και αλλάζοντας το χρώμα θα μπορούσε να φορεθεί γάντι για γηπεδικό σύνθημα των οπαδών του Τριφυλλιού. Διαχρονικά το σλόγκαν (με αποδέκτη τους διοικούντες την ΠΑΕ Παναθηναϊκός) θα μπορούσε να διατυπωθεί ως «Πήρα(ν) πράσινα παλτά»… Οπου «παλτό» στην ποδοσφαιρική αργκό ο παίκτης που πάει σε μια ομάδα με περγαμηνές και συστατικά ηγέτη, μπαλαδόρου ή μεγάλου σκόρερ για να αποδειχθεί μέσα στο γήπεδο «λίγος», «περιπατητής», «χασογκόλης» κ.ο.κ. Αντιθέτως, ουκ ολίγες φορές τα καλά νέα προήλθαν από παίκτες άσημους, οι οποίοι αγαπήθηκαν, νίκησαν, πέτυχαν, άφησαν ανεξίτηλα γραμμένη τη δική τους ιστορία στο ελληνικό ποδόσφαιρο με την πράσινη φανέλα…


Περίπτωση σαν του Φλάβιο Κονσεϊσάο, όσες ώρες και αν ανατρέξει κάποιος στα ιστορικά μεταγραφικά αρχεία του Παναθηναϊκού, δεν θα μπορέσει να βρει. Διότι απλούστατα δεν υφίσταται παίκτης με τις προδιαγραφές του Βραζιλιάνου που να κρίθηκε αποτυχημένος σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και να έλαβε τόσο υψηλή αμοιβή! Ποιες είναι αυτές οι προδιαγραφές πριν από την ολοκλήρωση της μεταγραφής; Παίκτης χωρίς… πάσης φύσεως προβλήματα με την υγεία του, 31 ετών, διεθνής με την Εθνική Βραζιλίας, κάτοχος του Τσάμπιονς Λιγκ με τη Ρεάλ Μαδρίτης, με θητεία μόνο σε ομάδες με υψηλούς στόχους οι οποίες έκαναν πρωταθλητισμό (Λα Κορούνια, Ρεάλ, Ντόρτμουντ, Γαλατάσαραϊ). Γι’ αυτό και οι ιστορικοί του μέλλοντος θα καταγράψουν αυτή τη μεταγραφή, για την οποία ο Παναθηναϊκός επιβαρύνθηκε συνολικά με το ποσό των 2,1 εκατ. ευρώ (1,6 εκατ. στον ποδοσφαιριστή και 500.000 ευρώ στην τουρκική ομάδα το περασμένο καλοκαίρι), ως το απόλυτο παράδειγμα προς αποφυγή! Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι στο παρελθόν οι Πράσινοι δεν είχαν υποπέσει σε αντίστοιχα «αμαρτήματα».


Το 1998, π.χ., είχαν αποκτήσει δύο παίκτες για τους οποίους μιλούσε όλη η Ελλάδα! Το «δεκάρι» της Εθνικής Βουλγαρίας και τον αμυντικό μέσο της Εθνικής Ουγγαρίας. Από τον Κρίστο Κόλεφ πολλοί περίμεναν τις επινοήσεις, τη μαεστρία και το ηγετικό πνεύμα του Βέλιμιρ Ζάετς, ο οποίος έναν χρόνο νωρίτερα είχε κρεμάσει τα παπούτσια του. Διαψεύστηκαν! Πάντως, δεν ήταν τόσο απογοητευτικός στις δύο σεζόν του με την πράσινη φανέλα όσο ο αφιχθείς από τη Χόνβεντ Γιόζεφ Φίτος, ο οποίος κλεισε την καριέρα του στον Αθηναϊκό, αφού είχε περάσει από τον Εδεσσαϊκό.


* Ο «κατεργάρης» και ο μάνατζερ


Την επαρχία είχε επιλέξει ως… καταφύγιο και ένας άλλος βαλκάνιος βιρτουόζος επιτελικός μέσος: ο Ρουμάνος Ντάνουτ Λούπου, ο οποίος ήρθε στην Παιανία (μόλις στα 23 του!) μετά το Μουντιάλ της Ιταλίας το 1990 και όντως έγραψε ιστορία. Οχι όμως για την απόδοσή του, αλλά για τα απίστευτα εξωγηπεδικά μπλεξίματά του! Μετά τον Παναθηναϊκό δεν «ορθοπόδησε» ούτε στην Κόρινθο ούτε στον ΟΦΗ και επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου πολλάκις το όνομά του ενεπλάκη σε «σκοτεινές» υποθέσεις που τον είχαν φέρει και πίσω από τα κάγκελα της φυλακής για λίγες ημέρες! Αντίστοιχους μπελάδες δεν είχε ούτε ο σωματώδης φορ Φρανκ Στράντλι (εν ενεργεία διεθνής με την Εθνική Νορβηγίας το 1998) ούτε ο Ζούλιο Σέζαρ. Ο βραζιλιάνος διεθνής κεντρικός αμυντικός, ο οποίος αποκτήθηκε στα 35 του, αποδείχθηκε ότι ήρθε στην Αθήνα με σκοπό περισσότερο να δρομολογήσει την καριέρα του ως μάνατζερ και λιγότερο για να κλείσει ευδοκίμως αυτή του ποδοσφαιριστή…


Ειδική περίπτωση αποτελούν οι μεταγραφές των Πάουλο Σόουζα (Πορτογάλος), Γκόραν Βλάοβιτς, και Αλιόσα Ασάνοβιτς (Κροάτες). Ακριβοπληρωμένοι και οι τρεις, σίγουρα δεν προσέφεραν όσα μπορούσαν, αλλά είχαν και αρκετές καλές στιγμές. Ειδικά οι πρώτοι δύο έχουν αφήσει ευχάριστες αναμνήσεις στους οπαδούς του Τριφυλλιού. Ισως διότι βρέθηκαν σε έναν εξαιρετικό, αληθινά «Ευρωπαίο» Παναθηναϊκό. Τον Παναθηναϊκό που καθιέρωσε τα «όλε όλε» ως τον κατ’ εξοχήν «ελληνικό πανηγυρισμό» σε κάθε επιτυχία, σε κάθε άθλημα. Από τις… καταδύσεις (με τους Ολυμπιονίκες Θωμά ΜπίμηΝίκο Συρανίδη) ως τα κορτ της Μελβούρνης και τον κύπριο τενίστα Μάρκο Παγδατή!


* Λίγοι δικαίωσαν το όνομά τους


Μόνο τρία είναι τα πραγματικά «μεγάλα ονόματα» τα οποία επιβεβαίωσαν τη φήμη τους και προσέφεραν πλούσιο θέαμα και ουσία στον Παναθηναϊκό κατά τη διάρκεια του επαγγελματικού πρωταθλήματος. Πρώτος (χρονικά), ο Χουάν Ραμόν Ρότσα, ο οποίος με 12 συμμετοχές στην Εθνική Αργεντινής (τη διετία 1977-79) ήρθε στα 26 του στην Αθήνα και παρέδωσε μαθήματα ποδοσφαίρου ως ένας πλήρης μέσος. Δεύτερος, ο αρχηγός της Εθνικής (τότε ενωμένης) Γιουγκοσλαβίας Βέλιμιρ Ζάετς, ο οποίος αποκτήθηκε το καλοκαίρι του 1984 και έβαλε τη σφραγίδα του στον εκπληκτικό Παναθηναϊκό της διετίας 1985-1986. Τρίτος, ο Χουάν Χοσέ Μπορέλι, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα ως το «δεκάρι» της Εθνικής Ελπίδων της Αργεντινής. Ο κροάτης προπονητής Ιβιτσα Οσιμ δεν τον εμπιστεύθηκε, αλλά ο κ. Ρότσα (ως προπονητής πλέον!) αξιοποίησε το ταλέντο του μικροσκοπικού μα θαυματουργού μέσου, τον οποίο ο Κριστόφ Βαζέχα έχει χαρακτηρίσει ως τον καλύτερο πασέρ που είχε στην καριέρα του.


ΟΙ ΑΣΗΜΟΙ ΠΟΥ ΔΙΕΠΡΕΨΑΝ Από τον Βαζέχα στον Χένρικσεν και στον Μίκλαντ


Σε κάθε νόμισμα υπάρχουν δύο όψεις. Τι παρουσιάζει λοιπόν η δεύτερη όψη του μεταγραφικού κέρματος στον Παναθηναϊκό; Τους παίκτες που αποκτήθηκαν δίχως τυμπανοκρουσίες και αποθέωση στο αεροδρόμιο από αλλόφρονες οπαδούς, χωρίς να κουβαλούν σπουδαίο όνομα και βιογραφικό, αλλά στην πορεία ξεπέρασαν κάθε προσδοκία. Υπάρχει άραγε πιο τρανό παράδειγμα από τον Κριστόφ Βαζέχα;


Ο (μυστακοφόρος τότε!) πολωνός επιθετικός ήρθε στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1989, πέτυχε 14 γκολ σε έναν γύρο, γεύτηκε τη χαρά του τίτλου και έφτασε ως… το Εβερεστ! Κύπελλα, πρωταθλήματα, σπουδαίες αναμετρήσεις και αλησμόνητες εμπειρίες στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. «Ο Βαζέχα παγώνει το Αμστερνταμ» στον συγκλονιστικό ημιτελικό του Τσάμπιονς Λιγκ εναντίον του τότε πρωταθλητή Ευρώπης Αγιαξ στο γήπεδο «Ντε Μέερ» το 1996. Κορυφαίος σκόρερ στην ιστορία του Παναθηναϊκού, δεύτερος (πίσω από τον Θωμά Μαύρο) στα χρονικά της A’ Εθνικής, εμβληματική μορφή για τρεις γενιές οπαδών του Τριφυλλιού.


Στην ίδια κατηγορία και ο Ρενέ Χένρικσεν, ο οποίος από την άσημη AB Κοπεγχάγης έφτασε – μέσω της παρουσίας του στον Παναθηναϊκό – να φορά το περιβραχιόνιο της Εθνικής Δανίας στο Μουντιάλ του 2002 και στο Euro 2004! H ορθή… μαντεψιά των φάσεων και το καθαρό μυαλό του αποτελούν πλέον «περασμένα μεγαλεία» για την πράσινη άμυνα. Στα… κρυφά είχε φτάσει στην Παιανία και ο επίσης Δανός (πολύτιμος αμυντικός και δεξιός μέσος) Γιαν Μικάελσεν, όπως και ο Νορβηγός Ερικ Μίκλαντ. Ο «κουνούπης», παρ’ ότι συνέπεσε σε κακή περίοδο για το Τριφύλλι, ήταν με διαφορά ο κορυφαίος παίκτης της ομάδας την τριετία 1997-2000. Εφυγε για τη Μόναχο 1860 διότι… «το μοναστήρι να ‘ναι καλά», όπως είχε πει τότε ο κ. Γιώργος Βαρδινογιάννης, ο οποίος «ανακάλυψε» τον Αργεντινό Χουάν Χοσέ Μπορέλι. Πέρασαν επτά χρόνια από το 1997 που ο «Χότα – Χότα» αυτομόλησε προς την ισπανική Οβιέδο ως το 2004 που αποκτήθηκε ο «διάδοχός» του, Εζεκίελ Γκονζάλες. Παρεμπιπτόντως, σε αυτά τα επτά χρόνια ο Παναθηναϊκός δεν κατέκτησε ούτε έναν τίτλο…


Ανάλογη περίπτωση και ο Εμάνουελ Ολιζαντέμπε, ένας άγνωστος (πολιτογραφημένος Πολωνός) φορ από τη Νιγηρία, ο οποίος τον Ιούλιο του 2001 «μπήκε στο μάτι» του κ. Στράτου Αποστολάκη, όταν αυτός «κατασκόπευε» την Πολόνια Βαρσοβίας. Ο «Μανόλης» έγινε ο μοναδικός παίκτης του ελληνικού πρωταθλήματος που ήταν υποψήφιος για τη «Χρυσή Μπάλα» (το 2002), στη συνέχεια χάρισε στο Τριφύλλι το μοναδικό πρωτάθλημα της τελευταίας δεκαετίας (2004) και αποχώρησε πρόσφατα (όσο και άδοξα) για την Πόρτσμουθ. Συμπέρασμα: στον Παναθηναϊκό είναι χρυσός ό,τι δεν λάμπει!