Η κυβέρνηση επιμένει στις αλλαγές στον τρόπο κήρυξης των απεργιών από τα πρωτοβάθμια σωματεία και βρίσκεται σε ανοιχτή σύγκρουση με το ΠΑΜΕ (ΚΚΕ) και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Η κατάθεση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή με την επικύρωση των προαπαιτούμενων, όπου συμπεριλαμβάνονται και οι αλλαγές στον νόμο 1264/1982 για την κήρυξη των απεργιών, προκάλεσε την ανοιχτή σύγκρουση με τους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, που εισέβαλαν στο υπουργείο Εργασίας, κατέλαβαν το γραφείο της υπουργού κυρίας Έφης Αχτσιόγλου και διαπληκτίστηκαν μαζί της.
«Δεν θα σας αφήσουμε να ολοκληρώσετε το έγκλημα, δεν θα σας αφήσουμε» φώναξαν οι συγκεντρωμένοι στην υπουργό Εργασίας Έφη Αχτσιόγλου και την αναπληρώτρια υπουργό Θεανώ Φωτίου.

«Για το δικαίωμα στην απεργία χύθηκε αίμα», και «πάρτε το πίσω», «πάρτε πίσω τον αδελφοκτόνο νόμο» φώναζαν.

Οι διατάξεις του νομοσχεδίου στο συγκεκριμένο θέμα παραμένουν οι ίδιες με το κείμενο της τροπολογίας που αποσύρθηκε στις αρχές Δεκεμβρίου και προβλέπουν την παρουσία του 50% + 1 των οικονομικών ενήμερων μελών του πρωτοβάθμιου σωματείου προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απεργία.
Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι στο τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79) προστίθεται εδάφιο ως εξής: «Ειδικά για τη συζήτηση και τη λήψη απόφασης κήρυξης απεργίας απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) των οικονομικά τακτοποιημένων μελών». Η απόφαση για απεργία στα πρωτοβάθμια σωματεία λαμβάνεται σε συνέλευση με την παρουσία (απαρτία) τουλάχιστον του 50% των οικονομικά τακτοποιημένων μελών της συνδικαλιστικής οργάνωσης. Σύμφωνα με τον ισχύοντα σήμερα νόμο 1264/1982 (άρθρο 8), απαιτείται η παρουσία τουλάχιστον του ενός τρίτου (1/3) των οικονομικά τακτοποιημένων µελών,ή ακόμη και του 1/5, υπό προϋποθέσεις.
Η κυβέρνηση αναφέρει ότι ουδεμία αλλαγή επέρχεται στα πρωτοβάθμια σωματεία ευρύτερηςπεριφέρειας (π.χ. Αττικής) ή πανελλαδικής εμβέλειας, καθώς και στις δευτεροβάθμιες και στην τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Σε αυτέςτις περιπτώσεις, άλλωστε, η απόφαση για απεργία λαμβάνεται από το διοικητικό
συμβούλιο, όπου δεν έχουν εφαρμογή οι ανωτέρω κανόνες απαρτίας.
Ο νέος νόμος για τις απεργίες αναμένεται να στερήσει από την κυβέρνηση το κεντρικότερο και εμβληματικότερο στοιχείο του ιδεολογικού της χώρου, της αριστεράς. Την πρόσβασή της στους συνδικαλιστικούς και εργασιακούς χώρους. Κατ’ ουσίαν η σημερινή κυβέρνηση θα καταγραφεί, ως η πρώτη μετά το 1982, (όταν ψηφίσθηκε ο νόμος 1264 του ΠαΣοΚ), που εφαρμόσει μέτρα περιορισμού του δικαιώματος της απεργίας. Ταυτοχρόνως, η υπουργός κυρία Αχτσιόγλου θα είναι η πρώτη υπουργός αριστερής κυβέρνησης που θα περιορίζει συνδικαλιστικά δικαιώματα, κάτι που ξανασυντάται στην δεκαετία του ’70, με το νόμο 330.
Όπως είναι αναμενόμενο οι αντιδράσεις τόσο του ΚΚΕ όσο και τρων συνδικαλιστικών οργανώσεων –που ξεκίνησαν με την κατάληψη του υπουργείου –αναμένεται να κλιμακωθούν τις επόμενες ημέρες, ιδιαίτερα από το ΠΑΜΕ, που έχει αναγάγει το θέμα αυτό ως πρώτης προτεραιότητας.
Σε ανακοίνωσή του το ΠΑΜΕ περιγράφει το εύρος των αντιδράσεων που θα εκδηλωθούν τις επόμενες ημέρες, σημειώνοντας ότι η σημερινή (Τρίτη) κινητοποίηση και κατάληψη «ήταν μόνο η αρχή». Καλεί σε «καθημερινή, μαζική, μαχητική, αγωνιστική δράση τους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες, τη νεολαία, τους συνταξιούχους, τους ανέργους, τους αγρότες, τους ελευθεροεπαγγελματίες, όλο το λαό».
Την Παρασκευή 12 Ιανουαρίου –ημέρα ψήφισης του πολυνομοσχεδίου –διοργανώνει απεργία των Ομοσπονδιών και των Εργατικών Κέντρων που πρόσκεινται στο ΠΑΜΕ, και συγκέντρωση 12 το μεσημέρι στην πλατεία Ομονοίας.
Την Τετάρτη στις 3.30 μμ καλεί τους εργαζόμενους, στα ειρηνοδικεία όλης της χώρας ώστε να αποτραπούν οι πλειστηριασμοί και την Πέμπτη σε «συγκεντρώσεις στις γειτονιές από Σωματεία και φορείς του λαϊκού κινήματος».
Η απάντηση της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση δια του υπουργείου Εργασίας απαντά ότι δεν περιορίζει το δικαίωμα της απεργίας και πως σέβεται τους εργαζόμενους και συνδικάτα. Χαρακτηρίζει «εισβολείς» τα μέλη του ΠΑΜΕ και «επικοινωνιακό σόου» την κατάληψη του γραφείου της υπουργού.
Ολόκληρη η ανακοίνωση του υπουργείου έχει ως εξής:
«Το Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης είναι ανοιχτό στο διάλογο και σέβεται τους εργαζόμενους, τα συνδικάτα και τις ομοσπονδίες τους.
Γι’ αυτό θεωρούμε ακατανόητη τη σημερινή εισβολή μελών του ΠΑΜΕ στο κτίριο του Υπουργείου, όπου και οι ίδιοι οι «εισβολείς» συνειδητοποίησαν ότι παραβίασαν ανοιχτές θύρες.
Η Υπουργός Εργασίας τους δέχτηκε στο γραφείο της και όπως αποδείχτηκε οι ίδιοι αρνήθηκαν το διάλογο, επιλέγοντας τις κραυγές και το επικοινωνιακό σόου χάριν των τηλεοπτικών καμερών.
Οι ομοσπονδίες και τα συνδικάτα του ΠΑΜΕ, εξάλλου, είχαν συναντηθεί με την Υπουργό Εργασίας στις 22/11/2017 και είχαν ενημερωθεί πλήρως για το περιεχόμενο της ρύθμισης σχετικά με τις απεργίες.
Η ρύθμιση σε καμία περίπτωση ούτε καταργεί, ούτε περιορίζει το δικαίωμα της απεργίας. Η μόνη αλλαγή αφορά τον κανόνα της απαρτίας στις γενικές συνελεύσεις των πρωτοβάθμιων σωματείων που δεν είναι ευρύτερης περιφέρειας ή πανελλαδικής έκτασης όταν συγκαλούνται προκειμένου να ληφθεί απόφαση για απεργία.
Η ρύθμιση προβλέπει ότι για να υπάρχει απαρτία στη γενική συνέλευση πρέπει να παρίσταται το ½ των μελών του σωματείου που πληρώνουν τις συνδρομές τους.
Τίποτα δεν αλλάζει στον τρόπο λήψης της απόφασης για απεργία η οποία θα συνεχίσει να λαμβάνεται με τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων.
Τέλος, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε προς κάθε κατεύθυνση ότι η καταστολή οποιασδήποτε μορφής κινητοποίησης δεν ήταν και δεν θα γίνει επιλογή μας».