«Εγώ δεν παραιτήθηκα, με ανάγκασαν να φύγω από τον Παναθηναϊκό»


Το βράδυ της περασμένης Πέμπτης ο Φερνάντο Σάντος ετοίμαζε τα πράγματά του για το ταξίδι επιστροφής στην Πορτογαλία. Κάθε λίγο αναγκαζόταν να σταματήσει για να απαντήσει στα τηλεφωνήματα που δεχόταν από την πατρίδα του αλλά και από ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκε στον Παναθηναϊκό και στην ΑΕΚ. Ποδοσφαιριστές, οπαδούς, υπαλλήλους που ήθελαν να του πουν αντίο. Ο 54χρονος τεχνικός, με τον οποίο ο Παναθηναϊκός έλυσε αιφνιδιαστικά τη συνεργασία του το βράδυ της Τετάρτης, μίλησε αποκλειστικά στο «Βήμα» για να κάνει στα στερνά αυτό που δεν έκανε από την αρχή: να εξηγήσει στη φίλαθλη κοινή γνώμη τους λόγους για τους οποίους το εγχείρημά του δεν έπρεπε να κριθεί σε εννέα επίσημα παιχνίδια αλλά σε βάθος χρόνου. Αναμαλλιασμένος, αξύριστος, απεριποίητος, ο πορτογάλος προπονητής «φώναζε» αυτό που αισθανόταν: προδομένος από αυτούς που επί τέσσερις μήνες διατράνωναν την πίστη τους στις ικανότητές του και ξαφνικά – όπως τόνισε – του ζήτησαν να εγκαταλείψει τις αρχές που πρεσβεύει στο ποδόσφαιρο και να επιδιώξει πρόσκαιρα θετικά αποτελέσματα. Τους διοικούντες την ΠΑΕ Παναθηναϊκός, οι οποίοι, ύστερα από την πρόκριση στο Κύπελλο UEFA με το ζόρι και στην παράταση επί της βουλγαρικής Λίτεξ, του ζήτησαν να πράξει κάτι που θεωρούσε αδιανόητο: την επιστροφή της ομάδας στο πρόσφατο παρελθόν της – να νικά η ομάδα στο ματς που έχει μπροστά της και βλέπουμε (…)-, το οποίο οι ίδιοι του δήλωναν ότι επιθυμούν να διαγράψουν. Επιστροφή στο παρελθόν όχι επειδή τους ικανοποιούσε αλλά επειδή ήλπιζαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα αποφύγουν τις αποδοκιμασίες της εξέδρας και θα απαλλαγούν από την πίεση των αρνητικών πρώτων εντυπώσεων.




– Ξαφνικά, αν τα πράγματα είναι έτσι, αποφασίσατε να φύγετε από τον Παναθηναϊκό. Γιατί;


«Δεν πήρα σε μία ημέρα την απόφαση. Τη σκεφτόμουν το τελευταίο δεκαήμερο, ύστερα από το παιχνίδι με τη Λίτεξ και τη συζήτηση που ακολούθησε με τη διοίκηση. Ζύγιζα τα υπέρ και τα κατά στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, σκεφτόμενος τι είναι καλύτερο για τον Παναθηναϊκό και για μένα. Εμένα όμως δεν με κινεί το χρήμα. Με κινεί όσο μου είναι αρκετό, όσο μου χρειάζεται. Αν δεν ήταν έτσι, απλώς θα καθόμουν εδώ και θα περίμενα να με διώξουν και να πάρω την αποζημίωση. Ή θα μου έδιναν ένα ξεκάθαρο σημάδι ότι θα συνεχίσουμε στον δρόμο που είχαμε χαράξει μαζί στην αρχή ή θα χωρίζαμε. Δεν χρειαζόμουν ψήφο εμπιστοσύνης. Οταν παίρνεις ψήφο εμπιστοσύνης, είναι σίγουρο ότι την επόμενη ημέρα θα είσαι στον δρόμο».


– Αυτά δεν είχαν ξεκαθαριστεί μεταξύ σας στην αρχή;


«Από την αρχή για τον Παναθηναϊκό υπήρχαν δύο λύσεις: ή να συνεχίσει όπως ήταν, και αυτό δεν είναι κριτική προς κάποιον, ή να αλλάξει. Αλλά αναλύοντας τα πραγματικά δεδομένα του παρελθόντος διαπιστώνεις ότι δεν οδήγησε πουθενά τα τελευταία έξι χρόνια αυτή η πρακτική. Φυσικά με μεγάλη εξαίρεση την πολύ καλή παρουσία στο Τσάμπιονς Λιγκ, αλλά χωρίς τίτλους, χωρίς θριάμβους. Αυτή ήταν η μία επιλογή. Και η άλλη ήταν η αλλαγή της φιλοσοφίας, του μοντέλου. Διότι εγώ νομίζω πως όταν επί χρόνια ένα μοντέλο δεν αποδίδει, πρέπει να δοκιμάζουμε κάτι άλλο αναλαμβάνοντας τα φυσιολογικά ρίσκα που υπάρχουν. Είναι ένα απλό θέμα: Μπορεί να είσαι πάντοτε ευχαριστημένος ως δεύτερος και να μη θέλεις το παραπάνω ή να επιδιώξεις το παραπάνω, μέσα από έναν δρόμο που μπορεί να σε οδηγήσει αρχικά σε λιγότερο ευνοϊκά αποτελέσματα. Αν πάρεις την απόφαση να το επιχειρήσεις, πρέπει να σκεφτείς το τέλος και όχι την αρχή. Αυτό το κρίναμε και το αποφασίσαμε και αναλάβαμε τότε τις υποχρεώσεις και τις ευθύνες που έχει αυτό το ρίσκο. Καινούργιες μέθοδοι και είδος προπόνησης, νέα φιλοσοφία στο παιχνίδι, η οποία δεν ξέρω αν είναι χειρότερη ή καλύτερη, αλλά είναι διαφορετική, και εγώ έκρινα ότι άξιζε να δοκιμαστεί. Διότι αυτή η διαδικασία έδωσε αποτέλεσμα σε όλες τις άλλες ομάδες όπου εργάστηκα. Μια από τις προτεραιότητές μου ήταν να μεταμορφώσω αυτή την ομάδα σε ένα σύνολο που να είναι ικανό να επιβληθεί στον αντίπαλο και να κουμαντάρει το ματς. Και ένα από τα πράγματα που βρήκα στην ανάλυση που έκανα είναι ότι πέρυσι η ομάδα στο πρωτάθλημα σε 26 παιχνίδια είχε βάλει 52 γκολ, αλλά τα 22 γκολ σε τέσσερα παιχνίδια. Που σημαίνει ότι στα υπόλοιπα 22 παιχνίδια έχει βάλει 30 γκολ. Ενα και κάτι γκολ ανά παιχνίδι δηλαδή. Και το πρόβλημα βρισκόταν κάπου εκεί. Αρα χρειαζόταν πραγματικά αλλαγή. Βέβαια αυτό δεν αλλάζει από τη μία ημέρα στην άλλη. Και αυτό ήταν ίσως ένα από τα λάθη μου, ότι δεν το τόνισα στην αρχή. Διότι εγώ ήξερα ότι αυτή η δουλειά θα παράγει καρπούς αργότερα».


– Πώς όμως φθάσατε στο διαζύγιο με τον Παναθηναϊκό;


«Η ομάδα έχασε τρία παιχνίδια, το πρώτο με τον ΠΑΟΚ, όπου στο ημίχρονο μείναμε με 10 παίκτες και περιορίστηκαν οι επιλογές μας. Η αλήθεια είναι ότι ήταν κακό αποτέλεσμα. Και μετά είχαμε ένα πολύ κακό παιχνίδι και πολύ κακό αποτέλεσμα με την Προοδευτική. Και εκείνη τη στιγμή εγώ έθεσα αυτό το ζήτημα στη διοίκηση. Αν έπρεπε να συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο, που εγώ έκρινα ότι πρέπει, ή αν δεν έπρεπε. Και συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχίσουμε. Απέναντι στην ΑΕΚ κάναμε πολύ καλό παιχνίδι, όπου μπορούσαμε να έχουμε νικήσει. Και ύστερα από αυτό ήρθαν τέσσερις νίκες σε τέσσερα παιχνίδια. Ωστόσο κάποια στιγμή φάνηκε ξεκάθαρα ότι η κατάσταση αλλάζει, με την έννοια ότι η σκέψη στεκόταν πλέον στο επόμενο παιχνίδι και όχι στον πραγματικό στόχο. Δηλαδή έπρεπε πλέον να προπονείσαι ανάλογα με το αποτέλεσμα του τελευταίου αγώνα. Αν νικάς, καλά. Αν χάνεις, άσχημα. Εγώ δεν ξέρω να δουλεύω έτσι. Δεν ξέρω να δουλεύω βάσει αυτών των συνθηκών – τελική κρίση σε κάθε παιχνίδι. Δηλαδή κάθε ματς να είναι ματς ζωής ή θανάτου. Εγώ προγραμματίζω τα πράγματα μεσοπρόθεσμα. Και πάντα έλεγα ότι δεν κάνω ταμείο σε κάθε παιχνίδι, το κάνω στο τέλος του πρωταθλήματος. Αυτά δεν τα είπα νωρίτερα διότι μπορούσε να εκληφθούν ως δικαιολογία, ενώ εγώ δεν θέλω δικαιολογίες. Γι’ αυτό κάναμε συναινετική, φιλική λύση του συμβολαίου».


– Αν η διοίκηση σας έλεγε προχθές ότι σας εμπιστεύεται απόλυτα ως τη λήξη της περιόδου και ότι θα κάνει τότε απολογισμό, θα ήταν ίδια η επιλογή σας;


«Αν με είχαν πείσει, όχι μόνο με λόγια, αν μου είχαν παρουσιάσει αυτό το σκηνικό, φυσικά τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Και κάτι άλλο: Εγώ δεν παραιτήθηκα! Δεν πήγα στη διοίκηση και είπα «παραιτούμαι». Είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Πήγα να συζητήσω κάποια πράγματα που εγώ και οι συνεργάτες μου αισθανόμασταν αλλά δεν είπα «παραιτούμαι». Στη συζήτηση διαπιστώσαμε ότι έχουμε πλέον διαφορά φιλοσοφίας και καταλήξαμε πως είναι καλύτερη αυτή η λύση».




– Καταλάβατε γιατί αυτή η αλλαγή στη φιλοσοφία της διοίκησης ήρθε ύστερα από το παιχνίδι με τη Λίτεξ;


«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτό το θέμα ετέθη ύστερα από τέσσερις νίκες και ενώ όλα είναι ανοιχτά. Η ομάδα είναι στον δεύτερο γύρο του UEFA και του Κυπέλλου Ελλάδας. Και στο πρωτάθλημα επτά βαθμούς πίσω, αλλά με τους αντιπάλους να έχουν τώρα τα δύσκολα παιχνίδια μεταξύ τους, όπου κάποιος φυσικά θα χάσει βαθμούς. Εγώ πιστεύω ότι με τη βελτίωση που έχει τώρα η ομάδα μπορεί να κερδίσει τα επόμενα παιχνίδια. Αρα η συζήτηση είναι κάπως περίεργη, τώρα. Η οποία με έκανε να συμπεράνω ότι πλέον δεν κοιτάζουμε τι θα συμβεί στο τέλος αλλά αντιμετωπίζουμε την κατάσταση ευκαιριακά, παιχνίδι με το παιχνίδι. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν σου μένει άλλη επιλογή. Το χειρότερο είναι να σε αναγκάζουν να εγκαταλείψεις τις πεποιθήσεις σου. Οχι ότι δεν είμαι ελαστικός, ότι δεν προσαρμόζομαι. Αλλά είναι ένα θέμα απλό: Αν εσύ πηγαίνεις από αριστερά επειδή ξέρεις ότι είναι καλύτερα για το μέλλον σου αλλά αντιληφθείς πως από δεξιά είναι καλύτερα, θα πας δεξιά. Αν όμως νομίζεις ότι από δεξιά θα είναι καλύτερα μόνο για λίγο, διότι ο αριστερός δρόμος συνεχίζει να είναι ο σωστός, αυτός που έχει προοπτική, αλλάζεις κατεύθυνση μόνο για δύο λόγους: ή επειδή δεν ξέρεις τι κάνεις και δεν πιστεύεις αυτό που κάνεις ή μόνο και μόνο για να χαρείς ευκαιριακά. Για να επιζήσεις για λίγο. Είναι όπως οι αλλαγές απελπισίας που κάνει ο προπονητής σε έναν αγώνα. Βγαίνει ένα αίσθημα επιβίωσης, τίποτε παραπάνω. Ολοι το έχουν κάνει, για να ησυχάσουν την εξέδρα. Και η πλάκα είναι ότι κάποιες φορές η αλλαγή αυτή πετυχαίνει. Αλλά αν μετρήσεις θα διαπιστώσεις ότι η αλλαγή της απελπισίας πετυχαίνει μία στις δέκα. Πάντοτε όμως θυμόμαστε αυτήν που πέτυχε και όχι τις άλλες που αποδείχθηκαν άσκοπες. Το ίδιο ισχύει και με την αλλαγή προπονητή».


– Αποδεικνύεται λοιπόν ότι το περασμένο καλοκαίρι κάνατε και οι δύο λάθος. Αλλά από αυτά που λέτε φαίνεται ότι η διοίκηση του Παναθηναϊκού έκανε μεγαλύτερο λάθος διότι πειραματίστηκε προσλαμβάνοντας έναν προπονητή με διαφορετική φιλοσοφία από τη δική της…


«Από γενική άποψη, ίσως ναι, ο Παναθηναϊκός έκανε μεγαλύτερο λάθος. Ο Παναθηναϊκός ήθελε αρχικά να αλλάξει αλλά δεν τα εξήγησε καλά προς τα έξω. Διότι δεν βλέπω τον λόγο να με προσλάβουν αν δεν ήθελαν να αλλάξουν. Ισως νόμιζαν ότι για να αλλάξουν κάποια πράγματα αρκεί να φέρεις έναν άνθρωπο ο οποίος θα τα άλλαζε όλα αμέσως σαν να έχει μαγικό ραβδί. Αυτά δεν γίνονται. Στον Παναθηναϊκό υπάρχουν γενικές συνθήκες για να αλλάξεις πράγματα. Εξαιρετική ομάδα, εξαιρετικές συνθήκες εργασίας, καλό προφίλ, έχει παίκτες, και όλο αυτό το σύνολο μπορεί να αλλάξει. Αλλά αυτό χρειάζεται συνολική προσπάθεια. Και λογικά σε αυτή τη διαδικασία της συνολικής δουλειάς όλοι κάνουν λάθη. Φυσιολογικά λοιπόν έχω και εγώ ευθύνη. Και φυσικά δεν αποτινάσσω από πάνω μου το μερίδιό μου. Από την αρχή όμως έλεγα ότι αυτή η προσπάθεια θα έχει τα εμπρός και τα πίσω. Και εγώ ήμουν προετοιμασμένος για την πίεση που προκαλεί το πισωγύρισμα».


– Υπονοείτε ότι μόνο εσείς ήσασταν προετοιμασμένος;


«Αυτό δεν το ξέρω, αλλά διαπίστωσα ότι δεν ήταν όλοι προετοιμασμένοι στα μπρος-πίσω. Εντάξει, είναι ανθρώπινο, με διάλεξαν βάσει της δουλειάς μου στην ΑΕΚ και στις προηγούμενες ομάδες και πίστεψαν ότι τα πράγματα θα πάνε από την αρχή ομαλά, ευθεία, χωρίς μπρος-πίσω. Είναι λογικό να σκέφτεσαι έτσι. Αλλά δεν μπορείς να εγγυηθείς ότι αυτό θα συμβεί αμέσως. Ο Παναθηναϊκός έχει παίκτες με ποιότητα, αλλά μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία στην προσαρμογή σε άλλη φιλοσοφία παιχνιδιού για κάποιους παίκτες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι ικανοί αυτοί οι παίκτες. Απλώς χρειάζονται μεγαλύτερο χρονικό διάστημα προσαρμογής. Αντί για έναν μήνα χρειάζονται δύο, τρεις, τέσσερις μήνες. Αυτή τη στιγμή οι παίκτες του Παναθηναϊκού είναι πολύ καλά προετοιμασμένοι και μπορούν να κερδίσουν πράγματα εφέτος, τους το είπα στην τελευταία συνάντησή μας. Κάθε μέρα που περνούσε οι ποδοσφαιριστές καταλάβαιναν όλο και περισσότερο ότι δεν πρέπει να παίζεις με την ίδια φιλοσοφία σε κάθε διοργάνωση. Παίζοντας με έναν τρόπο στο Τσάμπιονς Λιγκ μπορεί να φέρεις εξαιρετικά αποτελέσματα, αλλά στο πρωτάθλημα, όπου με εξαίρεση δύο-τρεις ομάδες ο αντίπαλος είναι υποδεέστερος, ο τρόπος ανάπτυξής σου πρέπει να είναι διαφορετικός. Αυτό χρειάζεσαι χρόνο για να το εμφυσήσεις στους ποδοσφαιριστές, ώστε να παίζουν με διαφορετική φιλοσοφία σε κάθε διοργάνωση. Αν εγώ ερχόμουν σε έναν Παναθηναϊκό που ήταν επί πέντε χρόνια πρωταθλητής, δεν θα είχε νόημα να αλλάξω πολλά πράγματα. Δεν μπορείς να πεις «θα παίξετε αλλιώς» τη στιγμή που το προηγούμενο στυλ έπαιρνε διαρκώς τίτλο. Αυτό το καταλαβαίνω. Οταν ανέλαβα την Πόρτο, ήταν επί τέσσερα συνεχόμενα χρόνια πρωταθλήτρια και εγώ προσπάθησα να βάλω προσωπική σφραγίδα, χωρίς όμως να αλλάξω τη γενική δομή της. Και έτσι πήραμε τον πέμπτο σερί τίτλο, ιστορικό επίτευγμα, δίνοντας όμως και κάτι παραπάνω: γίναμε η ομάδα που έβαλε τα περισσότερα γκολ στην ιστορία του πρωταθλήματος, με 85 γκολ σε 34 παιχνίδια».


– Ποια ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα που σας εμπόδισαν να αλλάξετε αμέσως την ομάδα του Παναθηναϊκού;


«Δεν υπήρχε κανένα μεγάλο πρόβλημα. Ηταν ένα μεγάλο σύνολο από μικρά θέματα. Συνήθειες. Κακές συνήθειες. Συνήθειες στο ένα πράγμα, στο άλλο, στο επόμενο, στο τρίτο, σε πολλά πράγματα. Και μερικές φορές το να αλλάξεις μικρές συνήθειες είναι πιο δύσκολο. Υπήρχε και ένα μεγάλο τραύμα που δημιούργησε η απώλεια των τίτλων σε μια μεγάλη ομάδα. Ηταν πολύ δύσκολο να περάσεις το μήνυμα «θα κερδίσουμε» και όχι το «αν κερδίσουμε». Αυτά είναι τα πιο καθοριστικά».


– Αν μένατε, σε πόσο χρόνο θα άρχιζε η ομάδα να παίζει αυτό που είχατε στο μυαλό σας;


«Νομίζω ότι ύστερα από έξι-επτά παιχνίδια η ομάδα θα απελευθερωνόταν πλήρως. Θα υπήρχε πάντοτε η πιθανότητα κάποιας οπισθοχώρησης. Αλλά σίγουρα δεν θα υπήρχαν άλλες αποκαλύψεις, σαν αυτήν της Προοδευτικής. Αυτή η χρονιά θα ήταν δύσκολη, αλλά οι επόμενες θα ήταν πάρα πολύ θετικές. Αυτή είναι η πεποίθησή μου».


– Πόσοι παίκτες μπορούσαν να παίξουν αμέσως όπως εσείς θέλατε;


«Σήμερα αρκετοί. Πριν από δύο-τρεις μήνες, μερικοί, λίγοι. Χωρίς να έχει σχέση με την ποιότητα, αλλά με την προσαρμογή στη νέα φιλοσοφία».


– Αν το καλοκαίρι είχατε πάρει τους τρεις παίκτες που ζητήσατε και όχι έναν, θα φεύγατε τώρα;


«Αν είχαμε πάρει τρεις παίκτες με τα χαρακτηριστικά που ήθελα, σίγουρα δεν θα έφευγα. Και αυτό ήταν λάθος μου, που δεν επέμεινα. Ηθελα έναν παίκτη με τα χαρακτηριστικά του Γκαμάρα, έναν με αυτά του Ζαγοράκη και έναν με αυτά του Λάκη».


– Οπως τον περασμένο Ιανουάριο η ΑΕΚ, έτσι τώρα ο Παναθηναϊκός σάς έβαλε όρο να μην πάτε σε άλλη ελληνική ομάδα, φοβούμενος ότι μπορεί να δουλέψετε στον Ολυμπιακό. Τελικά μιλήσατε κάποια στιγμή με τον Ολυμπιακό;


«Ποτέ δεν μίλησα με τον Ολυμπιακό».


– Παρατήσατε μήπως τον Παναθηναϊκό επειδή έχετε συμφωνήσει με την Εθνική Πορτογαλίας;


«Δεν έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο. Το θέμα ετέθη στον Παναθηναϊκό ύστερα από το παιχνίδι με τη Λίτεξ. Εκείνη την ημέρα απογοητεύτηκα. Οι συγκυρίες φέρνουν ομάδες να μην έχουν προπονητή, πρέπει εγώ να απολογούμαι γι’ αυτό; Δεν έχω καμία πρόταση. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι ύστερα από το παιχνίδι με τη Λίτεξ θα είχα αυτή τη συζήτηση με τη διοίκηση και θα έφευγα σήμερα από την Ελλάδα; Διότι αν δεν είχε γίνει αυτή η συζήτηση, σήμερα δεν θα έφευγα».


Οι σχέσεις με τους παίκτες, τους οπαδούς και τον Τύπο


Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις και οι διαπιστώσεις του κ. Σάντος όσον αφορά την ανταπόκριση των παικτών του Παναθηναϊκού στον δικό του τρόπο ποδοσφαιρικής σκέψης και πρακτικής, αλλά και για τις σχέσεις του με τους οπαδούς της ομάδας, καθώς και με τους εκπροσώπους των ελληνικών ΜΜΕ.


– Οι ποδοσφαιριστές ήθελαν να αλλάξουν, να πάνε στη δική σας κατεύθυνση;


«Τον τελευταίο μήνα αισθανόμουν ότι με κάποιες αποκλίσεις οι παίκτες πηγαίνουν στον δρόμο μου. Και αυτό δεν συνέβη νωρίτερα εξαιτίας του αγώνα με τον ΠΑΟΚ και της κακής υποδοχής που έτυχαν από τους οπαδούς στο αεροδρόμιο. Αισθάνθηκα τότε ότι υπήρξε υποχώρηση, πτώση εμπιστοσύνης από την πλευρά τους. Διότι αν πιστεύεις σε κάτι, αλλά ξαφνικά αντιμετωπίζεις μια πρωτόγνωρη αρνητική κατάσταση, πανικοβάλλεσαι. Οι παίκτες ήρθαν σε πανικό. Και τότε ήρθαν, όπως είναι φυσικό, οι αμφιβολίες. Υστερα από αυτό είναι δύσκολο να ξανανέβεις. Διότι όταν πέφτεις από ψηλά αποκτάς υψοφοβία. Καταφέραμε σιγά σιγά να επιστρέψουμε σε αυτόν τον δρόμο. Θυμάμαι ότι πέρυσι συνέβη το ίδιο πράγμα στην ΑΕΚ. Υπήρχε περίοδος όπου διατυπώνονταν αμφιβολίες και θυμάμαι ότι όταν χάσαμε από τον Εθνικό Αστέρα αυτές εμφανίστηκαν. Τότε όμως ήρθε το καλύτερο φάρμακο, μια μεγάλη νίκη επί του Παναθηναϊκού. Στον Παναθηναϊκό όμως ήρθε μετά τον ΠΑΟΚ το παιχνίδι με την Προοδευτική. Εκεί πήγαμε πίσω. Αυτό το παιχνίδι δεν δημιούργησε απλώς αμφιβολίες, ήταν η αποκάλυψη. Επειτα πήγαμε στην ΑΕΚ, κάναμε καλό παιχνίδι αλλά οι αμφιβολίες έμειναν. Αρχίσαμε όμως να ξεπερνάμε αυτή την κατάσταση και μέσα στο ποδοσφαιρικό τμήμα αυτές οι αμφιβολίες είναι σήμερα πολύ λίγες και μικρές».


– Δηλαδή αμφιβολίες έμειναν μόνο στη διοίκηση και στους οπαδούς;


«Δεν ξέρω πού συγκεκριμένα, αλλά αυτές οι αμφιβολίες έμειναν, με εξαίρεση το ποδοσφαιρικό τμήμα από το οποίο εξαφανίστηκαν. Αλλά έξω από το ποδοσφαιρικό τμήμα αισθανόμουν πάντα αυτές τις αμφιβολίες. Δεν ξέρω αν τις είχε ο κόσμος του Παναθηναϊκού ή μόνο αυτοί που τον τροφοδοτούν με αμφιβολίες. Ο χρόνος όμως είναι ο μόνος δικαστής. Και γι’ αυτό λέω ότι αυτή η δουλειά που κάναμε επί τέσσερις μήνες θα δώσει καρπούς. Ακουσα να λένε ότι στην Ελλάδα δεν έχω κάνει πράγματα και δεν έχω πετύχει. Αυτό είναι βαρβαρότητα. Δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται να ήμουν είδωλο πριν από τρεις-τέσσερις μήνες και ξαφνικά, απότομα, σαν να έγινε κάτι μαγικό, έπαψα να ξέρω το ποδόσφαιρο, σαν να έχω κάνει εγχείριση εγκεφάλου. Το να κερδίζεις και να χάνεις συμβαίνει σε όλους. Αλλά να πέφτεις από την κορυφή αμέσως στον βυθό δεν το έχω ξαναδεί. Δηλαδή στις επιτυχίες δεν έχω μερίδιο, στις ήττες όλα οφείλονται σε εμένα; Και αυτό να συμβαίνει τη στιγμή που ο Παναθηναϊκός δεν έχει χάσει τίποτα. Αυτά δεν τα λέω επειδή είμαι πληγωμένος. Ξεκαθαρίζω ότι μου άρεσε πολύ που δούλεψα στην Ελλάδα, τόσο στην ΑΕΚ όσο και στον Παναθηναϊκό. Είδα στις εφημερίδες κάτι που δεν είπα, ότι δεν πρόκειται να δουλέψω ξανά στην Ελλάδα. Δεν το είπα ποτέ. Το αντίθετο. Απλά στη λύση του συμβολαίου αποδέχθηκα τον όρο να μη δουλέψω φέτος σε άλλη ελληνική ομάδα. Δεν καταλαβαίνω βέβαια γιατί πρέπει να μπαίνει αυτός ο όρος κάθε φορά σε τέτοιες συμφωνίες, αλλά όποιος δεν χρωστάει δεν φοβάται. Και πρέπει να είναι σαφές ότι αν μετά τη φετινή χρονιά κάποια ομάδα θεωρήσει ότι ο τρόπος της δουλειάς μου και της σκέψης μου πάνω στο ποδόσφαιρο και η προσωπική στάση ζωής είναι χρήσιμα στοιχεία γι’ αυτήν, έχω όλη τη διάθεση να ξαναγυρίσω στην Ελλάδα».


– Μια μερίδα του Τύπου σάς αντιμετώπισε με δυσπιστία. Εχετε κάποια εξήγηση;


«Ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί. Ποτέ δεν μου έχει συμβεί αυτό, πουθενά. Και μου προκάλεσε περίεργη εντύπωση από την αρχή. Με την πρόσληψή μου φαίνεται ότι άλλαξαν και σε αυτόν τον τομέα κάποιες συνήθειες στον Παναθηναϊκό και δεν τους έκατσαν καλά. Στα 15 χρόνια της καριέρας μου δεν έχω δώσει ποτέ το τηλέφωνό μου σε δημοσιογράφο, γιατί να περιμένουν ότι θα το κάνω τώρα; Ποτέ δεν μου είχε συμβεί αυτό που μου συνέβη στον Παναθηναϊκό. Με αντιμετώπισαν με καχυποψία ή επειδή ήμουν ο προπονητής της ΑΕΚ ή επειδή δεν ήμουν ο τύπος του προπονητή που αυτή η μερίδα του Τύπου ήθελε. Δεν βρίσκω άλλο λόγο, αλλά πρέπει να υπάρχει κάποιος. Ηταν ολοφάνερο…».


– Μήπως σας ζητούσαν προνομιακή μεταχείριση;


«Δεν μου ζήτησαν τίποτε διότι ήξεραν ότι δεν μπορούσαν. Και το θέμα ίσως είναι αυτό. Γνωρίζοντας ότι δεν θα είχαν προνόμια, με αντιμετώπισαν έτσι. Εγώ πάντως σέβομαι πολύ τον ελληνικό Τύπο».


Ο σοβαρός, ο διπλωμάτης και ο καλύτερος


Ζητήσαμε από τον Φερνάντο Σάντος να αποτυπώσει με λίγες λέξεις την εντύπωση που σχημάτισε για πρόσωπα του Παναθηναϊκού.


– Γιάννης Βαρδινογιάννης;


«Ενας σοβαρός άνθρωπος».


– Αγγελος Φιλιππίδης;


«Είχα καλή διαπροσωπική σχέση. Διπλωματική. Εξυπνος άνθρωπος».


– Κριστόφ Βαζέχα;


«Ο καλύτερος. Θα ήθελα πολύ να είμαι ο προπονητής του πριν από πέντε χρόνια. Υπόδειγμα επαγγελματία».


– Νίκος Λυμπερόπουλος;


«Ποδοσφαιριστής με θετικά στοιχεία. Με ευθύτητα στον χαρακτήρα. Μπορεί να δώσει περισσότερα στην ομάδα».


– Οπαδοί του Παναθηναϊκού;


«Πρακτικά δεν πρόλαβα να τους γνωρίσω. Επαιξα σε όλα τα παιχνίδια με κλειστές πόρτες».