«Το 2018 βρίσκει τη ναυτιλία μας να διατηρεί ακάθεκτη τα υψηλά ποσοστά πλοιοκτησίας στη διεθνή ναυτιλιακή κατάταξη. Ειδικότερα, ελέγχουμε το 20% περίπου της παγκόσμιας χωρητικότητας με 4.800 πλοία, με μερίδιο 30% στα δεξαμενόπλοια, 22% στα bulk carriers, 16% στα πλοία μεταφοράς χημικών και προϊόντων πετρελαίου, 15% στα LNG / LPG, 11% στα ψυγεία και 9% στα containers. Ενώ στην Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπροσωπεύουμε σταθερά το 50% σχεδόν σε dwt του κοινοτικού στόλου.» Αυτά επεσήμανε, μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών κ. Θεόδωρος Βενιάμης στην Ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση των μελών της ΕΕΕ κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν αρχαιρεσίες για την ανάδειξη νέας Διοίκησης τριετούς θητείας.

Και επεσήμανε ότι: «Το 2018 διαφαίνεται μια χρονιά όπου όλοι οι επιμέρους κλάδοι θα μπορέσουν να επιστρέψουν σε ρυθμούς ανάκαμψης και κερδοφορίας. Ήδη, η βελτίωση στην ναυλαγορά ξηρού φορτίου είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη, κάνοντας πολλούς να προβλέπουν ότι το 2018 θα είναι για τα πλοία ξηρού φορτίου η χρονιά τους, η διόρθωση στα containership έχει ομαλοποιηθεί, αλλά θα πρέπει κα να σταθεροποιηθεί και αναμένουμε με έντονο ενδιαφέρον πότε θα έρθει η ανάκαμψη στους ναύλους των δεξαμενόπλοιων, όπου ο κανόνας της προσφοράς και ζήτησης θα έχει καθοριστικό ρόλο. Το θετικό αυτό κλίμα και οι προσδοκίες για περαιτέρω βελτίωση της ναυλαγοράς, οδήγησαν τους συναδέλφους μας σε δυναμική επαναδραστηριοποίηση και έγκαιρη επανατοποθέτηση στις εξαγορές τόσο μεταχειρισμένων όσο και σε παραγγελίες νεότευκτων, ακολουθώντας σε αρκετές περιπτώσεις και τη στρατηγική της πολυδιάσπασης του στόλου τους σε διαφορετικούς τύπους πλοίων, ώστε να υποδεχθούμε τη νέα περίοδο με ενισχυμένη τη θέση μας στη διεθνή σκακιέρα».
Ο κ. Βενιάμης πρόσθεσε ότι «η ποσοτική αυτή υπεροχή συνεχίζει να συμπορεύεται μαζί με την ποιοτική μας παρουσία, όπως αυτή έχει επικρατήσει διεθνώς, βασιζόμενη στην τεχνογνωσία και στη συσσωρευμένη εμπειρία μας στη διαχείριση του στόλου μας, καθώς και στο χαμηλό μέσο όρο ηλικίας αυτού, που ανέρχεται πια για τα ελληνόκτητα πλοία σε 11,54 έτη, και για τα πλοία υπό ελληνική σημαία σε 13,74 έτη, όταν ο παγκόσμιος μέσος όρος είναι 14,81 έτη. Επιπροσθέτως, το συνάλλαγμα της περιόδου Ιανουάριος –Νοέμβριος 2017 ήταν 8,33 δισ. ευρώ αυξανόμενο σε ποσοστό περίπου 18% σε σχέση με την ίδια περίοδο το 2016. Είναι φανερό ότι μετά από δύο χρόνια από την επιβολή των capital controls, επανερχόμεθα σταδιακά στα προηγούμενα επίπεδα εισαγωγής συναλλάγματος.»
Σημείωσε ακόμη ότι «στα ανωτέρω πλαίσια της θετικής πορείας της ελληνόκτητης ναυτιλίας, το μόνο θέμα που συνέχισε να υποσκάπτει τους στενούς και αρμονικούς δεσμούς αυτής με τον τόπο μας είναι η παραμονή σε εκκρεμότητα της πενταετούς διερεύνησης του ελληνικού ναυτιλιακού πλαισίου από τις υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η συνέχιση αυτής παραμένει παντελώς άκαιρη δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διανύει μία περίοδο όπου κύριος στόχος της θα έπρεπε να είναι η προάσπιση, και μάλλον η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ναυτιλίας της, καθώς και οι προοπτικές της έναντι του σκληρού ανταγωνισμού που υφίσταται από ναυτιλιακά κέντρα εκτός Ευρώπης, και στο άμεσο μέλλον ίσως και από κράτη εντός Ευρώπης. Η Ελληνική Πολιτεία έχει υποστηρίξει σε κάθε επίπεδο σθεναρά την ελληνική υπόθεση προς διασφάλιση των θέσεων της ναυτιλίας μας και είμαι αισιόδοξος ότι είμαστε κοντά στην επίτευξη μιας συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που θα σέβεται προπάντων τη θεσμική και συνταγματική κατοχύρωση του ελληνικού νομοθετικού πλαισίου της ναυτιλίας.»
Επιπλέον συμπλήρωσε ότι «η ελληνόκτητη ναυτιλία εξάλλου έχει αποδείξει εμπράκτως ότι δικαιολογημένα θεωρείται εθνικό κεφάλαιο για τον τόπο της και ότι είναι πρόθυμη να συμβάλει στη μεγιστοποίηση της συνεισφοράς της στην εθνική οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, το καλοκαίρι του 2017 η ναυτιλιακή μας κοινότητα με σύμπνοια αποφάσισε να ανταποκριθεί για ακόμη μια φορά στο αίτημα της Πολιτείας για παράταση της οικειοθελούς παροχής της για ένα επιπλέον έτος, δηλαδή και το 2018, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και να ολοκληρωθεί η σχετική αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η αναμενόμενη λοιπόν ολοκλήρωση της εκκρεμούς ελληνικής υπόθεσης θα επιτρέψει στην εφοπλιστική μας οικογένεια να επικεντρωθεί με αναπόσπαστη την προσοχή της στις διεθνείς προκλήσεις της ναυτιλίας και στην υπέρβαση των αναδυομένων κατά καιρούς λειτουργικών της κωλυμάτων, τεχνικού ή εμπορικού χαρακτήρα, με στόχο την παραμονή μας στην κορυφή της διεθνούς κατάταξης.»

Για τον τομέα της ναυτικής εκπαίδευσης υπογράμμισε ότι «δυστυχώς πέρασε άλλη μια χρονιά χωρίς να υπάρξει πραγματική πολιτική βούληση για ρεαλιστική και ολιστική αντιμετώπιση των προβλημάτων της. Προτιμήσαμε λοιπόν να παραμείνουμε παρατηρητές των εξαγγελιών του Αρμόδιου Υπουργείου, οι οποίες αν και καλοπροαίρετες, δεν αρκούν ούτε για να αναβαθμίσουν τη ναυτική εκπαίδευση ούτε για να θεραπεύσουν τις λειτουργικές αδυναμίες του υπάρχοντος συστήματος, δεδομένης της έλλειψης μη μακροπρόθεσμης προστιθέμενης αξίας αυτών. Η ΕΕΕ επιπροσθέτως προέβη σε μια πρόταση αναδιαμόρφωσης του συστήματος λειτουργίας των Επαγγελματικών Ναυτικών Λυκείων προκειμένου να μπορούν οι απόφοιτοι αυτών, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, να εξελίσσονται ως τον βαθμό του Α’ Πλοιάρχου και Α’ Μηχανικού. Σε περίπτωση που υπάρξει σωστή υλοποίηση της πρότασης αυτής, θα μπορέσει να δοθεί επαγγελματική διέξοδος σε αρκετούς νέους και παράλληλα θα αυξηθούν οι πηγές παραγωγής ναυτικών. Σε κάθε περίπτωση, όλα τα ανωτέρω αποσκοπούν στην εκπλήρωση του πρωταρχικού μας στόχου, αυτού της αναζωπύρωσης της ναυτοσύνης των Ελλήνων, η οποία αποτελεί το εχέγγυο συνέχειας και συνοχής που χρειαζόμαστε από το ανθρώπινο δυναμικό μας. Στο θέμα αυτό ελπίζουμε ότι έχουμε συμμάχους μας την ναυτεργασία, η οποία όμως θα πρέπει να ξεπεράσει τα συνδικαλιστικά κωλύματα που την εγκλωβίζουν σε μια μη εποικοδομητική πολιτική, που τελικά αποβαίνει εις βάρος δυστυχώς της αναβάθμισης και προώθησης του ναυτικού επαγγέλματος, ειδικά σε μια περίοδο για την πατρίδα μας, όπου πολλοί νέοι θα το επέλεγαν ως επαγγελματική διέξοδο και λόγω της μεγάλης ανεργίας που μαστίζει την πλειοψηφία των στεριανών επαγγελμάτων».