ΑΠΟ το 1969, τη χρονιά που ο Γιώργος Σιδέρης πήγε στην Αντβέρπ και έγινε ο πρώτος έλληνας ποδοσφαιριστής ο οποίος αγωνίστηκε σε δυτικοευρωπαϊκό πρωτάθλημα, ως τις ημέρες μας, στις οποίες οι ξένοι μάνατζερ έρχονται για να δουν από κοντά τα ελληνικά ντέρμπι και να μάθουν τα κασέ των ελλήνων ποδοσφαιριστών, έχουν αλλάξει τα πάντα. Σήμερα είναι σαφώς ευκολότερο να επιλεγεί έλληνας παίκτης από ομάδα του εξωτερικού και η διεθνής καριέρα είναι για όλους κάθε άλλο παρά δύσκολη υπόθεση. Κάποτε όλα ήταν διαφορετικά και ο Νίκος Αναστόπουλος, για παράδειγμα, που είχε στόχο της ζωής του την ευρωπαϊκή καριέρα είχε κάνει μόνος του τα παζάρια με την Αβελίνο από τον φόβο ότι ο τότε πρόεδρος του Ολυμπιακού Σταύρος Νταϊφάς θα του χαλάσει τη μεταγραφή! Μόνο που όσο εύκολα φεύγουν οι έλληνες επαγγελματίες αθλητές, άλλο τόσο εύκολα γυρνάνε. Και μάλιστα σε μερικές περιπτώσεις, όπως αυτή του Γρηγόρη Γεωργάτου, η επιστροφή τους είναι για τους ίδιους μεγαλύτερη δικαίωση από ό,τι η επιλογή τους από μια μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα.



ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ και δεν θα μπορούσε να υπάρχει ένας κοινός λόγος τον οποίο επικαλούνται οι έλληνες ποδοσφαιριστές όταν επιστρέφουν. Ολες οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες και δεν θα μπορούσαν να είναι, αφού ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του προσωπικότητα και παίρνει τις αποφάσεις μόνος του. Σε αυτές τις αποφάσεις βέβαια ρόλο, και μάλιστα καθοριστικό, παίζουν συχνά και οι γυναίκες και γενικά η οικογένεια. Ο Βασίλης Μπορμπόκης, ο Μιχάλης Βλάχος, ο Νίκος Κυζερίδης αλλά και ο Βασίλης Τσάρτας πήραν την απόφαση της επιστροφής τους κατόπιν επιρροής που ασκήθηκε από τις συζύγους τους.


Ο Μπορμπόκης ύστερα από ένα σπουδαίο πέρασμα από τη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ υπέγραψε τον Μάρτιο του 1999 για την Ντέρμπι Κάουντι, ομάδα της Πρέμιερ Λιγκ. Οταν μετά από έναν τραυματισμό του στο σαγόνι έχασε τη θέση του βασικού, η γυναίκα του, Φανή, διακρίνοντας ότι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα ο σύζυγός της δεν ήταν ιδιαίτερα ευτυχισμένος, έθεσε το θέμα της επιστροφής στην Ελλάδα. Η πρόταση της ΑΕΚ και έπειτα του ΠΑΟΚ τον περασμένο Δεκέμβριο ήρθαν ακριβώς τη στιγμή που το ζευγάρι είχε αποφασίσει να επιστρέψει. Τα χρήματα τα οποία έδιναν οι ελληνικές ομάδες ήταν λιγότερα, αλλά από τη στιγμή που η απόφαση ήταν ειλημμένη δεν υπήρξε περιθώριο για δεύτερη σκέψη.


* Για το σχολείο των παιδιών


Ομοια είναι και η περίπτωση του Μιχάλη Βλάχου, ο οποίος έχοντας δύο κόρες που έφθασαν σε ηλικία να πάνε σχολείο αποφάσισε συμφωνώντας ουσιαστικά με τη γυναίκα του, Βάσω, ότι η επιστροφή στην Ελλάδα θα κάνει καλό και στα παιδιά, έτσι από τη μικρομεσαία Γουόλσολ, η οποία τον πίεζε να παραμείνει, προτίμησε τον Ιωνικό. Αν ο Βλάχος πήρε την απόφαση της επιστροφής μετά από τέσσερα χρόνια, ο Νίκος Κυζερίδης, ο οποίος είχε υπάρξει συμπαίκτης του Βλάχου στην Πόρτσμουθ, γύρισε στην πατρίδα με σύμφωνη γνώμη της συζύγου, Σοφίας, μόλις έξι μήνες ύστερα από τη μετανάστευσή του. Βλέποντας ότι ο σύζυγος αντιμετώπιζε δυσκολίες προσαρμογής στην Αγγλία, η Σοφία τον έπεισε να επιστρέψει στην Ελλάδα προτού τον φάει το μαράζι.


Τέλος μια γυναίκα, η Κορίνα, είχε καθοριστική συμμετοχή και στην περίπτωση της επιστροφής του Βασίλη Τσάρτα. Η κυρία Τσάρτα ύστερα από τέσσερα χρόνια στη Σεβίλλη, πόλη υπέροχη για τουριστικές βόλτες αλλά ανιαρή και αδιάφορη για μόνιμη κατοικία, ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα και μολονότι άφησε την τελική απόφαση στον σύζυγό της, εν τούτοις λέγεται ότι τον ενθάρρυνε να δεχθεί την πρόταση της ΑΕΚ.


Οι δυσκολίες προσαρμογής είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Ο Θοδωρής Ζαγοράκης έλεγε στο «Βήμα» πέρυσι τέτοιο καιρό ότι δεν θέλει να μάθει αγγλικά γιατί δεν σκοπεύει να μείνει για πάντα στο Λέστερ. Η συνειδητή επιλογή του νέου αποκτήματος της ΑΕΚ να μην προσπαθήσει καν να μάθει τη γλώσσα την οποία μιλούσαν οι κάτοικοι της χώρας στην οποία εργαζόταν δείχνει ότι ο ποδοσφαιριστής αντιμετώπιζε τη Λέστερ ως προσωρινό πέρασμα. Το έλεγε άλλωστε και ο ίδιος: «Μετράω ημέρες για να επιστρέψω στην Ελλάδα και μακάρι να μου γίνει μια καλή πρόταση το καλοκαίρι». Μόλις του έγινε γύρισε. Δυσκολίες να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον τους είχαν και οι Γρηγόρης Γεωργάτος και Μαρίνος Ουζουνίδης, αλλά και ο Τριαντάφυλλος Μαχαιρίδης, ο οποίος παρακαλάει την Μπενφίκα να τον παραχωρήσει σε κάποια ελληνική ομάδα. Ο Γεωργάτος ήθελε τις παρέες του και αυτές ήταν αδύνατον να τις βρει στο Μιλάνο. Ο Ουζουνίδης έμεινε στη Χάβρη μόνο με την οικογένειά του, δεν μιλούσε γαλλικά και τον δεύτερο χρόνο η πλήξη της γαλλικής επαρχίας έκανε τη ζωή του πέρα για πέρα μονότονη. Ο Μαχαιρίδης δεν είχε κανέναν στη Λισσαβόνα και, όπως λέει, η μόνη παρηγοριά του ήταν το τηλέφωνο το οποίο όμως τον έκανε απλά να στεναχωριέται περισσότερο.


Μπορεί να ακούγεται παράξενο ή και αδιανόητο το ότι επαγγελματίες δυσκολεύονται να συνηθίσουν τις νέες συνθήκες δουλειάς τους και δεν αντέχουν μακριά από την Ελλάδα, αλλά τελικά όλα έχουν την εξήγησή τους. Στην περίπτωση των ποδοσφαιριστών, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με άλλους επαγγελματίες οι οποίοι αναγκάζονται να μεταναστεύσουν, αυτό το οποίο αλλάζει είναι η κοινωνική θέση τους και όχι η κοινωνική συμπεριφορά τους. Το επάγγελμα του ποδοσφαιριστή στην Ελλάδα προσφέρει όχι μόνο χρήμα αλλά και δημοσιότητα και φήμη. Οποιος συνηθίζει σε αυτά δυσκολεύεται στη νέα πραγματικότητα. Ο Γεωργάτος, για παράδειγμα, στην Ιντερ δεν θα γινόταν ποτέ ο «νούμερο ένα» σταρ και αυτό το ένιωθε προτού ακόμη βρεθεί στο Μιλάνο.


* «Κάλλιο πρώτος στο χωριό…»


Εχοντας συνηθίσει στην Ελλάδα να ασχολούνται όλοι μαζί του είναι λογικό να αισθάνεται ότι έφυγε από κάπου καλύτερα και πήγε κάπου που τον υπολογίζουν λιγότερο. Επιπλέον, όπως κάθε Ελληνας, δυσκολευόταν να συνηθίσει σε ρυθμούς ζωής ολότελα διαφορετικούς και επειδή ένιωθε ήδη επιτυχημένος αρνήθηκε να συμβιβαστεί με τη νέα πραγματικότητα. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο άλλωστε η επιτυχία είναι κυρίως αποτέλεσμα ταλέντου και όχι σκληρής δουλειάς. Παράγοντας που παίζει καθοριστικό, όπως αποδεικνύεται, ρόλο στην απόφαση των εμιγκρέδων για επαναπατρισμό είναι η αγωνιστική απογοήτευση. «Οταν παίζεις όλα σου φαίνονται ωραία. Οταν σε τρώει ο πάγκος γίνονται όλα μαύρα, σου φταίνε όλα και δεν αντέχεις την ξενιτιά» έλεγε πέρυσι ο Μπορμπόκης. Η αγωνιστική απραξία οδήγησε στον δρόμο της επιστροφής τον τερματοφύλακα Κώστα Χανιωτάκη, ο οποίος προτίμησε από την Φίτεσε τον Πανηλειακό. Οι έλληνες ποδοσφαιριστές ταυτίζουν την ποιότητα ζωής στο εξωτερικό με την αγωνιστική πορεία τους. Ο Δημήτρης Μάρκος επέστρεψε άρον άρον από την Αγγλία, περίπου τέσσερις μήνες μετά την άφιξή του στο Σέφιλντ, αφού η περιπέτεια που είχε με τον Παναθηναϊκό, ο οποίος αρνήθηκε να του δώσει την «μπλε κάρτα», δεν του επέτρεψε να αγωνιστεί ούτε σε έναν επίσημο αγώνα της τοπικής Γιουνάιτεντ. Η απογοήτευση οδήγησε και τους Τραϊανό Δέλλα και Γιώργο Γεωργιάδη να εγκαταλείψουν την Αγγλία (Σέφιλντ Γιουνάιτεντ και Νιούκαστλ αντίστοιχα) για να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ο δεύτερος παραδέχεται ότι έκανε λάθος στην επιλογή της ομάδας, καθώς ενώ είχε προτάσεις από τη Βαλένθια και τη Νάπολι προτίμησε τελικά την αγγλική ομάδα, η οποία τον καιρό εκείνον διέθετε στη θέση όπου αυτός αγωνίζεται άλλους τρεις παίκτες (τον Ρόμπερτ Λι, τον Τιμούρ Κετσμπάγια και τον Κιθ Γκιλέσμπι) με αποτέλεσμα ο προπονητής του, Κένι Νταλγκλίς, να μην του δίνει ευκαιρίες.


* Επιστρέφουν για να… ξαναφύγουν


Υπάρχουν πάντως και εκείνοι οι οποίοι γύρισαν στην Ελλάδα έχοντας βασικό σκοπό να ξαναφύγουν στο εξωτερικό. Ο Βασίλης Τσάρτας δεν ήθελε να ενταχθεί για δεύτερη φορά σε μια μικρομεσαία ισπανική ομάδα, όπως η Οβιέδο, που είχε στόχο την παραμονή στην Α’ κατηγορία και προτίμησε την ΑΕΚ ελπίζοντας ότι θα πρωταγωνιστήσει και θα ξανατραβήξει το ενδιαφέρον των μεγάλων ομάδων του εξωτερικού. Το ίδιο είχε κάνει και ο Γιώργος Δώνης, ο οποίος πήγε στην Μπλάκμπερν μετά τη σπουδαία χρονιά (1995-1996) που είχε κάνει στο Τσάμπιονς Λιγκ με τον Παναθηναϊκό, επέστρεψε στην ΑΕΚ με ένα πριγκιπικό συμβόλαιο τον Ιανουάριο του 1998, αλλά είχε βάλει όρο ότι αν του γίνει μια καλή πρόταση θα ξαναφύγει. Οταν μετά τους καβγάδες του με τους δύο προπονητές, τον Ρουμάνο Ντουμίτρου Ντουμιτρίου και τον Γιουγκοσλάβο Ντράγκοσλαβ Στεπάνοβιτς, εμφανίστηκε η πρόταση της Χάντερσφιλντ δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά και έφυγε αμέσως.


Γύρισε στην Ελλάδα χωρίς να παραιτηθεί από τις φιλοδοξίες του για καριέρα στο εξωτερικό και ο Λάμπρος Χούτος, ο οποίος επαναπατρίστηκε γιατί προτίμησε να είναι πρωταγωνιστής με τον Ολυμπιακό παρά να αγωνιστεί δανεικός σε κάποια μικρή ιταλική ομάδα, όπως του πρότεινε η Ρόμα στην οποία έγινε επαγγελματίας. Σκοπός του ωστόσο παραμένει να αγωνιστεί σε ομάδα της Δυτικής Ευρώπης και πιστεύει ότι με τα όσα θα κάνει στην Ελλάδα θα τραβήξει το ενδιαφέρον των μάνατζερ, οι οποίοι άλλωστε παρακολουθούσαν την εξέλιξή του και στην Ιταλία. Ανάλογη είναι και η περίπτωση του Τραϊανού Δέλλα, ο οποίος αποκτήθηκε από τη Σέφιλντ Γιουνάιντεντ όταν ήταν μόλις 21 ετών (με τις συστάσεις του Βασίλη Μπορμπόκη), δεν έπιασε όμως λόγω του νεαρού της ηλικίας αλλά έμεινε ευχαριστημένος από την αγγλική εμπειρία και πιστεύει ότι προσεχώς μπορεί να ξαναδοκιμάσει στο εξωτερικό. Αυτό μάλιστα οι ξένοι το γνωρίζουν και γι’ αυτό και οι άνθρωποι της Ουντινέζε τον πλησίασαν εφέτος και του πρότειναν να υπογράψει στην ομάδα τους μόλις τελειώσει το συμβόλαιό του με την ΑΕΚ.


Συνολικά επέστρεψαν από το εξωτερικό τα δύο τελευταία χρόνια 11 έλληνες ποδοσφαιριστές, αριθμός εντυπωσιακός. Οι πιο πολλοί πήγαν με σκοπό να βγάλουν γρήγορα κάποια χρήματα και τα κατάφεραν, επομένως μπορεί να πει κανείς ότι οικονομικά η μετανάστευσή τους στέφθηκε με επιτυχία. Το παράδοξο είναι ότι τους περισσότερους τους διάλεξαν γιατί ήταν οικονομικές λύσεις. Στην «εποχή του Μποσμάν» η Ελλάδα παραμένει φθηνή αγορά για τους Δυτικοευρωπαίους. Το κακό γι’ αυτούς είναι ότι ελάχιστοι έλληνες ποδοσφαιριστές ονειρεύονται μεγάλες καριέρες στα ξένα…