Γύρω από την ομπρέλα προστασίας της πρώτης κατοικίας παίζεται εδώ και καιρό ένα επικοινωνιακό παιχνίδι που έχει σκόπιμα επικεντρωθεί σε μία λέξη. Τη λέξη «λαϊκή».
Οχυρωμένη πίσω από αυτή τη λέξη, η κυβέρνηση δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι η πρώτη κατοικία με τα παραπάνω χαρακτηριστικά προστατεύεται. Δέσμευση που έγινε και διά στόματος πρωθυπουργού το βράδυ της Τετάρτης, σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ3: «Δεν θα υπάρξει λαϊκή κατοικία που θα βγει στο σφυρί» είπε.
Την ίδια στιγμή, αυξάνονται οι φωνές στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που ζητούν από την κυβέρνηση να προχωρήσει σε νομοθετική ρύθμιση για να προστατευθούν τα σπίτια του κόσμου, καθώς βλέπουν ότι οι τράπεζες, οι οποίες έκαναν δυναμική εκκίνηση των πλειστηριασμών, δεν ξεχωρίζουν τους δανειολήπτες σε πλούσιους και φτωχούς. Οσο για το άλλοθι της λαϊκής κατοικίας πίσω από το οποίο οχυρώνεται η κυβέρνηση, αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί διόλου τους τραπεζίτες.
«Δεν χρειάζεται να υπάρξει νομοθεσία» δήλωσε κατηγορηματικά ο Αλέξης Τσίπρας επικαλούμενος το υφιστάμενο καθεστώς. Και προσέθεσε τονίζοντας: «Τα σπίτια που βγαίνουν σε πλειστηριασμό είναι καραμπινάτες περιπτώσεις κακοπληρωτών».
Ανάμεσα στις «καραμπινάτες περιπτώσεις κακοπληρωτών», οι χιλιάδες δανειολήπτες που δεν κατάφεραν να ενταχθούν στον νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, όπως αυτός τροποποιήθηκε επί το αυστηρότερον με τον νόμο Σταθάκη.

Οι απορριπτικές αποφάσεις

Οι χιλιάδες δανειολήπτες που έχασαν τον νόμο Κατσέλη είναι άνθρωποι χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων, με σπίτια μικρής αντικειμενικής αξίας, που έχασαν όλο ή μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους στα χρόνια της κρίσης. Πλήρωσαν περίπου 1.000 ευρώ (δικαστικά έξοδα) για να προσφύγουν στα δικαστήρια και η αίτησή τους απορρίφθηκε για δύο κυρίως λόγους:

1. Ενα μεγάλο μέρος των αιτήσεων απορρίφθηκε γιατί ο αναθεωρημένος νόμος Κατσέλη έβαλε πιο αυστηρές προυποθέσεις. Οι δανειολήπτες καλούνται στο δικαστήριο να αποδείξουν ότι έχουν την οικονομική δυνατότητα να εξοφλήσουν μέχρι λήξεως του χρόνου του δανείου τους το ποσό που θα ορίσει το δικαστήριο και που δεν μπορεί να είναι μικρότερο από την αξία που θα πετύχαινε το ακίνητο εάν έβγαινε στον πλειστηριασμό. Αφήνει επίσης εκτός προστασίας όσους είχαν εμπορική ιδιότητα όταν υπέβαλαν την αίτηση.

2. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως των απορριπτικών αποφάσεων εδράζεται σε μια παραδοχή του Αρείου Πάγου που ακολουθείται πιστά από τα Ειρηνοδικεία όλης της χώρας. Τι λέει αυτή η παραδοχή; Λέει ότι όταν πήρες το δάνειο, εάν δεν είχες εισοδήματα να το υποστηρίξεις, τότε προκάλεσες με δική σου υπαιτιότητα την υπερχρέωσή σου, δηλαδή στην ουσία πήρες με δόλο το δάνειο και άρα δεν δικαιούσαι προστασία.
Στην ερμηνεία των παραδοχών του Αρείου Πάγου «πάτησαν» οι περισσότερες απορριπτικές αποφάσεις των Ειρηνοδικείων, πετώντας χιλιάδες δανειολήπτες έξω από τον νόμο Κατσέλη.
Με το δεδομένο ότι ο σχεδιασμός των τραπεζών προβλέπει πως πρέπει να εκποιούνται 150 έως 200 ακίνητα την εβδομάδα, θεωρείται βέβαιο πως ένας μεγάλος αριθμός από τους 20.000 δανειολήπτες που έχασαν τον νόμο Κατσέλη θα λάβουν κατασχετήριο μέσα στο 2018. Ακόμη και αν κάποιοι επιθυμούν να προσπαθήσουν να κάνουν νέα αίτηση υπαγωγής στον νόμο (για να διορθώσουν ή να προσκομίσουν επιπλέον στοιχεία) δεν δικαιούνται εάν δεν μεσολαβήσει ένας χρόνος από την πρώτη αίτηση. Μέχρι τότε όμως θα έχει λήξει η δυνατότητα προσφυγής στον νόμο Κατσέλη – Σταθάκη, η οποία εκπνέει στις 31/12/ 2018.

Στον αέρα η «συμφωνία κυρίων»

Οσο για την προφορική συμφωνία κυρίων ανάμεσα σε κυβέρνηση και τραπεζίτες να μη βγαίνουν μικρής αξίας ακίνητα στον πλειστηριασμό (κάτω των 300.000), αυτή ήδη δεν τηρείται, αφού υπάρχουν περιπτώσεις δανειοληπτών που έχουν λάβει κατασχετήριο για την πρώτη και μοναδική κατοικία (παραθέτουμε μια τέτοια μαρτυρία στο ρεπορτάζ που ακολουθεί).
Από την 1η Ιανουαρίου του 2019 μάλιστα, που τελειώνει η ομπρέλα του νόμου Κατσέλη, δεν θα υπάρχει καμία προστασία ούτε για την κύρια κατοικία (σ.σ. για οφειλές στο Δημόσιο ούτε τώρα υπάρχει, αυτά τα χρέη υπάγονται στον νόμο Κατσέλη εφόσον συντρέχουν με δάνειο), επομένως η «συμφωνία κυρίων» θα είναι κυριολεκτικά στον αέρα. Μια συμφωνία που οι τράπεζες δεν την αναγνωρίζουν, όπως επιβεβαίωσε ο πρόεδρος της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών Νίκος Καραμούζης.
«Στο άμεσο μέλλον θα μας απασχολήσουν ιδιαίτερα οι περιπτώσεις των ανθρώπων που δεν έτυχαν της προστασίας του νόμου Κατσέλη, παρά το γεγονός ότι διαθέτουν μια χαμηλής αξίας κατοικία και χαμηλά εισοδήματα» δηλώνει στο «Βήμα» η δικηγόρος Αριάδνη Νούκα.
«Η απόρριψη των αιτήσεων ένταξης οφείλεται είτε σε ανυπαρξία ικανών εισοδημάτων κατά τον χρόνο λήψης των δανείων –είναι γνωστό ότι στην αρχή της οικονομικής κρίσης, αλλά και μετέπειτα, πολλοί σύναπταν ένα δάνειο για να καλύψουν προγενέστερο δανεισμό ή εκταμίευαν χρηματικά ποσά από τις πιστωτικές κάρτες για να εξυπηρετήσουν δόσεις δανείων –είτε στην ύπαρξη εμπορικής ιδιότητας στο πρόσωπο του οφειλέτη είτε σε εσφαλμένους νομικούς χειρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης δεν έχει άλλο μέσο προστασίας, εκτός από τους εμπόρους που ίσως θα μπορούσαν να μπουν στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών, αλλά μέχρι σήμερα τα δείγματα είναι απογοητευτικά. Ετσι το επόμενο στάδιο είναι η εκποίηση της κατοικίας του διά του πλειστηριασμού, αφού νομοθέτημα που να απαγορεύει τη διενέργειά του δεν υπάρχει. Η κατοικία των ανυπαίτιων δανειοληπτών που εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους και βρέθηκαν σε αδυναμία λόγω απώλειας των εισοδημάτων τους απαιτείται να τύχει οριζόντιας προστασίας. Δεν είναι δυνατόν η πολιτεία να κλείνει τα μάτια μπροστά σε ένα τόσο σοβαρό θέμα».

Πώς παίρνουν το σπίτι μας…

Η πρώτη και μοναδική κατοικία της 28χρονης Α.Δ. βρίσκεται σε λαϊκή περιοχή της Θεσσαλονίκης. Ενα διαμέρισμα 50 τετραγωνικών, με αντικειμενική αξία 58.000 ευρώ. Το δάνειο ελήφθη πριν από 10 χρόνια ενώ η ίδια ήταν φοιτήτρια και δεν είχε εισοδήματα, για αυτό και δεν μπορεί να μπει στον νόμο Κατσέλη. Εγγυητής στο δάνειο μπήκε ο πατέρας της.
Το στεγαστικό, 95.000 ευρώ, ήταν σε ελβετικό φράγκο και με την ιλιγγιώδη αύξηση του νομίσματος έφτασε τα 150.000 ευρώ.

«Το σπίτι το αγοράσαμε από 10 χρόνια, όταν η κόρη μου μπήκε στο πανεπιστήμιο» λέει στο «Βήμα» ο πατέρας της Μ.Β. «Τα ενοίκια ήτανε πολύ υψηλά και αποφασίσαμε να δίνουμε τα χρήματα στο στεγαστικό για να μείνει το σπίτι. Δεν ξέραμε ότι η Ελλάδα θα έφτανε σε αυτό το σημείο, ούτε τα οικονομικά μας.
Πληρώναμε τις δόσεις κανονικά για επτά χρόνια. Από το 2014 ήρθαν πολλά προβλήματα. Ο υπεύθυνος της τράπεζας στα δάνεια ήταν φίλος μου και μου είπε ότι μπορούμε να ζητήσουμε για έναν χρόνο να απέχουμε από την καταβολή των δόσεων. Με τη δική του προτροπή κάναμε αίτηση και περιμέναμε. Αντί για απάντηση, ήρθε η απαίτηση όλου του ποσού. Πέσαμε από τα σύννεφα. Ο υπάλληλος απευθύνθηκε στα κεντρικά. Του είπανε λοιπόν ότι όταν είχαμε ζητήσει να απέχουμε για έναν χρόνο, επειδή περιμέναμε δύο μήνες να πάρουμε απάντηση, όταν η τράπεζα μας έδωσε το ΟΚ είχε ξεχάσει να συμπεριλάβει τους δύο μήνες. Ετσι, με την πρώτη καθυστέρηση στην επόμενη καταβολή της δόσης ήρθε το ραβασάκι. Η τράπεζα απαιτούσε την εξόφληση όλου του ποσού. Μας ήρθε κεραμίδα. Δεν είμαστε μπαταχτσήδες. Η κόρη μου δεν έχει μόνιμη εργασία. Δουλεύει με συμβάσεις σε camp.
Προσπαθήσαμε να τα βρούμε με την τράπεζα, αλλά μας ζητούσε εξωφρενικά ποσά. Οι τράπεζες είναι απρόσωπες, αλλά η κυβέρνηση τους έδωσε το ΟΚ. Αντί να κυνηγήσουνε αυτούς που έχουνε βίλες, κυνηγάνε εμάς. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στη δική μας θέση που πήρανε ένα σπίτι για το παιδί τους και τώρα θα το χάσουν. Η κυβέρνηση πρέπει κάτι να κάνει. Μέχρι τώρα μόνο λόγια είναι. Κλέψανε καλά-καλά την ψήφο μας, όταν φωνάζανε “κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη”. Και τώρα μας αφήσανε απροστάτευτους, στο έλεος των τραπεζών».
Το 1996, ο Α.Σ. πήρε ένα στεγαστικό δάνειο 12 εκατομμυρίων δραχμών για αγορά πρώτης κατοικίας. Είχε και κάτι οικονομίες στην άκρη, αγόρασε ένα διαμέρισμα 91 τετραγωνικών σε πολυκατοικία του 1960 στου Γκύζη, αξίας 16 εκατομμυρίων δραχμών. Το δάνειο το εξόφλησε χωρίς καθυστερήσεις.
Το 2006 πήρε από την ίδια τράπεζα επισκευαστικό δάνειο 100.000 ευρώ, με προσημείωση του ακινήτου, καθώς το διαμέρισμα είχε πολλά και σοβαρά προβλήματα.
Μέχρι το 2011 πλήρωνε κανονικά. Είχε δικό του φορτηγό, μετέφερε οικοδομικά υλικά. Λίγο μετά άρχισαν τα προβλήματα.
«Η δουλειά έπεφτε, το φορτηγό είχε έξοδα, δεν μπορούσα να το κρατήσω άλλο. Συνέχιζα όμως να δίνω 50 ευρώ κάθε μήνα στην τράπεζα, όπως με είχε συμβουλεύσει ο δικηγόρος, για να κινείται το δάνειο. Η δουλειά μου είχε σχέση με την οικοδομή. Εκεί που έκανα 3-4 δρομολόγια την ημέρα, έφτασα να κάνω 2-3 την εβδομάδα, μετά ένα την εβδομάδα και μετά κανένα. Το φορτηγό όμως ήθελε ασφάλεια, συντήρηση, εισφορές στο ΤΕΒΕ. Από πού να βγουν όλα αυτά; Ούτε μεροκάματο δεν έβγαζα πια. Το πάλεψα μέχρι το 2013, ώσπου μια μέρα μου λέει το αφεντικό “Αγγελε, βρες κάτι άλλο να κάνεις”. Πού να βρω εγώ δουλειά στα 52 μου; Τίποτα άλλο δεν ήξερα να κάνω. Από τότε με πήρε η κάτω βόλτα. Τι δάνειο να πληρώνω, αφού δεν είχα ούτε για φαγητό; Ευτυχώς που τα παιδιά μου είχανε μεγαλώσει και με βοηθούσαν στα έξοδα του σπιτιού, αλλιώς θα έβγαινα στη γειτονιά για να τους αγοράσω γάλα».
Το 2013 πούλησε το φορτηγό. Από τότε είναι στο ταμείο ανεργίας. Προσπάθησε δύο φορές να μπει στον νόμο Κατσέλη για να σώσει το σπίτι του. Η πρώτη αίτησή του, το 2011, απορρίφθηκε. Το 2017, άνεργος πια τα τελευταία 4 χρόνια, έκανε νέα αίτηση, η οποία εκδικάστηκε στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου και απορρίφθηκε από λάθος χειρισμό της δικηγόρου του.
«Με ρώτησε η δικαστής εάν μπορώ να δίνω 300 ευρώ τον μήνα, όπως ανέφερε η αίτηση. Πού να τα βρω, της λέω. Εμένα και τη γυναίκα μου μας ζουν τα παιδιά μας και η αδερφή μου που έχουν δουλειά. Μου έδωσε διορία 3 μέρες να της προσκομίσω όλα τα δικαιολογητικά. Της πήγα φορολογικές δηλώσεις πέντε ετών με τα εισοδήματά τους. Πήγα και τα χαρτιά από το Αιγινήτειο που αποδεικνύουν την ανίατη ασθένεια της γυναίκας μου. Και τα χαρτιά που δείχνουν ότι εγώ είμαι στο ταμείο ανεργίας αλλά δεν έχω πάρει μία, δεν δικαιούμαι λέει να πάρω, γιατί ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας. Δεν πιάστηκε τίποτα. Η δικηγόρος είχε βάλει ότι θα δίνω 300 ευρώ τον μήνα κι έτσι η δικαστής έκρινε ότι έχω κρυφά εισοδήματα και έχασα τη δίκη.
Δεν τα έχω με τη δικαστή, τα έχω με τη δικηγόρο που μου τα “μάσαγε” και με την κυβέρνηση που αφήνει να μας παίρνουν τα σπίτια. Ολα αυτά που μας έλεγαν ήταν φούμαρα; Ελεος. Δεν έχω ούτε σπίτι στο χωριό ούτε αλλού. Εδώ δεν είναι Εκάλη. Ας έρθουν να το δούνε. Ενα λαϊκό σπίτι είναι. Τα λαϊκά σπίτια δεν λένε ότι προστατεύουνε;».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ