Την καταδίκη του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της ΜΚΟ «Αλληλεγγύη» Δημήτρη Φουρλεμάδη, πρότεινε η εισαγγελέας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων της Αθήνας.

Η Ιωάννα Τσάλη εισηγήθηκε την ενοχή του κ. Φουρλεμάδη για το κακούργημα της υπεξαίρεσης κατ’ εξακολούθηση με την επιβαρυντική διάταξη του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου αλλά και της απλής απιστίας, σε βαθμό κακουργήματος, κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας για την οποία δικάζεται.
Πρόταση ενοχής έκανε η εισαγγελέας και για τη διευθύντρια εσωτερικού ελέγχου της ΜΚΟ, για το αδίκημα της απλής συνέργειας στην υπεξαίρεση και την απιστία του βασικού κατηγορούμενου.
Για τους δύο οικονομικούς επιθεωρητές της Εκκλησίας, η εισαγγελέας πρότεινε μετατροπή του κακουργήματος της ψευδούς βεβαιώσεως σε πλημμέλημα και την απαλλαγή, λόγω παραγραφής.

Η αγόρευση της εισαγγελέως

Σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό, κατά την ακροαματική διαδικασία αποδείχθηκε ότι επιχορηγήσεις που δόθηκαν στην «Αλληλεγγύη» από το υπουργείο Εξωτερικών για πλείστες όσες φιλανθρωπίες, ιδιοποιήθηκαν παρανόμως από τον εντολοδόχο και διαχειριστή της ΜΚΟ Δημήτρη Φουρλεμάδη, προκειμένου να δαπανηθούν για σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς για τους οποίους δόθηκαν.
Πάντα κατά την εισαγγελέα, τα χρήματα δόθηκαν «σε ανοίκειες πληρωμές», για μισθοδοσίες της ΜΚΟ, λογαριασμούς ΔΕΚΟ, υποχρεώσεις ΙΚΑ, φόρους, αμοιβές σε επικοινωνιολόγους, επιταγές προς τρίτους.
«Από την αποδεικτική διαδικασία προκύπτει το βέβαιο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος Δημήτρης Φουρλεμάδης κινήθηκε δόλια», εκτίμησε μεταξύ άλλων η εισαγγελική λειτουργός, προσθέτοντας ότι με τις πράξεις του «παραπλάνησε το υπουργείο Εξωτερικών για νέα χορήγηση δανείου».
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τέσσερις κατηγορούμενοι, απολογούμενοι, έχουν αρνηθεί τις κατηγορίες. Ο κ. Φουρλεμάδης έχει δε ισχυριστεί ότι «ήταν συνήθης πρακτική, το να μπαίνουν τα χρήματα σε ένα λογαριασμό κι από εκεί να καλύπτονται οι διάφορες υποχρεώσεις. Εγώ ήμουν υπάλληλος. Ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος έφερνε τα προγράμματα απευθείας από το ΥΠΕΞ. Όταν αρρώστησε, ήταν πολιτική βούληση να μην ολοκληρωθεί το πρόγραμμα με τα κοτόπουλα».