Μια παροιμία (αγγλική, γιατί το πείσμα δεν λείπει από τη ράτσα αυτή) λέει ότι «όπου ένα θέλω, εκεί και ένας δρόμος». Μια ελληνική εκδοχή εκφράζεται με την εξαίρετη εμφάνιση της εθνικής ομάδας υδατοσφαίρισης στο παγκόσμιο πρωτάθλημα. Χρόνια τώρα δύο γενιές υδατοσφαιριστών κυνηγούσαν το όραμα ενός μεταλλίου και πέτυχε η στοχοσκόπευση με το χάλκινο μετάλλιο του Μόντρεαλ (βλέποντας τον μεγάλο τελικό και τον μικρό, η σκέψη, λογικά, οδηγείται για την ελληνική ομάδα σε θέση ακόμη ψηλότερα). Πριν από 85 χρόνια καταγράφεται η πρώτη διεθνής εμφάνιση της εθνικής ομάδας στους Ολυμπιακούς της Αμβέρσας Βελγίου, με νωπές τις πληγές από τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτοτε η υδατοσφαίριση αναδείχθηκε ως το κατ’ εξοχήν ομαδικό άθλημα της χώρας με την πυκνότερη διεθνή παρουσία, σε επίπεδο ολυμπιακών και παγκόσμιων αγώνων.


Μια πορεία πεισματικά εμπνεόμενη από το ότι η εκπροσώπηση του δυναμικού και συναρπαστικού αυτού αθλήματος άξιζε περισσότερα από όσα είχε κατακτήσει, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα και στις αρχές του 21ου. Και η στιγμή επέστη για να αναδυθεί μέσα από το γλυκό νερό του κολυμβητηρίου η δικαίωση, όχι απλώς και συμπτωματικά αγωνιστική αλλά κυρίως ως πιστοποίηση αγωνιστικού ήθους και ανένδοτης προσπάθειας. Ολοι χαιρόμαστε και πέραν του μεγάλου επαίνου προς τους σημερινούς διεθνείς υδατοσφαιριστές και τον άξιο προπονητή τους (επιδέξιο και στιβαρό τιμονιέρη Σάντρο Καμπάνια), πρέπει να είναι ιδιαίτερα περήφανοι όλοι εκείνοι οι αθλητές και οι προπονητές που χάραξαν έναν πλατύ δρόμο για το σήμερα και ακόμη πλατύτερο για το αύριο. Είπαμε δύο γενιές πάλεψαν σκληρά και έρχεται κοντά τους η τρίτη γενιά. Περιέργως στα επίσημα συγχαρητήρια ουδεμία αναφορά γίνεται στον ρόλο της «οικείας ομοσπονδίας», λες και η ομάδα ήταν αδέσποτη και ορφανή.


Τύχη αγαθή, παρακολουθώ για μισό και πλέον αιώνα αυτή την επίπονη προσπάθεια. Αν προσπαθούσα να επισημάνω κάτι άλλο εκτός από το «σκορ» σε μεγάλους αγώνες, είναι η ατσάλινη θεληματικότητα σε συνδυασμό με το υψηλό μορφωτικό επίπεδο των μελών της εθνικής ομάδας. Σήμερα, σε γενική θεώρηση, το επίπεδο μόρφωσης και πνευματικότητας αλλά και επιστημοσύνης επαγγελματικής των αθλητών και αθλητριών μας είναι υψηλό, αλλά πριν από τριάντα, π.χ., χρόνια αυτό το επίπεδο των ελλήνων υδατοσφαιριστών ήταν παράδειγμα προς μίμηση. Το στοιχείο αυτό έχει βαρύνουσα σημασία τού γιατί η ιστορία είναι μόνο η καταγραφή των γεγονότων και ο σχολιασμός τους σε αγωνιστικό πλαίσιο αλλά και η συσχέτισή τους με το κοινωνικό γίγνεσθαι -καθώς και το μορφωτικό -κάθε εποχής. Στο θέμα αυτό η υδατοσφαίριση έχει το δικό της πολυσήμαντο κεφάλαιο.


Δεν ξέρουμε αν οι διαπρεπείς τερματοφύλακες της εθνικής ομάδας (Ρέππας και Δεληγιάννης) γνωρίζουν ότι ο αθλητικός πρόγονός τους είναι ο κορυφαίος έλληνας αθλητής του 20ού αιώνα, για περισσότερους από έναν λόγους: ως προσωπικό ήθος και ατομική αξιοπρέπεια. Μιλάμε για τον Κωστή Τσικλητήρα, που προτού αναδειχθεί ολυμπιακή μορφή το 1908 στο Λονδίνο και ιδιαίτερα το 1912 στη Στοκχόλμη, για να δώσει μετά τους θριάμβους ένα μάθημα οδυνηρό αλλά αξέχαστο ζωής, επιδιδόταν στην αποστολή του φύλακα των εστιών υδατοσφαίρισης και ποδοσφαίρισης (όπως συνηθιζόταν τότε). Μάλιστα στο αρχείο του Πανελληνίου ΓΣ (από τους πρωτοπόρους στην καλλιέργεια του πόλο) υπάρχει μια ιστορική, πράγματι, φωτογραφία με τον Τσικλητήρα να γεμίζει την εστία ως τερματοφύλακας. Καθώς ήταν δίμετρος σχεδόν και τα μακριά και δυνατά πόδια και η πανίσχυρη μέση -βάση του μεγάλου άλτη άνευ φοράς -συμπορεύονταν σωματομετρικά με το άνοιγμα των χεριών…