Το σημαντικό κενό που υπάρχει στη διαχείριση και στην αντιμετώπιση περιστατικών παιδικής κακοποίησης, κάτι το οποίο εντοπίστηκε και στις δύο πρόσφατες περιπτώσεις της Λέρου και της Ζακύνθου, έρχεται να καλύψει το πρώτο Παιδιατρικό Νοσοκομειακό Κέντρο Αντιμετώπισης της Κακοποίησης στην Ελλάδα. Η Μονάδα Φροντίδας για την Ασφάλεια των Παιδιών «Σόφη Βαρβιτσιώτη» της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύθηκε από την Εταιρεία κατά της Κακοποίησης του Παιδιού ΕΛΙΖΑ και αποτελεί τον πρώτο στην Ελλάδα νοσοκομειακό χώρο για την εξέταση και διεπιστημονική αντιμετώπιση βρεφών και παιδιών με υποψία κακοποίησης ή παραμέλησης. Επιπλέον, στον ίδιο χώρο θα εργάζονται ομάδες για τη διαμόρφωση ερευνητικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων, καθώς και στρατηγικών πρόληψης και αντιμετώπισης του φαινομένου.

«Πριν από χρόνια ένα περιστατικό προφανούς κακοποίησης δεν αναγνωρίστηκε την πρώτη φορά και χρειάστηκε να μπει δεύτερη φορά στο νοσοκομείο για να έχει μια οργανωμένη αντιμετώπιση» θυμάται η διευθύντρια της Β’ Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθηγήτρια Παιδιατρικής και Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, κυρία Μαρίζα Τσολιά. Με την εκπαίδευση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και άλλων επαγγελματιών και τον σωστό συντονισμό των αρμόδιων υπηρεσιών οι πρακτικές αυτές θα αποτελέσουν παρελθόν.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη Προγραμμάτων και Επικοινωνίας της Εταιρείας ΕΛΙΖΑ, κυρία Εμυ Ντότσικα, το φαινόμενο της κακοποίησης παιδιών πάντα υπήρχε. Είναι βαθιά ριζωμένο στην ελληνική κοινωνία. Αυτό που έχει αυξηθεί είναι ο αριθμός των περιστατικών που έρχεται στο φως. «Πάντα ήταν ένα θέμα- ταμπού. Αυτό που επιχειρείται την τελευταία διετία είναι η αυξημένη ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου που οδηγεί στην κινητοποίηση. Εχουμε όμως ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας. Τα περιστατικά που έρχονται στο φως της δημοσιότητας είναι η κορυφή του παγόβουνου» τονίζει.
Αναδρομική έρευνα για τα έτη 2014-2015 που πραγματοποιήθηκε στο Νοσοκομείο Παίδων «Π. & Α. Κυριακού», στο πλαίσιο του Προγράμματος Πρόληψης και Αντιμετώπισης της Κακοποίησης Παιδιών, έδειξε πως:
˜
Τα παιδιά με πιθανή σωματική κακοποίηση είχαν φτάσει κατά μέσο όρο πάνω από 7 ετών, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ όπου τα περισσότερα παιδιά με σωματική κακοποίηση αναγνωρίζονται σε ηλικία μικρότερη των 3 ετών.
˜ Τα βρέφη είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα σωματικής κακοποίησης, στοιχείο σύμφωνο με τα διεθνή βιβλιογραφικά δεδομένα για την ευαλωτότητα των βρεφών στη σωματική κακοποίηση.
˜ Ενα στα τρία εγκαύματα θα μπορούσε να είχε προληφθεί με καλύτερη εκπαίδευση των γονέων για την αποφυγή ατυχημάτων λόγω αμέλειας.

Σωματική βία για ένα στα δύο παιδιά

Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία έρευνας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού για την κακοποίηση και παραμέληση των βρεφών και των παιδιών.
Οπως επισημαίνει ο κ. Γιώργος Νικολαΐδης, ψυχίατρος, διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, το πρόβλημα της κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών αναδεικνύεται με αφορμή κάποια περιστατικά που λαμβάνουν δημοσιότητα. Ωστόσο, από τα σχετικά ερευνητικά δεδομένα διαπιστώνεται ότι το φαινόμενο έχει πολύ μεγαλύτερη έκταση από όση νομίζουμε.
Σε σχετική έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που πραγματοποιήθηκε με ανώνυμο ερωτηματολόγιο σε μεγάλο και αντιπροσωπευτικό, τυχαία επιλεγμένο δείγμα παιδιών σε όλη τη χώρα (περίπου 15.000 παιδιά), προκύπτει ότι:
˜
Ενα στα δύο παιδιά είχε μια εμπειρία έκθεσης σε σωματική βία, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αυτών (6%-6,5%) ανέφεραν έκθεση σε παραπάνω από 8-9 διαφορετικές μορφές σωματικής βίας.
˜
Ενα στα δέκα παιδιά ανέφερε μια ανεπιθύμητη εμπειρία έκθεσης σε σεξουαλική βία, ενώ για περίπου ένα στα είκοσι παιδιά η εμπειρία αυτή εμπεριείχε και σωματική επαφή (ένα στα πενήντα παιδιά ανέφερε το έτος πριν από την έρευνα πως ήταν θύμα απόπειρας βιασμού ή βιασμού).
˜
Ενα στα τριάντα παιδιά ανέφερε έκθεση και σε σωματική και σε ψυχολογική και σε σεξουαλική βία και σε παραμέληση.
Επίσης, για το ίδιο χρονικό διάστημα, τις ίδιες ηλικίες παιδιών, τις ίδιες γεωγραφικές περιφέρειες, το σύνολο των εμπλεκόμενων υπηρεσιών (Υγείας, Πρόνοιας, Δικαιοσύνης, Δημόσιας Τάξης, Εκπαίδευσης) του κυβερνητικού και μη κυβερνητικού χώρου είχε αναφορές για ανάλογες υποθέσεις που αντιστοιχούσαν στο 0,18% του παιδικού πληθυσμού αναφορικά με τη σωματική κακοποίηση και στο 0,07% αναφορικά με τη σεξουαλική κακοποίηση.

«Αρα το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος ξεπερνάει κατά πολύ τα όσα γίνονται γνωστά στις Αρχές ή στις συναφείς υπηρεσίες» συμπεραίνει ο κ. Νικολαΐδης. «Με αυτή την έννοια», συνεχίζει, «η πρώτη προτεραιότητα στη χώρα μας πρέπει να είναι οι καμπάνιες ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης παιδιών και γονιών έτσι ώστε να καταγγέλλονται περισσότερες περιπτώσεις, τα παιδιά να βρίσκουν το θάρρος να αποκαλύπτουν, να μιλάνε και να μην είναι καταδικασμένα στη σιωπή».

Στο 2% περιορίζονται τα ιατροδικαστικά ευρήματα

Ο διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού σημειώνει ότι στη συντριπτική πλειονότητα των περιστατικών βίας κατά των παιδιών δεν υπάρχουν ιατρικά – ιατροδικαστικά ευρήματα. Ως παράδειγμα αναφέρει ότι στη σεξουαλική παραβίαση των παιδιών ποσοστό μικρότερο του 2% των περιστατικών έχει σωματικά ευρήματα. Ακόμη και στη σωματική βία, τονίζει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η βία είναι επαναλαμβανόμενη αλλά όχι τέτοια που να προκαλέσει βλάβες που να χρειάζονται εισαγωγή σε νοσοκομείο, ενώ τα σωματικά αποτυπώματα της επαναλαμβανόμενης αυτής σωματικής βίας πολύ γρήγορα εξαφανίζονται από το σώμα των παιδιών-θυμάτων. Το ίδιο ισχύει και στη βαριά παραμέληση των παιδιών. «Το σημαντικότερο εύρημα που πρέπει να αξιολογείται κάθε φορά και να διερευνάται είναι η μαρτυρία του παιδιού-θύματος, δεδομένου του γεγονότος ότι τις περισσότερες φορές δεν υπάρχουν άλλοι παρόντες μάρτυρες πέραν του δράστη και του θύματος. Συνεπώς, η τεκμηρίωση των όποιων καταγγελιών πρέπει να γίνεται με μια προτυποποιημένη και αξιόπιστη συνέντευξη του παιδιού-θύματος. Αυτή, σύμφωνα πάντα με τα διεθνή στάνταρ, πρέπει να πραγματοποιείται με ενιαίο τρόπο από όλες τις συναρμόδιες υπηρεσίες (εισαγγελικές, αστυνομικές, κοινωνικές, ιατρικές κ.λπ.) σε μια κατά το δυνατόν συνέντευξη του παιδιού-θύματος, κατά τα πρότυπα των αμερικανικών Child Advocacy Centers, των σκανδιναβικών Barnahus ή των Child Protection Centers» συμπεραίνει.

Επαναλαμβάνουν την τραυματική ιστορία

Μέχρι σήμερα ανάλογο σύστημα δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα, και αυτό έχει τραγικές επιπτώσεις στα παιδιά-θύματα, ιδιαίτερα σεξουαλικής κακοποίησης, που κατά μέσο όρο καλούνται να επαναλάβουν ενώπιον της μιας ή της άλλης υπηρεσίας την εξαιρετικά τραυματική τους ιστορία 14 φορές. Η δε δικαστική εξέλιξη των υποθέσεων ξεπερνά μερικές φορές και τη δεκαετία. «Αφού τελειώσει το παιδί-θύμα με τη δικανική κατάθεση (μετά την οποία στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες δεν ξανακαλείται ουδέποτε να συμμετέχει σε δικαστήρια, ανακρίσεις κ.λπ.), πρέπει να λάβει φροντίδα και προστασία, ώστε να ξαναζήσει κατά το δυνατόν την παιδική του ηλικία όπως θα έπρεπε. Δυστυχώς, και πάλι στην Ελλάδα η μοιραία κατάληξη ενός παιδιού-θύματος κακοποίησης ή παραμέλησης είναι η εκ νέου θυματοποίησή του, αφού το σύστημα παιδικής προστασίας στη χώρα μας παραμένει εν πολλοίς ιδρυματικό και άρα τραυματικό για τα παιδιά, και δυστυχώς ο νέος νόμος για την αναδοχή κάθε άλλο παρά διορθώνει τα κακώς κείμενα» προσθέτει.
Παράλληλα με την παροχή ενός ασφαλούς και υποστηρικτικού οικογενειακού, κατά το δυνατόν, περιβάλλοντος, το παιδί-θύμα θα χρειαστεί εξειδικευμένη υποστήριξη και θεραπευτική διεπιστημονική πλαισίωση. Μέχρι τώρα στην Ελλάδα τέτοια φροντίδα παρέχεται από μεμονωμένους επαγγελματίες διάσπαρτα, σε διάφορες υπηρεσίες, οι οποίοι πασχίζουν ανάμεσα στα χίλια δυο άλλα καθήκοντά τους να δώσουν ό,τι καλύτερο μπορούν και σε αυτά τα παιδιά που έχουν ιδιαίτερες και πολυεπίπεδες ανάγκες.
Εξειδικευμένη τέτοια δομή λειτουργεί εδώ και τριάμισι χρόνια από το Χαμόγελο του Παιδιού. Πρόκειται για το Κέντρο Ημέρας, το «Σπίτι του Παιδιού» στου Ζωγράφου, μια θεραπευτική μονάδα εξειδικευμένη στην παροχή διεπιστημονικών υπηρεσιών φροντίδας σε παιδιά με ιστορικό κακοποίησης, παραμέλησης ή έκθεσης σε ενδοοικογενειακή βία. Στα λίγα χρόνια της λειτουργίας του το «Σπίτι του Παιδιού» έχει παράσχει θεραπευτικές υπηρεσίες σε περισσότερα από 450 παιδιά με βεβαρημένο ιστορικό, πραγματοποιώντας δωρεάν περίπου 10.000 θεραπευτικές συνεδρίες τον χρόνο.

Το πρωτόκολλο-ασπίδα που «κατάπιε» το Μνημόνιο

Τα προβλήματα ωστόσο στη χώρα μας δεν μένουν στις καταγγελίες και στις αποκαλύψεις. Επεκτείνονται ακόμα και σε εκείνα τα περιστατικά που θα αναφερθούν στις Αρχές. «Τα περιστατικά που πρόσφατα αποκαλύφθηκαν με τραγικό τρόπο στη Λέρο και στη Ζάκυνθο είναι άκρως αποκαλυπτικά. Αναφορές είχαν γίνει και είχαν διαβιβαστεί στις αρμόδιες Αρχές μήνες ή και χρόνια νωρίτερα. Ομως τα παιδιά δεν προστατεύθηκαν με αποτέλεσμα τις γνωστές τραγικές καταλήξεις. Θα πρέπει λοιπόν να καταβληθεί προσπάθεια ώστε όποτε γίνεται γνωστή μια αναφορά ή υπάρχει υπόνοια πως ένα παιδί κακοποιείται, η αναφορά αυτή να διερευνάται, το παιδί-θύμα να στηρίζεται και να ενδυναμώνεται και η διερεύνηση να πραγματοποιείται με ένα συστηματικό και προτυποποιημένο τρόπο (όχι δηλαδή να κάνει ο κάθε επαγγελματίας ό,τι νομίζει) με βάση γνωστά και αποδεκτά διεθνή σχετικά πρότυπα» επισημαίνει ο κ. Νικολαΐδης. Γι’ αυτόν τον λόγο το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού (και πάλι με κοινοτική χρηματοδότηση) είχε αναπτύξει ένα πρωτόκολλο διερεύνησης, τεκμηρίωσης, απέναντι στον νόμο, αναφορών, υπονοιών ή καταγγελιών κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών και εκπαίδευσης 400 επαγγελματιών σε όλες τις περιφέρειες της χώρας ώστε να το εφαρμόζουν. «Δυστυχώς, λόγω ίσως των μνημονιακών περικοπών, η πρωτοβουλία αυτή δεν συνεχίστηκε, ούτε στηρίχθηκε θεσμικά από την πολιτεία ώστε να αποτελέσει πάγια λειτουργία των εμπλεκόμενων υπηρεσιών παιδικής προστασίας» σημειώνει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ