Δεν υπάρχει τίποτε στον ορίζοντα που να μας επιτρέπει να περιμένουμε ότι θα δούμε ποδοσφαιριστές αστέρια στη μεταγραφική περίοδο του Ιανουαρίου. Εφέτος δεν αναμένονται ούτε μεταγραφικά σίριαλ ούτε θεαματικές εκπλήξεις ούτε έστω οι πρόσφατες καλοκαιρινές κινήσεις. Για να γίνουν μεταγραφές χρειάζονται χρήματα και θέληση. Οσοι έχουν χρήματα, όπως για παράδειγμα ο Ολυμπιακός, δεν έχουν ιδιαίτερους λόγους να τα ξοδέψουν, καθώς για το ελληνικό πρωτάθλημα οι ομάδες τους είναι πληρέστατες. Οσοι έχουν δεδομένες και πραγματικές ανάγκες, όπως ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ που συνεχίζουν τις αγωνιστικές υποχρεώσεις τους στην Ευρώπη με όνειρα διάκρισης, δεν έχουν θέληση. Οι Πράσινοι αποφάσισαν ότι έπειτα από τα καλοκαιρινά ανοίγματα τα οποία πολλά υπόσχονταν και λίγα απέδωσαν (Γκόραν Βλάοβιτς, Πάουλο Σόουσα), είναι ώρα να επιστρέψουν στη δοκιμασμένη συνταγή της αναζήτησης ταλέντων και απέκτησαν τον Γιούρκα Σεϊταρίδη από τον ΠΑΣ Γιάννινα και τον Ντέρεκ Μποάτενγκ από την Καλαμάτα. Η ΑΕΚ από την πλευρά της φέρεται αποφασισμένη να διαπραγματευθεί την πώληση του Ανδρέα Ζήκου και μόνο αν αυτό συμβεί θα ενισχύσει το ρόστερ της. Αυτό το τελευταίο στοιχείο αποτελεί και τη νέα μόδα του χειμωνιάτικου μεταγραφικού παζαριού: αρκετές ελληνικές ομάδες είναι διατεθειμένες να συζητήσουν με πιθανούς αγοραστές από το εξωτερικό για να παραχωρήσουν κάποιους από τους καλούς παίκτες τους, πολύ περισσότερο απ’ όσο ενδιαφέρονται για να αγοράσουν νέους ποδοσφαιριστές-αστέρια. Σήμερα όσοι καλοί ποδοσφαιριστές αγωνίζονται στην Ελλάδα δύσκολα πουλιούνται και ένας αξιόλογος ξένος παίκτης στοιχίζει περισσότερο από 2 δισ. δρχ. Τέτοια ποσά στην Ελλάδα των άδειων γηπέδων ουδείς προτίθεται να τα δώσει, όποτε οι παράγοντες βαφτίζουν την οικονομική αδυναμία «επιλογή» και συνεχίζουν να πουλούν απραγματοποίητα όνειρα.



Είναι σίγουρα παράδοξο αλλά όχι ανεξήγητο ότι οι περισσότερες από τις καλύτερες μεταγραφές στην ιστορία του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου έχουν γίνει στη χειμερινή περίοδο. Ο βασικός λόγος είναι ότι μεσούσης της αγωνιστικής περιόδου οι ομάδες συνήθως γνωρίζουν τα κενά τους και κινούνται όσο το δυνατόν προσεκτικότερα για να τα καλύψουν. Τα καλοκαίρια συνήθως παρασυρόμενοι από την ευφορία και τον ενθουσιασμό του νέου ξεκινήματος, οι παράγοντες αποφασίζουν βιαστικά χωρίς να καταλαβαίνουν τις πραγματικές ανάγκες και μερικές φορές οι μεταγραφικές κινήσεις τους γίνονται για τα μάτια του κόσμου. Τον χειμώνα αντίθετα οι αποφάσεις είναι πιο σοβαρές και ψύχραιμες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αποφεύγονται και τα μεγάλα λάθη) και οι τελικές επιλογές ορθότερες. Αυτό τουλάχιστον είναι το συμπέρασμα της ιστορίας που ακολουθεί.


* Ή του ύψους ή του βάθους


Ο Παναθηναϊκός είναι η ομάδα που τα τελευταία 20 χρόνια έχει πραγματοποιήσει τις καλύτερες και τις χειρότερες μεταγραφές της πρόσφατης ποδοσφαιρικής ιστορίας. Το 1979 ­ συγκεκριμένα στις 20 Δεκεμβρίου ­ αποκτήθηκε χάρη σε ένα telex της ομοσπονδίας της Αργεντινής που επιβεβαίωνε την ελληνική ιθαγένειά του ένας νεαρός ομογενής και δημότης Αιγάλεω, ο Χουάν Ραμόν Ρότσα Μπουμπλής. Δύο χρόνια αργότερα θα αποδειχθεί ότι το telex ήταν πλαστό και ότι η καταγωγή του δεν ήταν ελληνική, αλλά αυτό που τελικά έχει σημασία είναι ότι ο Ρότσα (το «Μπουμπλής» χάθηκε στον… δρόμο) πέρασε στην πράσινη ιστορία ως ένας από τους μεγαλύτερους σε προσφορά ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού και θα ήταν πιθανότατα ο καλύτερος ξένος που έχει αποκτηθεί χειμώνα από το Τριφύλλι, αν τον Δεκέμβριο του 1989 με συστάσεις του προπονητή Κάζμιρ Γκόρσκι δεν υπέγραφε ο Κριστόφ Βαζέχα.


Ο πολωνός φορ έκανε ντεμπούτο στο ελληνικό πρωτάθλημα στις 17 Δεκεμβρίου 1989 σε ένα ντέρμπι εναντίον της ΑΕΚ (0-0) στο ΟΑΚΑ, στο οποίο (παραδόξως) δεν σκόραρε και μάλιστα του ακυρώθηκε γκολ με το αιτιολογικό ότι το σημείωσε από θέση οφσάιντ. Η εμφάνισή του είχε χαρακτηριστεί από τις αθλητικές εφημερίδες της εποχής «ικανοποιητική», αλλά όλες σημείωναν ότι θα περιμένουν λίγο για να τον κρίνουν, καθώς δεν έμοιαζε με «βαρύ σέντερ φορ» που, σύμφωνα με τους ειδικούς της εποχής, ο Παναθηναϊκός είχε ανάγκη! Στο πρώτο εξάμηνο της παρουσίας του στην Ελλάδα σημείωσε 14 γκολ και σήμερα ­ έντεκα χρόνια αργότερα ­ ο Βαζέχα συνεχίζει να σκοράρει και ο Παναθηναϊκός δυσκολεύεται απίστευτα να βρει έναν άξιο αντικαταστάτη του.



Δύο χρόνια μετά τον ερχομό του Βαζέχα και έπειτα από υπόδειξη του αργεντινού σκάουτερ Γκομέζ ντε Φαρία και με τις ευλογίες τού τότε υπεύθυνου των τμημάτων υποδομής της Παιανίας Χουάν Ραμόν Ρότσα ο Γιώργος Βαρδινογιάννης απέκτησε και τον 19χρονο Χουάν Χοσέ Μπορέλι από τη Ρίβερ Πλέιτ, ο οποίος μπορεί να έκανε τρία χρόνια να προσαρμοστεί, αλλά όταν αυτό συνέβη αποδείχθηκε εξαιρετικός κουμανταδόρος και παραλίγο να φθάσει με τους Πράσινους στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ.


Η ικανότητα του πρώην προέδρου του Παναθηναϊκού να καλύπτει στις μεταγραφές του Δεκεμβρίου τις αγωνιστικές αδυναμίες της ομάδας φαίνεται και από πολλές άλλες εξαιρετικές επιλογές. Τον Δεκέμβριο του 1985 αποκτήθηκε, έχοντας συμπληρώσει πενταετία στην ΑΕΚ, ο πολυσύνθετος διεθνής Λύσανδρος Γεωργαμλής. Δύο χρόνια αργότερα, μαζί με τον ανερχόμενο Σπύρο Μαραγκό, ο οποίος έμεινε ελεύθερος λόγω χρεών του Πανιωνίου (τα οποία παραδόξως αποκαλύφθηκαν την κατάλληλη για τον Παναθηναϊκό χρονική στιγμή), υπέγραψε στο Τριφύλλι ο πολύτιμος σε προσφορά «Αυστραλός» Λούης Χριστοδούλου, ο οποίος έμεινε στην Παιανία συνολικά εννέα χρόνια.


Κατά τη διάρκεια χειμερινής μεταγραφικής περίοδο υπέγραψαν στον Παναθηναϊκό ο Κώστας Ταράσης (το 1982), ο Γιάννης Σαμαράς (το 1991), ο Γιώργος Γεωργιάδης του Χαραλάμπους (το 1992) και ο συνονόματος ξάδερφός του, υιός του Σάββα, έναν χρόνο αργότερα, ο Θανάσης Κολιτσιδάκης (το 1993) και ο Τάκης Φύσσας το 1998. Αν υπήρχε ένας τερματοφύλακας όλοι αυτοί έφτιαχναν ενδεκάδα!


Στην ιστορία του Παναθηναϊκού ωστόσο προκύπτει ότι Δεκέμβριο έχουν αποκτηθεί και οι χειρότεροι ξένοι της ιστορίας του. Ο Ουζμπέκος Τζαφάρ Ιρισμέτοφ που δεν ήξερε ούτε μία λέξη εκτός από τη γλώσσα της πατρίδας του και πέρασε στην Ελλάδα ώρες ατέλειωτης σιωπής υπέγραψε το 1997 και έκανε αρκετούς στην Παιανία να καταλάβουν ότι υπάρχουν και χειρότεροι από τον Βραζιλιάνο Ελιομάρ Καρβάλιο, ο οποίος είχε υπογράψει έναν χρόνο πριν, χωρίς ποτέ και αυτός να δικαιολογήσει την παρουσία του στην Ελλάδα. Φαίνεται ότι από το 1996 και έπειτα ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να κάνει μια αποτυχημένη μεταγραφή κάθε Ιανουάριο για να πάει… καλά η χρονιά.


Μετά το επιθετικό «δίδυμο του τρόμου» Ιρισμέτοφ – Καρβάλιο, το Τριφύλλι το 1998 θέλησε να «θωρακίσει» την άμυνά του με τον σχεδόν σαραντάρη άνεργο(!) Βραζιλιάνο Χούλιο Σέζαρ, ο οποίος σε χρόνο-ρεκόρ αποφάσισε να γίνει μάνατζερ και όταν κατάλαβε ότι στην Ελλάδα δεν θα βρει εύκολα πελάτες έφυγε χωρίς καλά καλά να αγωνιστεί. Ολα δείχνουν ότι το ίδιο άδοξο θα είναι και το τέλος της περιπέτειας του Γερμανού Μάρκο Βίλα ο οποίος αποκτήθηκε πέρυσι, πιθανότατα για να έχει παρέα ο Καρλ Χάιντς Φλίπσεν


* Ο Δεκέμβριος του Κοσκωτά


Αν ο Παναθηναϊκός έχει κάνει τις καλύτερες μεταγραφές στο παζάρι του χειμώνα, ο Ολυμπιακός έχει ζήσει τον Δεκέμβριο του 1987 το μεγαλύτερο μεταγραφικό ντελίριο που γνώρισε ποτέ ελληνική ομάδα. Ο σήμερα αποδεδειγμένα απατεώνας και τότε μεγαλομέτοχος της Τράπεζας Κρήτης Γιώργος Κοσκωτάς αγόρασε από τον Σταύρο Νταϊφά τις μετοχές του συλλόγου και για να τον κάνει μεγάλη ομάδα ξόδεψε αμέσως περισσότερο από 1 δισ. δρχ. για να αποκτήσει δύο Λατινοαμερικανούς, τον μακαρίτη Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες και τον… απροσάρμοστο Ντιέγκο Αγκίρε, καθώς και 13 συνολικά έλληνες ποδοσφαιριστές!


Από αυτούς ο Γιώτης Τσαλουχίδης, ο Μήνας Χατζίδης, ο Νίκος Τσιαντάκης, ο Θόδωρος Παχατουρίδης και ο Ηλίας Ταληκριάδης έκαναν καριέρα στους Ερυθρολεύκους χωρίς να κερδίσουν ποτέ το Πρωτάθλημα, κάποιοι άλλοι όπως ο Γιώργος Πλίτσης, ο Σάκης Μουστακίδης, ο Νίκος Νεντίδης, ο Τόλης Δρακόπουλος, ο Χάρης Μπανιώτης και ο Παναγιώτης Σοφιανόπουλος ξεκίνησαν ικανοποιητικά, όμως στη συνέχεια δεν είχαν την ανάλογη εξέλιξη και κάποιοι άλλοι όπως ο Γιώργος Κριεζής και ο Γιάννης Παπαθεοδώρου δεν πρόλαβαν να παίξουν ούτε μία φορά βασικοί και έφυγαν.


Ο Κοσκωτάς έκανε ρεκόρ αποκτημάτων, όμως τις καλές μεταγραφές του Δεκεμβρίου στον Ολυμπιακό τις έκαναν άλλοι πρόεδροι. Ο Νταϊφάς απέκτησε τον Δεκέμβριο του 1984 τον δεινό ντριπλέρ γιουγκοσλάβο διεθνή Μίλος Σέστιτς, ο οποίος ωστόσο δεν προσέφερε τα αναμενόμενα και ο Σωκράτης Κόκκαλης τον Ιανουάριο του 1994 έδωσε τα χρήματα που χρειάζονταν για την απόκτηση του Χιλιανού Φαμπιάν Εστάι ο οποίος έπειτα από μία εβδομάδα παραμονής στην Αθήνα παίζει σε ντέρμπι εναντίον του Παναθηναϊκού, τραυματίζεται, αλλά προλαβαίνει να αποδειχθεί καλορίζικος οδηγώντας τον Ολυμπιακό στη νίκη με 2-1. Πέρυσι τέτοιο καιρό ο Ολυμπιακός έφερε στην Ελλάδα και τον Λάμπρο Χούτο από τη Ρόμα. Τον διεθνή επιθετικό οι Ερυθρόλευκοι τον «έκλεψαν» μέσα από τα χέρια της ΑΕΚ που είχε πάρει το προβάδισμα έχοντας εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της διοίκησης των Ρωμαίων.


Ωστόσο η πιο μεγάλη μεταγραφή του Ολυμπιακού την περίοδο του Δεκεμβρίου ήταν και θα παραμείνει ο Νίκος Αναστόπουλος. Τον Δεκέμβριο του 1980 ο δεινός σκόρερ υπέγραψε στους Ερυθρολεύκους, αφού προηγουμένως είχε ξεκαθαρίσει στους παράγοντες του Πανιωνίου ότι δεν έχει σκοπό να συνεχίσει στην ομάδα της Νέας Σμύρνης και έκανε προπόνηση μόνος του στις εγκαταστάσεις του Αγίου Κοσμά απειλώντας ότι θα σταματήσει το ποδόσφαιρο. Κόστισε 37 εκατ. δρχ., ποσό-ρεκόρ για την εποχή, αλλά στην πραγματικότητα μικρό σε σχέση με τη συνολική προσφορά του στον Ολυμπιακό.


* Τα δύο μεγάλα χτυπήματα της ΑΕΚ



Αντίθετα με τους δύο «αιωνίους», τα τελευταία 20 χρόνια η Ενωση δεν έχει κάνει θεαματικές κινήσεις στο μεταγραφικό παζάρι του Δεκεμβρίου. Οι συνήθεις διοικητικές αναστατώσεις που η ομάδα γνώριζε τη δεκαετία του ’80 και το γεγονός ότι ο Ντούσαν Μπάγεβιτς, ο οποίος υπήρξε προπονητής της για επτά χρόνια, σπανιότατα εισηγείται μεταγραφές στη μέση της περιόδου, είναι οι αιτίες που η Ενωση δεν έκανε ποτέ τον Δεκέμβριο τις εντυπωσιακές κινήσεις που επιθυμούσαν οι οπαδοί της.


Πάντως δύο ποδοσφαιριστές που έγραψαν την πρόσφατη ιστορία της ΑΕΚ αποκτήθηκαν χειμώνα: ο Τόνι Σαβέβσκι, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1988 με υπόδειξη του μάνατζερ Βλαντίμιρ Ναλέτιλιτς άφησε τη Βαρντάρ Σκοπίων για να έρθει στην Αθήνα, και ο Βασίλης Τσάρτας, ο οποίος τον Δεκέμβριο του 1992 υπέγραψε στην ΑΕΚ που τον ίδιο καιρό παρακολουθούσε τον ­ τότε συμπαίκτη του στη Νάουσα ­ Δημήτρη Μάρκο και τον πρόσεξε σχεδόν κατά λάθος!


Η είσοδος της Enic στη διοίκηση της Κιτρινόμαυρης ΠΑΕ έγινε αιτία για δύο θεαματικές όσο και αποτυχημένες τελικά καμπάνιες. Τον Ιανουάριο του 1998 η Ενωση απέκτησε τον Λιβεριανό Κέλβιν Σέμπουε και ­ κυρίως ­ τον Γιώργο Δώνη, αλλά κανένας από τους δύο δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Εναν χρόνο αργότερα οι Ρε, Μέντεζ, Μιλοβάνοβιτς και Τσέκολι υπόσχονταν πολλά και απέδωσαν ελάχιστα ­ τον Ρε τον θυμόμαστε μόνο από τον καβγά του με τον Ηλία Ατματσίδη στο ντέρμπι Παναθηναϊκός – ΑΕΚ (0-0) εκείνης της χρονιάς ­ ενώ καλή μεταγραφή αποδείχθηκε ο λιγότερο διαφημισμένος Μιχάλης Καψής. Πέρυσι αποκτήθηκαν οι Ιταλοί Νταλ Μόρο και Μπελότι, τους οποίους ουδείς είδε να αγωνίζονται, καθώς και ο Βούλγαρος Μίλεν Πέτκοφ, ο οποίος έπειτα από το θεαματικό ξεκίνημά του εφέτος έχασε τη θέση του βασικού.


ΠΑΟΚ – ΑΡΗΣ Οι «μαγικές επιλογές» και τα… παλτά


Με την εξαίρεση των τριών μεγάλων του κέντρου, του ΠΑΟΚ και τα τελευταία χρόνια του Αρη, οι περισσότερες ελληνικές ομάδες περίμεναν τον Δεκέμβριο για να πουλήσουν όποιον ποδοσφαιριστή ξεκίνησε καλά τη χρονιά. Τον Δεκέμβριο του 1996 οι οπαδοί του ΠΑΟΚ πανηγύριζαν γιατί ένας νέος φιλόδοξος πρόεδρος αγόραζε την ομάδα και αποκτούσε δύο ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού: τον μίστερ φάουλ Κώστα Φρατζέσκο, ο οποίος αγωνιζόταν ως δανεικός στον ΟΦΗ, και τον Σπύρο Μαραγκό. Σήμερα ο ίδιος άνθρωπος, δηλαδή ο Γιώργος Μπατατούδης, δεν μπορεί να πάει στο γήπεδο γιατί οι οργανωμένοι τον αποδοκιμάζουν.


Πριν από τον Φρατζέσκο ένα από τα θεαματικότερα «κόλπα» του ΠΑΟΚ τα τελευταία χρόνια ήταν η απόκτηση του Ολλανδού Φαν Ρόι, τον οποίο έφερε τον Δεκέμβριο του 1994 στη Θεσσαλονίκη ο συμπατριώτης του προπονητής Αρι Χάαν, ενώ πέρυσι ο Δικέφαλος απέκτησε τον Δημήτρη Ναλιτζή και τους ΣαμοτούλσκιΜπράτιτς, οι οποίοι (αντίθετα από τον έλληνα άσο που ανακηρύχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος) δεν βοήθησαν όσο οι οπαδοί περίμεναν.


Πέρυσι πάντως μια από τις πιο άτυχες μεταγραφικές καμπάνιες της πρόσφατης ιστορίας του έκανε ο Αρης Θεσσαλονίκης: απέκτησε τρεις ξένους, τους Σάβιτς, Βερετένικοφ και Μαγιόρος και τους έδιωξε το καλοκαίρι. Η μεταγραφική περίοδος του Δεκεμβρίου είναι πάντοτε δύσκολη. Επειδή είναι χειμώνας φοριούνται πολύ και είναι της μόδας τα «παλτά»…