Προστριβές μεταξύ των τετραετών σπουδών πτυχιούχων ΤΕΦΑΑ, των διετούς φοίτησης διπλωματούχων ΙΕΚ και εκείνων που παρακολουθούν τις «σχολές» της ΓΓΑ η διάρκεια των οποίων είναι συνήθως τέσσερις εβδομάδες


«ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ», «τεχνικός», «κόουτς». Λέξεις που γράφονται στον Τύπο και ακούγονται από τα ηλεκτρονικά ΜΜΕ, και που χρησιμοποιούνται, όλες, για να περιγράψουν τον ίδιο άνθρωπο: τον επαγγελματία που καλείται να διαμορφώσει το αγωνιστικό προφίλ μιας ομάδας· που παρακολουθεί το παιχνίδι και προσπαθεί με έξυπνες κινήσεις να επιβληθεί στη σκακιέρα του γηπέδου· που στέκεται δίπλα στις γραμμές του αγωνιστικού χώρου και διασκεδάζει την αγωνία του άλλοτε καπνίζοντας ένα τσιγάρο, άλλοτε παίζοντας νευρικά με το κομπολογάκι ή τη γραβάτα του, και άλλοτε βγάζοντας και ξαναφορώντας το σακάκι του, αφού προηγουμένως ο διαιτητής έχει φροντίσει να… τον βγάλει από τα ρούχα του.


Στην Ελλάδα, ο φίλαθλος κόσμος γνωρίζει αρκετά ονόματα προπονητών, αφού οι τελευταίοι προβάλλονται κατά κόρον από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που αρέσκονται σε κριτική των επιλογών τους. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, οι άνθρωποι των πάγκων αναδεικνύονται σε πραγματικούς αστέρες του επαγγελματικού αθλητισμού, αφού το όνομά τους ταυτίζεται στη συνείδηση των φιλάθλων με την επιτυχία και την καταξίωση μιας ομάδας. Αυτό όμως που αγνοεί οι φίλοι του αθλητισμού είναι το πώς καταλήγει κάποιος να γίνει προπονητής. Ποιοι δηλαδή είναι οι νόμιμοι τρόποι που προβλέπονται από την πολιτεία για να αποκτήσει το δίπλωμα του προπονητή, έτσι ώστε να ασκήσει το συγκεκριμένο επάγγέλμα.


* Οι επιστήμονες και οι «άλλοι»…


Στη χώρα μας, η ιδιοτήτα του προπονητή αναγνωρίζεται κατ’αρχάς στους πτυχιούχους των ΤΕΦΑΑ (Τμήματα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού), των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, δηλαδή, που έχουν ως αποστολή την προαγωγή και καλλιέργεια της επιστήμης του αθλητισμού, καθώς και την κατάρτιση των αποφοίτων για επαγγελματική σταδιοδρομία. Σημειώνεται ότι ο νόμος επιτρέπει στους πτυχιούχους των ΤΕΦΑΑ την άσκηση του επαγγέλματος του προπονητή, αλλά μόνο για το άθλημα εκείνο για το οποίο έχουν αποκτήσει ειδίκευση κατά τη διάρκεια των τετραετών σπουδών τους.


Από την άλλη, ως προπονητής, είναι δυνατόν να εργασθεί κάποιος ο οποίος κατέχει την ανάλογη άδεια από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού (ΓΓΑ), που εκδίδεται με απαραίτητη προϋπόθεση την επιτυχή παρακολούθηση των «σχολών» που ιδρύει με απόφασή της η ίδια. Πρόκειται για «σχολές» που στην Ελλάδα λειτουργούν από το 1987, και η διάρκεια των οποίων είναι συνήθως τέσσερις εβδομάδες. Στις σχολές αυτές που διοικούνται από πενταμελή επιτροπή (τρία άτομα ορίζονται από τη ΓΓΑ και δύο από την αντίστοιχη για κάθε άθλημα ομοσπονδία) δεν μπορεί να συμμετάσχει ο οποιοσδήποτε. Και αυτό, διότι πρωτίστως απαιτείται η απόδειξη εκ μέρους του ενδιαφερομένου της συμμετοχής του σε σωματείο οποιασδήποτε κατηγορίας επί μια τουλάχιστον πενταετία.


Τα διπλώματα που χορηγούνται από τη ΓΓΑ διακρίνονται σε πρώτης, δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι ένας προπονητής δεν δικαιούται να καθοδηγεί, π.χ., ομάδα Α’ Εθνικής Ποδοσφαίρου, όταν κατέχει μόνο δίπλωμα τρίτης κατηγορίας. Επιπλέον, για τη μετακίνηση από μικρότερη κατηγορία σε μεγαλύτερη, απαιτείται η αποδεδειγμένη άσκηση της προπονητικής επί μία ή δύο αγωνιστικές περιόδους, ή η υπεύθυνη δήλωση προπονητή με άδεια πρώτης κατηγορίας ότι ο ενδιαφερόμενος διετέλεσε συνεργάτης του για διάστημα αντίστοιχο με το παραπάνω.


Τελευταία, από το 1997, στην Ελλάδα, σπουδές για την απόκτηση του διπλώματος του προπονητή και τη συνακόλουθη επαγγελματική σταδιοδρομία στον χώρο αυτό, πραγματοποιούνται και στα αναγνωρισμένα από το κράτος ΙΕΚ (Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης). Η φοίτηση στα ιδρύματα αυτά με σκοπό την απόκτηση των γνώσεων και των δεξιοτήτων που χαρακτηρίζουν έναν προπονητή είναι διάρκειας δύο ετών, ενώ τα δίδακτρα για τα ιδιωτικά ΙΕΚ ανέρχονται κατά τα τέσσερα εξάμηνα του κύκλου σπουδών στο ποσό των 2 εκατομμυρίων δρχ. Με εξετάσεις στο υπουργείο Παιδείας, μετά την αποφοίτησή τους, οι πτυχιούχοι επικυρώνουν το δίπλωμά τους.


* «Νοσοκόμες σε ρόλο χειρουργών!»


Οι διαφορετικοί αυτοί τρόποι με τους οποίους κάποιος μπορεί να αποκτήσει το δίπλωμα του προπονητή έχουν κατά καιρούς αποτελέσει αντικείμενο όχι μόνο προβληματισμού, αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, και προστριβών. Ο λόγος; Η μη αποσαφήνιση από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο των ακριβών επαγγελματικών δυνατοτήτων για την κάθε κατηγορία των πτυχιούχων. Χαρακτηριστικές είναι εδώ οι επισημάνσεις του κ. Δημήτρη Παναγιωτόπουλου, επίκουρου καθηγητή Αθλητικού Δικαίου στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών: «Ο αθλητικός νόμος, σε αντίθεση με το Σύνταγμα, εξισώνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πτυχιούχων της Επιστήμης της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού με αυτά εκείνων για τους οποίους ο ίδιος προβλέπει ελάχιστη εκπαίδευση ενός μήνα (σσ.: βλ. σχολές ΓΓΑ), προκειμένου να ασκήσουν το επάγγελμα του προπονητή. Πρόκειται κυριολεκτικά για ένα ανήκουστο καθεστώς που στερείται οποιασδήποτε λογικής βάσης».


Εξάλλου, όπως παρατηρεί ο κ. Γιώργος Βαγενάς, αναπληρωτής καθηγητής της Στατιστικής της Φυσικής Αγωγής και του Αθλητισμού στο ΤΕΦΑΑ Αθηνών, «δεν μπορεί κάποιος ο οποίος έχει εκπαίδευση ενός μηνός να ασκεί το επάγγελμα του προπονητή. Κι αυτό, διότι με τον όρο προπονητής δεν νοείται μόνο ο ειδικός σε θέματα αγωνιστικής τεχνικής, αλλά και ο άνθρωπος ο οποίος αναλαμβάνει να διαπλάσει χαρακτήρες και σώματα. Επομένως, στην περίπτωση κατά την οποία δεν πληρούνται κάποια προσόντα, η προπονητική όχι μόνο είναι ατελέσφορη, αλλά και επικίνδυνη. Είναι σαν να αναθέτουμε σε μια νοσοκόμα να πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση. Πρόκειται για αδιανόητη κατάσταση, που συμβαίνει μόνο στη χώρα μας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το επάγγελμα του προπονητή θεωρείται ιδιαίτερα «ευαίσθητο», και για τον λόγο αυτό προσδιορίζεται πολύ αυστηρά από τον νόμο τόσο ως προς την επιστημονική κατάρτιση των ατόμων που θα το ασκήσουν όσο και ως προς την επαγγελματική πρακτική».


Το γεγονός ότι στις σχολές της ΓΓΑ μπορούν να εγγραφούν μόνο άτομα που στο παρελθόν υπήρξαν αθλητές δεν σημαίνει κατά τον κ. Παναγιωτόπουλο ότι η κατάσταση δικαιολογείται. «Πώς είναι δυνατόν», αναρωτιέται ο καθηγητής, «να θεωρήσουμε ότι επειδή κάποιος διέπρεψε παλαιότερα, ως αθλητής, μπορεί αυτομάτως να ασκήσει το επάγγελμα του προπονητή με την ίδια επιτυχία; Είναι φανερό ότι απαιτούνται τεχνικές γνώσεις, αλλά και γενικότερη παιδεία, που δεν καλύπτονται με σεμινάρια ενός μηνός».


* Οι παλαιοί αθλητές και τα ινστιτούτα


Αντίθετη πάντως είναι η άποψη της κυρίας Μαίρης Χρυσοστομίδου, υπεύθυνης του Τμήματος Αθλητικής Επιμόρφωσης της ΓΓΑ, που τάσσεται υπέρ αυτών των διπλωμάτων: «Πολλοί παλαιοί αθλητές μπορούν να σταδιοδρομήσουν ως προπονητές πολύ καλύτερα απ’ ό,τι οι περισσότεροι πτυχιούχοι των ΤΕΦΑΑ, που ουδέποτε συμμετείχαν ως μέλη σε μια ομάδα. Αλλωστε, η συγκεκριμένη πολιτική της ΓΓΑ αποσκοπεί και στην επαγγελματική αποκατάσταση κάποιων ανθρώπων που ασχολήθηκαν με τον αθλητισμό. Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι οι απόφοιτοι των σχολών της ΓΓΑ δικαιούνται να εργασθούν μόνο ως προπονητές και όχι ως γυμναστές σε σχολεία, αθλητικούς συλλόγους ή γυμναστήρια. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα δημιουργίας άνισων συνθηκών στην αγορά εργασίας για τους πτυχιούχους των ΤΕΦΑΑ».


Η συζήτηση περιλαμβάνει και άλλες παραμέτρους. Ενα άλλο βασικό πρόβλημα που ανακύπτει είναι η έλλειψη νομοθετικών διατάξεων που θα διευκρίνιζαν τα ακριβή επαγγελματικά πλαίσια μέσα στα οποία θα μπορούσαν να κινηθούν οι απόφοιτοι των ΙΕΚ. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει μόνο ότι οι κάτοχοι των διπλωμάτων αυτής της κατηγορίας αποκλείονται μόνο από τη δημόσια εκπαίδευση και το επάγγελμα του καθηγητή της Φυσικής Αγωγής. Ο δρόμος γι’ αυτούς όμως παραμένει έτσι ανοιχτός, τόσο όσον αφορά τους αθλητικούς συλλόγους όσο και τα ιδιωτικά γυμναστήρια. «Κανείς δεν εμποδίζει τους διπλωματούχους των ΙΕΚ να εργασθούν σε αθλητικούς συλλόγους, ιδιωτικά σχολεία, ιδιωτικά και δημοτικά γυμναστήρια, κατασκηνώσεις ή ινστιτούτα αδυνατίσματος» επισημαίνει ο καθηγητής Φυσικής Αγωγής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, κ. Ευθύμης Κιουμουρτζόγλου. «Επομένως, ο νομοθέτης εξισώνει ουσιαστικά τα τέσσερα έτη σπουδών στο ελληνικό πανεπιστήμιο με τα δύο έτη φοίτησης στα ΙΕΚ».


Πρόκειται για κατάσταση που προβληματίζει και τα ίδια τα ΙΕΚ. Οπως παραδέχονται η κυρία Μαρίνα Αλεξάκου και ο κ. Γιώργος Γαζής, υπεύθυνοι για την οργάνωση των τμημάτων προπονητών στα ΙΕΚ Ξυνή και Ακμή, αντίστοιχα, «η έλλειψη καθορισμού των ακριβών επαγγελματικών δραστηριοτήτων των αποφοίτων μας μάς δημιουργεί σύγχυση, αφού δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά στους φοιτητές μας πού θα εργασθούν αργότερα. Το υπουργείο Παιδείας έχει υποσχεθεί να επανεξετάσει το θέμα, αλλά προς το παρόν δεν έχει σημειωθεί καμιά εξέλιξη».


* Στα ιδιωτικά γυμναστήρια


Οι ελλείψεις, σε επίπεδο θεσμικού πλαισίου, είναι επόμενο να δημιουργούν διάφορες ανωμαλίες στην αγορά εργασίας. Ειδικά, ως προς τους πτυχιούχους των ΤΕΦΑΑ, όπως παρατηρεί ο κ. Παναγιωτόπουλος, «ο αθλητικός επιστήμων, αδύναμος μπροστά στην ανασφάλεια που του δημιουργεί η υπάρχουσα θεσμική ανεπάρκεια, ωθείται επαγγελματικά σε κατάσταση σκλάβου, αφού ο εκάστοτε εργοδότης έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί όποιον κρίνει ότι του ικανοποιεί το έργο, είτε αυτός είναι φοιτητής είτε κάποιος τρίτος άσχετος με την αθλητική επιστήμη, την επιστήμη της φυσικής αγωγής και το έργο της διάπλασης του σώματος».


Ως προς το τελευταίο ζήτημα, ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας του ΤΕΦΑΑ Αθηνών επί των προσόντων του εκπαιδευτκού προσωπικού σε ιδιωτικά γυμναστήρια της Αττικής. Οπως προέκυψε από την έρευνα, από το σύνολο των ατόμων που εργάζονται στους χώρους αυτούς, πτυχίο ΤΕΦΑΑ διαθέτει μόνο το 49%. Ως φοιτητές ΤΕΦΑΑ, εργάζονται το 30%, ενώ χρέη γυμναστή εκτελεί και ένα 21% χωρίς κανένα δίπλωμα. Σύμβαση εργασίας έχει υπογράψει το 24,5% των ερωτηθέντων, ενώ ασφαλισμένο είναι μόνο το 24,5%..


Η έλλειψη κάθε είδους θεσμικής κατοχύρωσης οδήγησε πρόσφατα τους πτυχιούχους των ΤΕΦΑΑ στη σύσταση ομοσπονδίας, με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων των αθλητικών επιστημόνων. «Δημιουργήσαμε την Ομοσπονδία των Ελλήνων Αθλητικών Επιστημόνων (ΟΜΕΑΘΕ) με σκοπό να πιέσουμε προς όλες τις κατευθύνσεις για την προάσπιση του επαγγέλματός μας» αναφέρει η αντιπρόεδρος της ομοσπονδίας, κυρία Αγγελική Βογιατζή. «Και αυτό, διότι όπως έχουν τα πράγματα στην ελλάδα σήμερα, ως προπονητής ή γυμναστής μπορεί να εργασθεί οποιοσδήποτε».