Τσουχτερό πρόστιμο ύψους 50.000 ευρώ επέβαλλε η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα στη δικηγορική εταιρεία «Σιούφα και Συνεργάτες», η οποία κατά το παρελθόν είχε ελεγχθεί στο πλαίσιο εισαγγελικής έρευνας που αφορούσε τυχόν παράνομες πρακτικές εισπρακτικών εταιρειών. Πρόκειται για το μεγαλύτερο πρόστιμο που έχει επιβάλλει έως τώρα η Αρχή για παραβίαση προσωπικών δεδομένων μέσω καμερών.

Η δικηγορική εταιρεία μπήκε στο «μικροσκόπιο» της Αρχής, ύστερα από καταγγελία που της διαβιβάσθηκε από το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, σχετικά με λειτουργία συστήματος βιντεοεπιτήρησης στις εγκαταστάσεις της. Ελεγκτές της Αρχής, κατόπιν εντολής του προέδρου της Κωνσταντίνου Μενουδάκου, πραγματοποίησαν επιτόπιο αιφνίδιο έλεγχο στα γραφεία της εταιρείας.
Στο πόρισμα ελέγχου που συνέταξαν αναφέρονταν οι εξής διαπιστώσεις:
•Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης δεν περιορίζεται σε χώρους εισόδου και εξόδου ή στο ταμείο, αλλά καλύπτει επιπλέον χώρους εργασίας όπου κινούνται σχεδόν αποκλειστικά εργαζόμενοι. Οι συγκεκριμένοι χώροι εργασίας περιλαμβάνουν θέσεις εργασίας, τόσο τύπου εργαζόμενου σε τηλεφωνικό κέντρο, όσο και εργαζόμενων σε τυπικό χώρο γραφείου ενιαίου χώρου.
•Το σύστημα βιντεοεπιτήρησης λαμβάνει εικόνα από τη δημόσια οδό, τα πεζοδρόμια, απέναντι κτίρια και την απέναντι κάθετη οδό, εξωτερικά της κεντρικής εισόδου της εγκατάστασης του υπευθύνου, χωρίς η λήψη να περιορίζεται σε χώρο κοντά στην είσοδο.
•Ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει αναρτήσει ενημερωτικές πινακίδες αλλά μόνο στο
εσωτερικό του χώρου.
•Ο υπεύθυνος επεξεργασίας καθυστέρησε να γνωστοποιήσει τη λειτουργία του συστήματος βιντεοεπιτήρησης στην Αρχή.

Το Υπόμνημα της εταιρείας

Στο υπόμνημα που κατατέθηκε από την πλευρά της εταιρείας, υποστηρίζεται μεταξύ άλλων ότι:
ως προς το πρώτο εύρημα θεωρεί ότι συντρέχουν αντικειμενικές συνθήκες που
δικαιολογούν και καθιστούν ανεκτή τη χρήση του συστήματος βιντεοεπιτήρησης χάριν της
ασφάλειας των χώρων της εργασίας, την προστασία των προσώπων και των περιουσιακών αγαθών.
Ως προς το δεύτερο εύρημα θεωρεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του
άρθρου 6 της Οδηγίας 1/2011 της Αρχής, ήτοι της κάμψης της αρχής της απαγόρευσης της λήψης εικόνας από παράπλευρες οδούς και πεζοδρόμια.
Το τρίτο εύρημα, το δέχεται και κατανοεί την υποχρέωση άμεσης συμμόρφωσης της στη σχετική επισήμανση του πορίσματος.
Ως προς το τέταρτο εύρημα δεν αρνείται την παράλειψη γνωστοποίησης της λειτουργίας των εξωτερικών καμερών, πλην όμως θα πρέπει να εκτιμηθεί ότι, οι εσωτερικές κάμερες δεν λειτουργούσαν και άρα δεν λάμβανε χώρα επεξεργασία δεδομένων, γεγονός που θεωρήθηκε, καλοπίστως, ότι δεν υπαγόρευε τη σχετική γνωστοποίηση.
Σε συμπληρωματικό υπόμνημα που απέστειλε στη συνέχεια η εταιρεία υποστήριζε μεταξύ άλλων, προκειμένου να δικαιολογήσει τη χρήση των καμερών, πως τον περασμένο Μάρτιο δέχθηκε τηλεφώνημα στα γραφεία της για επικείμενη επίθεση από τον ΡΟΥΒΙΚΩΝΑ καθώς και για παραλαβή ύποπτου δέματος, περιστατικά για τα οποία επιλήφθηκε η Υποδιεύθυνση ασφάλειας Πειραιά. Οι ισχυρισμοί της ωστόσο δεν έγιναν δεκτοί από την Αρχή, καθώς σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης «τα σημεία εγκατάστασης των καμερών και ο τρόπος λήψης των δεδομένων πρέπει να προσδιορίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε τα δεδομένα που συλλέγονται να μην είναι περισσότερα από όσα είναι απολύτως αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού της επεξεργασίας και να μη θίγονται τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσώπων που ευρίσκονται στο χώρο που επιτηρείται και ιδίως να μην παραβιάζεται αυτό το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη προσδοκία ορισμένου βαθμού προστασίας της ιδιωτικής ζωής» σε συγκεκριμένο χώρο.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 7 της με αρ. 1/2011 Οδηγίας, το σύστημα δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την επιτήρηση των εργαζομένων εντός των χώρων εργασίας, εκτός από ειδικές εξαιρετικές περιπτώσεις όπου αυτό δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εργασίας και είναι απαραίτητο για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων ή την προστασία κρίσιμων χώρων εργασίας (π.χ. στρατιωτικά εργοστάσια, τράπεζες, εγκαταστάσεις υψηλού κινδύνου). Επιπλέον σημειώνεται στο σκεπτικό πως «προτού ένα πρόσωπο εισέλθει στην εμβέλεια του συστήματος βιντεοεπιτήρησης, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να το ενημερώνει, με τρόπο εμφανή και κατανοητό, ότι πρόκειται να εισέλθει σε χώρο που βιντεοσκοπείται».