Την επιτακτική ανάγκη λήψης μέτρων και διεξαγωγής ελέγχων στις αποστολές ατυποποίητων ελληνικών φρούτων και λαχανικών, μέσω… ύποπτων διαδρομών, στο εξωτερικό, επισημαίνουν Έλληνες εξαγωγείς.

Έλληνες, Βούλγαροι και Ρουμάνοι έμποροι εξαπατούν τόσο αγρότες όσο και τις αρμόδιες Αρχές, παρακάμπτουν τη νομοθεσία και προωθούν στις βαλκανικές αγορές, αμφίβολης ποιότητας, ελληνικά προϊόντα.

«Επιτήδειοι, παρουσιάζονται στους αγρούς, προσφέρουν στους παραγωγούς υψηλότερες τιμές, και παίρνουν τα προϊόντα ατυποποίητα, χωρίς τιμολόγια. Η πρακτική αυτή έχει δύο θύματα, τους ίδιους τους αγρότες, το ελληνικό κράτος, αλλά και τα ελληνικά προϊόντα», αναφέρει στο «Βήμα» ο ειδικός σύμβουλος του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής Διακίνησης Φρούτων Λαχανικών και Χυμών «Incofruit Hellas» κ. Γιώργος Πολυχρονάκης.
Και εξηγεί: «Έχουν εξαπατηθεί πολλοί παραγωγοί, διότι οι συγκεκριμένοι έμποροι δίνουν μια προκαταβολή και μια επιταγή, η οποία όμως σε πολλές περιπτώσεις αποδείχθηκε «κάλπικη», όταν όμως τα προϊόντα είχαν κάνει… φτερά. Από την άλλη πλευρά, μεγάλο είναι και το πλήγμα για τις ελληνικές υγιείς παραγωγικές μονάδες, οι οποίες έχουν σήμερα παρουσία στα σούπερ μάρκετ των Βαλκανίων».
Σύμφωνα με τον ίδιο, κινδυνεύουν να χαθούν μερίδια αγοράς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Ρουμανία, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει έκθεση του Εμπορικού Συμβούλου της ελληνικής πρεσβείας στο Βουκουρέστι, σχετικά με την εξέλιξη της αγοράς οπωροκηπευτικών στη Ρουμανία, η οποία αποτελεί κύριο προορισμό των προϊόντων της χώρας μας με περίπου 186.000 τόνους ετησίως.
«Αναφέρομαι στο μεγάλο πρόβλημα του βαθμού αξιοπιστίας των εξαγομένων ελληνικών οπωροκηπευτικών προϊόντων, τα οποία παρά την διεθνώς παραδεκτή υπεροχή των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών τους και την τεράστια πρόοδο των τελευταίων ετών στους τομείς της τυποποίησης και της διείσδυσης στις μεγάλες καταναλωτικές αγορές της Ευρώπης, αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο δυσφήμησης και υποβάθμισης της παρουσίας τους στις συγκεκριμένες αγορές. Αποστέλλονται στο εξωτερικό φορτία ατυποποίητων προϊόντων απ ευθείας από τους αγρούς, χωρίς κανένα σεβασμό των κανόνων υγιεινής», σημειώνει ίδιος.
Κι ενώ τα ελληνικά είχαν καλή φήμη και ήταν στις προτιμήσεις τους, σιγά σιγά χάνουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε αυτές τις αγορές καθώς «εμφανίζονται ελληνικά προϊόντα χαμηλής ποιότητας που προωθούν όλοι αυτοί οι απατεώνες. Πρέπει η Πολιτεία να εντείνει τους ελέγχους», υπογραμμίζει.
Επιβεβαίωση του προβληματισμού των Ελλήνων εξαγωγέων αποτελεί η έκθεση του Εμπορικού Συμβούλου της Πρεσβείας στο Βουκουρέστι, στην οποία αναφέρεται ότι λόγω και της σημαντικής βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του ρουμανικού λαού η αγορά έχει γίνει αρκετά ελκυστική και υφίσταται μία ολοένα αυξανόμενη «επίθεση» από ανταγωνιστές (Ισπανία, Ιταλία, Ισραήλ, Ν. Αφρική, Αίγυπτο, Τουρκία κλπ) παρά το γεγονός ότι ο Ρουμάνος καταναλωτής αναγνωρίζει και εμπιστεύεται – τουλάχιστον έως σήμερα – τα ελληνικά προϊόντα. Ως μελανό σημείο και αδυναμία των ελληνικών προϊόντων επισημαίνεται η δραστηριότητα των ευκαιριακών «εμπόρων» οι οποίοι στο βωμό του εύκολου και πρόσκαιρου κέρδους, δίνουν «όπλα» στους ανταγωνιστές για να εκτοπίσουν τις ελληνικές εταιρείες από την ρουμάνικη αγορά.