Τα κίνητρα και τις εμπειρίες των ασυνόδευτων ανηλίκων που εγκαταλείπουν άτυπα τις δομές φιλοξενίας στην Ελλάδα, διερεύνησε το πρόγραμμα «Ακολουθώντας τα βήματά τους», που παρουσιάστηκε την Τρίτη στη Στοά του Βιβλίου.

Πρόκειται για μία σύμπραξη των οργανώσεων Faros, SolidarityNow, Μέριμνα (Merimna), CIVISplus και Κέντρο Ημέρας Βαβέλ. Τα στοιχεία για αυτή τη μελέτη συλλέχθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου κι Απριλίου 2017 στην Αθήνα. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν παράγοντες ώθησης καθώς και έλξης για την άτυπη φυγή.

Από την πλευρά της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η Θεοδώρα Τσοβιλή παρουσίασε κάποια στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των ασυνόδευτων παιδιών στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, μέχρι και την 15η Απριλίου 2018, στην Ελλάδα βρίσκονταν 3050 ασυνόδευτα παιδιά, 96,2% αγόρια και 3,8% κορίτσια – και 1099 παιδιά μπορούν να διαμείνουν σε 49 ξενώνες. Οι ξενώνες αυτοί λειτουργούν με την αμέριστη προσπάθεια, προσήλωση των ΜΚΟ. Ακόμη, το 72% των ασυνόδευτων παιδιών βρίσκονται στη λίστα αναμονής, δηλαδή 2200 παιδιά βρίσκονται σε λίστα τοποθέτησης σε δομή φιλοξενίας, 103 παιδιά είναι υπό καθεστώς προστατευτικής φύλαξης, 186 παιδιά βρίσκονται σε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης στα νησιά και 369 παιδιά σε ανοιχτούς χώρους φιλοξενίας, 272 σε 6 ξενοδοχεία που έχει νοικιάσει ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης.

Συνολικά 1272 ασυνόδευτα παιδιά, το 42% δηλαδή, είναι, είτε άστεγα, είτε σε άτυπη στέγαση/φιλοξενία, ή σε άγνωστη τοποθεσία. Στη συνέχεια, η κ. Τσοβιλή ανέφερε κάποιους από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν τα ασυνόδευτα παιδιά, όπως τη σεξουαλική εκμετάλλευση, την έκθεση σε πιθανή παράνομη εμπορία και διακίνηση. «Όσο δεν έχουμε σωστές κι αρκετές δομές φιλοξενίας, τόσο θα αυξάνεται κι ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονται πιθανώς στο δρόμο, ή σε άλλες ύποπτες δομές φιλοξενίας», υπογράμμισε η εκπρόσωπος της Ύπατης Αρμοστείας. «Παλεύουμε για έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό κι εφαρμογή του εθνικού σχεδίου δράσης για το παιδί, θεσμοθετημένες διαδικασίες όπως η αξιολόγηση και ο καθορισμός του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού.

Επιπλέον, επιθυμούμε τη βελτίωση της συνεργασίας με τις εθνικές χρηματοδοτικές πηγές (πχ, AMIF) καθώς και τη διεύρυνση των εναλλακτικών μορφών φροντίδας για τα ασυνόδευτα παιδιά. Τέλος, επιδιώκουμε τη βελτίωση του ρυθμού ολοκλήρωσης των διαδικασιών που αφορούν τις οικογενειακές επανενώσεις, καθώς και τον καταμερισμό του αριθμού των ασυνόδευτων παιδιών με άλλες ευρωπαϊκές χώρες», επισήμανε η κ. Τσοβιλή.