Σήμερα συμπληρώνονται ακριβώς 31 χρόνια από τη διεξαγωγή του πιο φημισμένου αγώνα στην ιστορία της επαγγελματικής πυγμαχίας. Ο Μοχάμεντ Αλι είχε θεωρητικά ελάχιστες πιθανότητες να νικήσει τον παγκόσμιο πρωταθλητή Τζορτζ Φόρμαν, ωστόσο ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, σε ηλικία 32 ετών, έφυγε θριαμβευτής από την Κινσάσα του Ζαΐρ και με τον τίτλο ξανά στα χέρια του. «Οι ζωές μας συναντήθηκαν τότε στην Αφρική και έκτοτε παρέμειναν ενωμένες. Δεν μπορείς να πεις Μοχάμεντ Αλι χωρίς να πεις και Τζορτζ Φόρμαν» θυμάται ο ηττημένος εκείνης της βραδιάς, συμπληρώνοντας ότι «από τότε είμαστε οι καλύτεροι φίλοι». Σε ένα άρθρο που έγραψε ο Αλι στο αμερικανικό περιοδικό «Newsweek» παραδέχεται ότι η νίκη του επί του Φρέιζερ στη Μανίλα το 1975 ήταν η μεγαλύτερη πυγμαχική επιτυχία του, ωστόσο αφιέρωσε τα 2/3 εκείνου του άρθρου στον αγώνα της 30ής Οκτωβρίου 1974 εναντίον του Φόρμαν, στο «Rumble in the Jungle» («Βορβορυγμοί στη Ζούγκλα»), όπως ήταν ο τίτλος που έδωσε στον αγώνα ο αμφιλεγόμενος ατζέντης Ντον Κινγκ. «Ηταν ένας αγώνας που ξύπνησε συνειδήσεις σε μια ολόκληρη χώρα» έγραψε ο Αλι· και πρόσθεσε: «Ηθελα να επανασυνδέσω τους μαύρους της Αμερικής με την Αφρική και ταξιδεύοντας στη ζούγκλα, επισκεπτόμενος χωριά χωρίς ηλεκτρισμό, ραδιόφωνο και τηλεόραση ήρθα σε επαφή με ανθρώπους στους οποίους μπορούσα να μιλήσω. Ο αγώνας ήταν για τον ρατσισμό, για το Βιετνάμ, για όλα αυτά».


Το 1964 στο Μαϊάμι ο Κάσιους Κλέι, όπως ήταν το όνομα του Μοχάμεντ Αλι προτού ασπαστεί τον μωαμεθανισμό, έγινε ο δεύτερος νεαρότερος παγκόσμιος πρωταθλητής βαρέων βαρών νικώντας στον όγδοο γύρο τον Σόνι Λίστον.


Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε κατακτήσει το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης, ένα μετάλλιο που ο ίδιος πέταξε σε ένα ποτάμι αποτροπιασμένος από τον ρατσισμό που επικρατούσε στις ΗΠΑ. Τα προβλήματά του ξεκίνησαν το 1967 όταν κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό, αλλά αρνήθηκε δηλώνοντας ότι «δεν έχω να χωρίσω τίποτε με τους Βιετκόνγκ».


Καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση, ενώ του αφαιρείται ο παγκόσμιος τίτλος και η άδεια να πυγμαχεί. Το 1971 επιστρέφει με έναν «φιλικό» αγώνα εναντίον του παγκόσμιου πρωταθλητή Φρέιζερ, από τον οποίο χάνει. Ολοι πίστεψαν ότι εκεί τελείωσε η καριέρα του Αλι.


* Πριμ 5 εκατ. δολ. για τον καθένα


Στις 30 Οκτωβρίου 1974 ο καλύτερος πυγμάχος όλων των εποχών παίρνει την εκδίκησή του. Σε έναν αγώνα που έγινε στην Κινσάσα του Ζαΐρ (νυν Δημοκρατία του Κονγκό), κατόπιν πρόσκλησης του προέδρου της δυτικοαφρικανικής χώρας Μομπούτου Σέσε Σέκο Κούκου Νγκμπέντου Βα Ζα Μπάνγκα, η οποία συνοδευόταν με πριμ 5 εκατ. δολαρίων στους δύο μονομάχους, περισσότεροι από 70.000 φανατικοί θεατές είδαν τον Αλι να ανατρέπει όλα τα προγνωστικά.


Σήμερα, 31 χρόνια μετά την επική μάχη, τόσο ο Αλι όσο και ο Φόρμαν παραμένουν αξεπέραστες μορφές στον χώρο της επαγγελματικής πυγμαχίας. Ο Αλι ξεπέρασε τον εαυτό του όταν όλοι πίστεψαν ότι είχε τελειώσει, ενώ 20 χρόνια αργότερα, όταν ο Φόρμαν είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη δύση της καριέρας του, κατάφερε να επανακτήσει τον τίτλο νικώντας σε ηλικία 45 ετών τον Μίκαελ Μούρερ! «Αν ήξερα ότι εκείνος ο αγώνας θα σημάδευε τόσο τη ζωή μου, θα μπορούσα να τον απολαύσω περισσότερο, ακόμη και την ήττα» παραδέχεται σήμερα ο Φόρμαν και θυμάται:


«Εκείνη την εποχή ήμουν ένας αθλητής που μπορούσε να αφανίσει κάθε αντίπαλο. Οταν πήγα στο Ζαΐρ είχα την αίσθηση ότι θα νικούσα τον Αλι σε έναν ή δύο γύρους. Ηθελα να το τελειώσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Τον χτυπούσα με όλη μου τη δύναμη, έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα. Οταν χτύπησε για τρίτη φορά το καμπανάκι σκέφτηκα ότι ο αγώνας μπορεί να διαρκούσε περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζα. Στο τέλος του τέταρτου γύρου με κοίταξε και σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, σαν να μου έλεγε «τα κατάφερα». Ετσι ήταν, αφού είχε καταφέρει να αντεπεξέλθει σε χτυπήματα που δεν είχα ρίξει ποτέ σε κανέναν άλλο. Οταν έπεσα στο ρινγκ πίστεψα ότι έχανα τη ζωή μου, όχι απλώς τον αγώνα. Πέρασαν δύο χρόνια για να συνέλθω από το σοκ εκείνης της ήττας. Ξυπνούσα τα βράδια και ακόμη απορούσα πώς είχα χάσει. Τελικά κατάλαβα ότι ο Αλι ήταν ο άνθρωπος με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα που γνώρισα ποτέ».


* «Εμένα δεν με κρατούσε κανείς»


Ο δημοσιογράφος της βρετανικής εφημερίδας «Independent» Κεν Τζόουνς, ο οποίος είχε ταξιδέψει στην Κινσάσα για να καλύψει την αναμέτρηση, θυμάται τη συνάντηση που είχε με τον Αλι, λίγες ώρες μετά τον αγώνα. «Είχε επιστρέψει νικητής, θριαμβευτής, και το πρόσωπό του ήταν γαλήνιο. Εβαλε στο βίντεο μια κασέτα με την προαναγγελία του αγώνα, όπου ο μάνατζερ του Φόρμαν, ο Ντικ Σάντλερ, μιλούσε για τις φονικές γροθιές του αθλητή του. Στην επόμενη σκηνή, ο Σάντλερ κρεμόταν από έναν σάκο του μποξ τον οποίο σφυροκοπούσε ασταμάτητα ο Φόρμαν, σηκώνοντας τον Σάντλερ στις μύτες των ποδιών του με κάθε χτύπημα. Ο Αλι απλώς σχολίασε: «Το πρόβλημα του Τζορτζ ήταν ότι εμένα δεν με κρατούσε κανείς»».


Πριν από μερικά χρόνια, σε ένα αφιέρωμα για τους καλύτερους αθλητές όλων των εποχών που παρουσίασε ένα αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο, ο Αλι εμφανίζεται να παρακολουθεί σε βίντεο τον αγώνα εναντίον του Φόρμαν. Το σώμα του φαίνεται καταπονημένο από τους 61 αγώνες, τα χέρια του τρέμουν νικημένα από τη νόσο Πάρκινσον, αλλά το μυαλό του παραμένει κοφτερό. Τα μάτια του συνέχιζαν να χορεύουν όπως τότε και να λάμπουν όπως η Ολυμπιακή Φλόγα που κουβάλησε με τρεμάμενο χέρι στην Ατλάντα το 1996. Για μια στιγμή έμοιαζε να ξαναζεί εκείνον τον αγώνα, τη μεγαλύτερη αθλητική στιγμή του.


Πολλοί αναρωτιούνται: «Τι θα γινόταν αν είχε χάσει ο Αλι;». Αυτό βέβαια δεν μπορεί να το απαντήσει κανείς, ωστόσο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η μονομαχία του με τον Φόρμαν πριν από 31 χρόνια στην Κινσάσα έχει περάσει στην Ιστορία ως το αρτιότερο πυγμαχικό έπος. Ολων των εποχών. Τα 5 σημεία που έφεραν το νοκάουτ


Σύμφωνα με τους ειδικούς, τα πέντε σημεία που έδωσαν τη νίκη (με νοκάουτ) στον Μοχάμεντ Αλι ήταν τα εξής:


1. Δεν ήταν το φαβορί, δεν είχε άγχος παρά μόνο τη δίψα για τον τίτλο.


2. Ξεκίνησε τον αγώνα ρισκάροντας. Εξαπέλυσε μια σειρά χτυπημάτων με το δεξί, ακολουθώντας παράτολμη τακτική, ωστόσο έβγαλε εκτός ρυθμού τον παγκόσμιο πρωταθλητή και έδειξε ότι θα ελέγχει τον ρυθμό του αγώνα.


3. Το επόμενο «κόλπο» του Αλι έμοιαζε το ίδιο αυτοκαταστροφικό: από τον δεύτερο γύρο παρέμενε κολλημένος στα σχοινιά, σχεδόν οριζοντιοποιημένος και υπέμενε τα χτυπήματα του Φόρμαν. Τα χαλαρωμένα σχοινιά απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του Φόρμαν.


4. Ο Αλι είχε προετοιμαστεί σκληρά σε αυτή την τακτική και είχε το κουράγιο να παίζει ψυχολογικά με τον αντίπαλό του ρωτώντας τον μετά κάθε γροθιά: «Αυτό μπορείς μόνο, Τζορτζ; Δεν έχεις τίποτε άλλο;».


5. Ο παγκόσμιος πρωταθλητής έχασε και την τελευταία σταγόνα ενέργειας στις αλόγιστες επιθέσεις που εξαπέλυε εναντίον του Αλι. Στον όγδοο γύρο, μόλις βρήκε την ευκαιρία, ο Αλι αναπήδησε από τα σχοινιά και με ταχύτατα χτυπήματα ξάπλωσε τον Φόρμαν στο καναβάτσο.