Ο κ. Βασίλης Δανιήλ ήταν ο πρώτος και ίσως ο μόνος προπονητής από όσους πέρασαν την τελευταία πενταετία από τον πάγκο της Εθνικής ποδοσφαίρου των ανδρών που ασχολήθηκε με το κλίμα που επικρατεί στο εσωτερικό της ομάδας. Η εικόνα που παρουσίαζε η Εθνική όταν την ανέλαβε ο καβαλιώτης τεχνικός ήταν αποκαρδιωτική: Στην πρώτη συγκέντρωση έβλεπε κανείς ποδοσφαιριστές που έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο και δεν αντάλλασσαν ούτε μια καλημέρα. Οι παίκτες σχημάτιζαν μικρές παρέες, τις πασίγνωστες στους ποδοσφαιρόφιλους ως «κλίκες», οι οποίες απαρτίζονταν από εκείνους που έπαιζαν στον ίδιο σύλλογο ή είχαν βρεθεί στο παρελθόν συμπαίκτες. Η εικόνα στις αποστολές στο εξωτερικό ήταν ακόμη χειρότερη. Σκόρπιοι οι ποδοσφαιριστές που στραβοκοιτάζονταν ή δεν μιλούσαν καν μεταξύ τους. Η αποστολή δεν επέτρεπε σε έναν μη σχετικό παρατηρητή να αντιληφθεί ότι επρόκειτο για εθνική ομάδα. Μόνο το κοστούμι με το εθνόσημο πρόδιδε ότι υπήρχε μια σχέση μεταξύ όλων αυτών των παικτών. Ο κ. Δανιήλ επιδόθηκε σε μια μίνι έρευνα μετά το πρώτο διάστημα της θητείας του ως ομοσπονδιακός τεχνικός. Σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις άκουσε διεθνείς να κατηγορούν συμπαίκτες τους και να μην κρύβουν τις αντιπάθειές τους. Και έφτασε στο συμπέρασμα ότι συγκεκριμένοι ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού και της ΑΕΚ ήσαν οι βασικοί υπεύθυνοι για τη μεγάλη ψυχρότητα που υπήρχε μεταξύ των διεθνών παικτών. Επηρεασμένοι προφανώς από το κλίμα μεγάλου φανατισμού που επικρατούσε στα ντέρμπι ΑΕΚ – Ολυμπιακού από το 1996 ως το 2000, οι ποδοσφαιριστές των δύο ομάδων μετέφεραν, ασυναίσθητα ίσως, τα συλλογικά πάθη στην Εθνική ομάδα. Χωρίς δεύτερη σκέψη τους «έκοψε» από τη λίστα των προσκλήσεών του. Και αυτή ήταν η απαρχή για τη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των διεθνών ποδοσφαιριστών, το οποίο σήμερα έχει φτάσει να εντυπωσιάζει ακόμη και τους ίδιους.


Ο διάδοχος του κ. Δανιήλ στον πάγκο, ο Γερμανός Οτο Ρεχάγκελ, δεν ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με το συγκεκριμένο θέμα ως σήμερα. Κάλεσε μάλιστα μερικούς από τους παίκτες που ο προκάτοχός του είχε κόψει για τον λόγο αυτό. Η επιστροφή τους όμως δεν επηρέασε αρνητικά την ομάδα. Ισως επειδή δεν επέστρεψαν όλοι μαζί. Ισως επειδή τους είχε κοστίσει η απουσία και αντιλήφθηκαν ότι έπρεπε να αλλάξουν συμπεριφορά ώστε να καταφέρουν να λειτουργήσουν στο πλαίσιο μιας ποδοσφαιρικής οικογένειας και να συνεργαστούν με τους συμπαίκτες τους στην Εθνική ομάδα.


Στις συγκεντρώσεις του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος της Ελλάδας τον τελευταίο χρόνο το κλίμα είναι καλύτερο από ποτέ. Ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ δίνουν εικόνα συμπαικτών οι οποίοι τρελαίνονται να κάνουν παρέα. Τα νέα παιδιά που καλούνται από τον Ολυμπιακό έχουν επίσης καταφέρει να γίνουν μέλη αυτής της οικογενειακής παρέας. Το καλό για την Εθνική Ανδρών σήμερα είναι ότι καλούνται ποδοσφαιριστές που εν πολλοίς ήσαν συμπαίκτες στην Εθνική Ελπίδων, εκεί όπου το κλίμα ήταν ανέκαθεν πολύ καλό, αφού οι νεαρής ηλικίας ποδοσφαιριστές δεν έχουν προλάβει να αποκτήσουν αντιπάθειες ή να διαβρωθούν από τον συλλογικό φανατισμό, αλλά ούτε και να σηκώσουν ψηλά τη μύτη από βεντετισμό.


* Ο «πάτερ φαμίλιας», ο μίμος και οι «ξένοι»


Από τους παίκτες που αποτελούν μόνιμα μέλη της ομάδας που καλεί ο κ. Ρεχάγκελ, δύο ποδοσφαιριστές διεκδικούν τον τίτλο του πιο δημοφιλούς. Πρώτος και καλύτερος ο αρχηγός της Εθνικής Θοδωρής Ζαγοράκης (της ΑΕΚ), που έχει πάρει τον τίτλο του «πάτερ φαμίλια». Συναναστρέφεται παίκτες όλων των ομάδων, διατηρεί πολύ καλή διαπροσωπική σχέση με τη μεγάλη πλειονότητα των συναδέλφων του. Και είναι πάντοτε έτοιμος να καλωσορίσει και να… βαφτίσει ένα νέο μέλος, βοηθώντας το να νιώσει από την αρχή μέλος της οικογένειας της Εθνικής ομάδας.


Εξαιρετικά δημοφιλής είναι και ο Τάκης Φύσσας (του Παναθηναϊκού). Δέχεται περισσότερες προσκλήσεις για να επισκεφθεί τα δωμάτια των συμπαικτών του από όσες δέχονται οι φυσικοθεραπευτές που τους κάνουν μασάζ. Και το μυστικό, εκτός από τον πολύ καλό χαρακτήρα του, κρύβεται στην ικανότητά του να μιμείται. Απογεύματα και βραδιές με τον Φύσσα να μιμείται συμπαίκτες ή προπονητές με τους οποίους έχει συνεργαστεί έχουν ήδη καταγραφεί στην ιστορία της Εθνικής ομάδας.


Ιδιαιτέρως δημοφιλείς είναι δύο ακόμη ποδοσφαιριστές οι οποίοι αγωνίζονται στο εξωτερικό. Ο Νίκος Νταμπίζας (της αγγλικής Νιούκαστλ) και ο Ζήσης Βρύζας (της ιταλικής Περούτζια), τα «καλά παιδιά», όπως είναι ο χαρακτηρισμός που τους αποδίδεται από τους συμπαίκτες τους. Ποδοσφαιριστές με πολύ καλό χαρακτήρα, οι οποίοι δεν συναναστρέφονται μόνο παιδιά με τα οποία υπήρξαν συμπαίκτες στο παρελθόν. Από τους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού δύο είναι αυτοί που έχουν τις περισσότερες συμπάθειες: ο Χρήστος Πατσατζόγλου και ο Στέλιος Βενετίδης. Παίκτες που αποτελούν μέλη της «εθνικής παρέας» είναι και οι Γιώργος Γεωργιάδης και Παντελής Καφές του ΠΑΟΚ, όπως και ο πρώην συμπαίκτης τους στον Δικέφαλο και νυν ποδοσφαιριστής του Τριφυλλιού Παντελής Κωνσταντινίδης.


* Οι «πράσινοι», ο Ντέμης και οι Ελπίδες


Το πιο χαρακτηριστικό ίσως είναι πόσο είναι δεμένοι μεταξύ τους όταν βρίσκονται στην Εθνική ομάδα οι «πράσινοι» Αντώνης Νικοπολίδης, Αγγελος Μπασινάς, Γιώργος Καραγκούνης, Φύσσας με τους κίτρινους Ζαγοράκη, Ντέμη Νικολαΐδη. Ο τελευταίος μαζί με τον Στέλιο Γιαννακόπουλο (του Ολυμπιακού) είναι οι δύο παίκτες των οποίων η αλλαγή συμπεριφοράς στην Εθνική ομάδα έχει εκπλήξει θετικά τους συμπαίκτες τους τον τελευταίο χρόνο. Επηρεασμένος από τα όσα άκουγε και διάβαζε τα προηγούμενα χρόνια, όπως και από μερικά επεισόδια στα οποία είχε πρωταγωνιστήσει, ο Νικολαΐδης ήταν αρχικά απομονωμένος όταν επέστρεψε στην Εθνική ομάδα. Πολύ σύντομα όμως έγινε μέλος της παρέας, αφού αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι το κλίμα έχει αλλάξει και η Εθνική δεν θυμίζει το ηφαίστειο που σιγόβραζε σε κάθε συγκέντρωση στο παρελθόν.


Η αλλαγή του Ντέμη είχε ως συνέπεια την άνοδο της δημοτικότητάς του, η οποία έχει φτάσει να είναι σήμερα στην Εθνική μεγαλύτερη από ποτέ. Το ίδιο ισχύει και για τον Γιαννακόπουλο, ο οποίος στην παλιά Εθνική αποτελούσε μέλος της παρέας που απαρτιζόταν μόνο από ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού. Σήμερα είναι μέλος της πολύχρωμης παρέας και έχει αποκτήσει αρκετές συμπάθειες.


Μια άλλη πολύχρωμη παρέα που διαρκώς μεγαλώνει τους τελευταίους μήνες είναι αυτή που απαρτίζουν τα πρώην μέλη της Εθνικής Ελπίδων. Στους παλαιότερους Βασίλη Λάκη (ΑΕΚ), Καραγκούνη προστέθηκαν σταδιακά οι Π. Κωνσταντινίδης, Βενετίδης, Πατσατζόγλου, Καφές, Τραϊανός Δέλλας (Ρόμα), Γιούρκας Σεϊταρίδης (Παναθηναϊκός), Αγγελος Χαριστέας (Βέρντερ Βρέμης). Αυτή η παρέα καλωσορίζει και εντάσσει άμεσα κάθε νέο παίκτη που προβιβάζεται από την Ελπίδων στην Ανδρών.


* Να η ευκαιρία για τους παράγοντες


Δεν υπάρχει προπονητής ή παράγοντας της ΕΠΟ στον οποίο θα μπορούσαν να αποδοθούν τα εύσημα για τη θεαματική βελτίωση του κλίματος στην Εθνική ή, πολύ περισσότερο, να πιστωθεί αυτή την επιτυχία. Η προσπάθεια έγινε από τους ίδιους τους ποδοσφαιριστές, οι οποίοι βοηθούμενοι από περιστάσεις και συγκυρίες, όπως και από την απουσία κάποιων συμπαικτών τους, κατάφεραν να βάλουν στην άκρη τα συλλογικά πάθη και δοκίμασαν όχι απλώς να κάνουν πιο αρμονική τη συνεύρεση και τη συνεργασία τους αλλά και να το διασκεδάσουν. Το ομαδικό πνεύμα στον τομέα αυτόν επέστρεψε ύστερα από χρόνια. Δεν αντανακλάται ακόμη εντός αγωνιστικού χώρου, όμως οι αιτίες δεν έχουν πλέον να κάνουν με το κλίμα που επικρατεί στην Εθνική αλλά με τη νοοτροπία με την οποία αντιμετωπίζεται (όχι μόνο από τους ποδοσφαιριστές) η Εθνική ομάδα. Το βήμα που έχει γίνει πάντως τον τελευταίο χρόνο στον τομέα των διαπροσωπικών σχέσεων των ποδοσφαιριστών είναι σημαντικό. Είναι μια βάση στην οποία μπορούν να στηριχθούν ο κ. Ρεχάγκελ και οι παράγοντες της ΕΠΟ για να χτίσουν μια Εθνική καλύτερη από τις προηγούμενες.


Οι ποδοσφαιριστές συχνά αντιμετωπίζουν ως αγγαρεία τις συγκεντρώσεις της Εθνικής και μετρούν τις ώρες ώσπου να αποδεσμευτούν. Είναι όμως πολύ σημαντικό ότι τουλάχιστον σήμερα συμβιώνουν αρμονικά. Δεν σκοτώνονται για τον αριθμό της φανέλας που θα φορέσουν ή για το περιβραχιόνιο του αρχηγού και μοιάζουν πλέον με ομάδα στις κινήσεις τους. Ο κ. Ρεχάγκελ είναι ο πιο τυχερός προπονητής της Εθνικής την τελευταία πενταετία. Διότι χωρίς καν να το επιδιώξει έχει στα χέρια του την πρώτη Εθνική που μοιάζει τουλάχιστον με ομάδα, αφού για πρώτη φορά το κλίμα στο εσωτερικό της είναι καλό. Η Εθνική μπορεί να μην έχει καταφέρει ακόμη να γίνει αγωνιστικά μια αξιόπιστη ομάδα, αλλά τουλάχιστον κατάφερε να γίνει ενιαία παρέα. Στα μάτια όσων την παρακολουθούν την τελευταία πενταετία αυτό είναι ένα επίτευγμα.